Ο Επικεφαλής των Επιστημονικών Ερευνών της PRORATA, Άγγελος Σεριάτος, μιλά στο libre για τα ζητήματα που κρίνουν τις εκλογές, το κριτήριο της ψήφου με βάση την ιδεολογία, ενώ θεωρεί ότι το μεγαλύτερο ερωτηματικό είναι το τελικό εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Σε ό,τι αφορά την αποχή εκτιμά ότι θα κινηθεί μεταξύ 43% και 47%.
Συνέντευξη Χρόνης Διαμαντόπουλος
–Κύριε Σεριάτο, ποια είναι τα κριτήρια με τα οποία θα ψηφίσουν οι πολίτες που θα προσέλθουν στις κάλπες;
Γενικότερα, θα πρέπει να φανταστούμε τη διαδικασία λήψης εκλογικής απόφασης ως μια σύνθετη διαδικασία κατά την οποία, λιγότερο ή περισσότερα συνειδητά, συμβαίνουν δύο πράγματα στο μυαλό των ψηφοφόρων. Πρώτον μια ιεράρχηση ζητημάτων τα οποία διαδραματίζουν καθοριστικότερο ρόλο από ορισμένα άλλα ως προς την λήψη απόφασης και δεύτερον μια ήδη σχηματισμένη γενικότερη θετική ή αρνητική προδιάθεση απέναντι σε συγκεκριμένα πολιτικά κόμματα. Σύμφωνα με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεση μας, θα έλεγα πως δύο είναι τα βασικότερα θεματικά πεδία επί των οποίων οι περισσότεροι πολίτες θα αξιολογήσουν πως έχουν πάει έως τώρα τα πράγματα και πως εκτιμούν ότι θα πάνε στο μέλλον.
Πρώτον η οικονομία και δεύτερον τα ζητήματα που σχετίζονται με τη διαφθορά των ελίτ που διαχειρίζονται ή διεκδικούν την διαχείριση της εξουσίας.
Ως προς την οικονομία, δύο είναι τα βασικά διακυβεύματα:
- πρώτον το κύμα ακρίβειας σε καταναλωτικά αγαθά και ενέργεια ως πρόβλημα αλλά και ως πρόκληση προς διαχείριση και
- δεύτερον το ζήτημα μιας σταθερής ή μη προοπτικής για την οικονομία, χωρίς αυξημένες πιθανότητες για περιπέτειες.
Ως προς τα ζητήματα διαφθοράς δεν υπάρχουν διαφορετικές προσλήψεις και άρα επίδικα. Σε αυτό το επίπεδο κερδισμένος θα είναι αυτός ο οποίος προσλαμβάνεται ως ο λιγότερο ή και καθόλου διεφθαρμένος και κατά συνέπεια ποιες κυβερνητικές λύσεις είναι σε θέση να παράξουν λιγότερα σκάνδαλα και διαφθορά.
–Η διαίρεση Αριστεράς Δεξιάς, στο πολιτικό συνεχές, ισχύει στην Ελλάδα; Για να το πω λίγο διαφορετικό υπάρχει κριτήριο επιλογής της ψήφου βάσει της ιδεολογίας;
Σαφώς ισχύει. Εξασθενημένη συγκριτικά με προηγούμενες δεκαετίες αλλά πάντως κυρίαρχη ακόμη και σήμερα. Μετά από μια περίοδο πρόσκαιρης ανακατανομής των ψηφοφόρων στη βάση της αποδοχής ή μη των μνημονίων, η διαίρεση Αριστερά – Δεξιά είναι ξανά στο προσκήνιο.
Σίγουρα όχι με την ένταση που παρατηρούνταν έως και τα τέλη του 1990 αλλά πάντως κυρίαρχη, ακόμα και αν έχουν σε μεγάλο βαθμό υποχωρήσει οι μακρο-αφηγήσεις του παρελθόντος.
Στην Ελλάδα, μια μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων ψηφίζει στη βάση της ιδεολογικής εγγύτητας απέναντι σε συγκεκριμένο μπλοκ κομμάτων, είτε αριστερόστροφων, είτε δεξιόστροφων, χωρίς ωστόσο έντονες θετικές ευθυγραμμίσεις – ταυτίσεις με κόμματα, όπως στο παρελθόν.
