Η πρώτη Μαΐου είναι διαχρονικά μια ευκαιρία η μνήμη για το πως κερδήθηκαν θεσμικά και μισθολογικά αιτήματα να συναντηθεί με τα πιεστικά ερωτήματα του σήμερα. Όπως πάντα η απαιτητικότερη πρόκληση για τον κόσμο της εργασίας παραμένει η αναγνώριση της κεντρικής του θέσης στην κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα.
Σήμερα οι εργαζόμενοι στερούνται την δυνατότητα να εκφραστούν συλλογικά και ακόμα και όταν αυτό κατ’ εξαίρεση γίνεται οι φωνές τους δεν ακούγονται. Η αίσθηση αδικίας, απαξίωσης και η έλλειψη προοπτικής που βιώνουν καθημερινά – και κατέγραψε και η πρόσφατη έρευνα του ΕΝΑ – αναδεικνύουν το πόσο βαθιά ριζωμένη είναι η κουλτούρα απαξίωσης της εργασίας. Οι συνέπειες της δυστυχώς δεν μένουν μόνο στην οικονομική σφαίρα. Οι συνεχείς προειδοποιήσεις των συνδικάτων για την ασφάλεια του σιδηροδρομικού δικτύου πριν από το δυστύχημα στα Τέμπη αγνοήθηκαν και υποβαθμιστήκαν συστηματικά με τραγικά αποτελέσματα.
Με την συνδικαλιστική πυκνότητα να είναι από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη το κενό εκπροσώπησης από τα πιο απλά προβλήματα στους χώρους δουλειάς ως τα θεμελιώδη θεσμικά ζητήματα καθηλώνει πάνω από 2 εκατομμύρια ανθρώπους σε ρόλο παρατηρητή. Ειδικά σε μια περίοδο που η ανάγκη για την ενδυνάμωση των συνδικάτων μετά από δεκαετίες οπισθοχώρησης έχει οδηγήσει σε σημαντική κινητικότητα διεθνώς.
Στις ΗΠΑ ο νόμος για το δικαίωμα στην οργάνωση (2021) δημιουργεί ένα νέο πεδίο δυνατοτήτων για συλλογική δράση θεσπίζοντας παράλληλα νέες προστασίες απέναντι σε καταχρηστικές πρακτικές. Την ίδια στιγμή η Ευρωπαϊκή οδηγία για επαρκείς κατώτατους μισθούς θέτει σαν στόχο το ποσοστό κάλυψης από συλλογικές συμβάσεις στο 80% να φτάσει του εργατικού δυναμικού, καλώντας τα κράτη-μέλη να εκπονήσουν συγκεκριμένες πολιτικές για την επίτευξή του.
Η «ελληνική ιδιαιτερότητα» κάνει αισθητές τις επιπτώσεις της και στην κρίση κόστους ζωής. Παρά το ότι πιέζει τα εισοδήματα διεθνώς, στην χώρα μας το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο μισθών δημιουργεί οριακές καταστάσεις. Την χρόνια υστέρηση των αποδοχών επιβεβαιώνει η εξέλιξη του κατώτατου μισθού. Από το 122,14% του ευρωπαϊκού μέσου όρου το 2009, μετά και την πρόσφατη αύξηση έφτασε μόλις στο 84,33%. Για αυτό και τα πρόσφατα στοιχεία του ΟΟΣΑ σύμφωνα με τα οποία ο μέσος ονομαστικός μεικτός μισθός το 2022 αυξήθηκε κατά 1,5% ενώ ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% αποτυπώνουν στατιστικά αυτό που αποτελεί κοινή γνώση: όταν οι αποδοχές οριακά επαρκούν για την κάλυψη των βασικών αναγκών οι μισθωτοί είναι εξαιρετικά ευάλωτοι σε οποιαδήποτε εκτατή συνθήκη.
Ακόμα και το γεγονός ότι η μισθολογική συζήτηση είναι δυσανάλογα πολωμένη γύρω από τον κατώτατο μισθό δείχνει το πόσο χαμηλά μπαίνει ο πήχης των προσδοκιών. Η κυβέρνηση επικαλείται διαρκώς την ανάγκη δημιουργίας καλών θέσεων εργασίας ωστόσο όχι μόνο δεν έχει αξιοποιήσει την θετική ευρωπαϊκή συγκυρία για να ενισχύσει το πλαίσιο συλλογικών διαπραγματεύσεων αλλά θέσπισε στην αρχή της θητείας της εξαιρέσεις στην ισχύ τους και κατήργησε το δικαίωμα προσφυγής στην διαιτησία παραχωρώντας το δικαίωμα του βέτο στην εργοδοτική πλευρά. Αποδυνάμωσε έτσι το βασικό μηχανισμό αυξήσεων στις αποδοχές ενώ ακόμα και βασικά εργαλεία για την οικοδόμηση ενός δικαιότερου μισθολογικού συστήματος όπως η πλήρης επαναφορά των τριετιών παραμένουν εκτός συζήτησης. Χωρίς να εντοπίζεται η αίτια του προβλήματος στην αδυναμία της διαπραγματευτικής θέσης του εργαζόμενου και πριμοδοτώντας την λογική της ατομικής διαπραγμάτευσης μια τέτοια επαγγελία καλύτερων μισθών στερείται συγκεκριμένων μέτρων πολιτικής που θα την καθιστούσαν αξιόπιστη.
Άμεση συνέπεια αυτής της πραγματικότητας είναι η απαισιοδοξία σε μεγάλο κομμάτι των εργαζόμενων -και ακόμα περισσότερο των νέων- για την δυνατότητα βελτίωσης των όρων ζωής και εργασίας τους. Αυτή η απουσία προοπτικής κάνει ακόμα πιο δύσκολη την συλλογική οργάνωση και την μετανάστευση να φαντάζει σαν η βασική διέξοδος. Για την υπέρβαση αυτής της πραγματικότητας είναι αναγκαίο να περιγράφει ξανά το τι σημαίνει πραγματική αλλαγή στις εργασιακές σχέσεις απαντώντας στα βασικά ερώτημα που ο ίδιος ο κόσμος της εργασίας βάζει.
Πάνος Κορφιάτης, Επιστημονικός Συνεργάτης Ινστιτούτου ΕΝΑ, πρώην Ειδικός Γραμματέας ΣΕΠΕ