Με άλλα λόγια, υπάρχει σημαντική μερίδα ψηφοφόρων που ψηφίζει με γενικά ιδεολογικά κριτήρια, συνδυάζοντας, ωστόσο και άλλους μηχανισμούς διαμόρφωσης εκλογικής προτίμησης που σχετίζονται με ζητήματα κυβερνησιμότητας ή προτεραιοποιήσεις συγκεκριμένων θεματικών πεδίων.
–Να περιμένουμε εκπλήξεις στις 21 Μαΐου βάσει της εικόνας που υπάρχει μέχρι τώρα στις δημοσκοπήσεις;
Θα έλεγα ότι ως προς τις βασικές τάσεις δεν υπάρχει ισχυρή πιθανότητα ανατροπής των έως τώρα ευρημάτων. Φυσικά, οι μετρήσεις της κοινής γνώμης ούτε πραγματικές κάλπες είναι, ούτε φιλοδοξούν να τις αντικαταστήσουν:
Ο κυρίαρχος λαός θα είναι πάντοτε αυτός που θα αποφασίζει την ακριβή κοινοβουλευτική αναλογία ισχύος μεταξύ των κομμάτων την ημέρα των εκλογών.
Οι δημοσκοπήσεις, ούτε μπορούν, ούτε επιδιώκουν να προβλέψουν με ακρίβεια δεκαδικού εκλογικά αποτελέσματα, ιδίως σε μια εποχή όπου σημαντική μερίδα ψηφοφόρων αποφασίζει τι θα ψηφίσει κυριολεκτικά πάνω από την κάλπη.
Εντούτοις, οι μετρήσεις της κοινής γνώμης αποτελούν το χρησιμότερο εργαλείο που διαθέτουμε για να αποτυπώνουμε τις πολιτικές τάσεις μιας περιόδου. Ουσιαστικά αυτή τη στιγμή μένει να διαπιστώσουμε ποιος εκ των δύο βασικών διεκδικητών της εξουσίας θα καταφέρει να συσπειρώσει έστω και με κριτική διάθεση ευρύτερα ακροατήρια ώστε η δική του αφήγηση (κυβέρνηση προοδευτικής συνεργασίας με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ή αυτοδύναμη κυβέρνηση της ΝΔ) να μοιάζει πειστικότερη στις 22 Μαΐου.
Θα έλεγα μάλιστα, πως το μεγαλύτερο ερωτηματικό είναι το τελικό εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, υπό την έννοια ότι η δημοσκοπική αύξηση της επιρροής του ΜέΡΑ25 και του ΚΚΕ δεν είναι βέβαιο ότι θα αποτυπωθεί και στην κάλπη.
- Και εξηγούμαι: Εφόσον την επόμενη περίοδο ληφθούν νέες, ακόμα πιο εντατικές πρωτοβουλίες από το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης προκειμένου να μάθει το ευρύ κοινό, χωρίς περιστροφές, στη βάση ποιου προγράμματος καλεί τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης σε συμπόρευση, τότε ενδεχομένως να υπάρξουν μετακινήσεις ψηφοφόρων.
Διότι, εφόσον έρθουν στην επιφάνεια οι συγκεκριμένες προγραμματικές διαφωνίες και συμφωνίες μεταξύ των προοδευτικών κομμάτων, οι ηγεσίες τους θα πιεστούν να συγκλίνουν ή να μην συγκλίνουν. Και μια τέτοια διαδικασία ξεκαθαρίσματος (σύγκλισης ή μη) θα είχε απελευθερωτική επίδραση σε μερίδα ψηφοφόρων που σήμερα αμφιταλαντεύονται μεταξύ της επιθυμίας τους να ψηφίσουν την πρώτη τους, χωρίς εκπτώσεις, επιλογή και της θέλησής τους να ηττηθεί η σημερινή κυβέρνηση. Θα έκανε σαφές ότι ψήφος σε κάποιο μικρότερο κόμμα σημαίνει (ή δεν σημαίνει) τελικά ήττα της κυβέρνησης Μητσοτάκη στη βάση της μόνης ρεαλιστικής αριθμητικά εκλογικά λύσης: μιας προοδευτικής πλειοψηφίας μετά τις εκλογές.
-Υπάρχει πρόβλεψη για την αποχή; Αν θα είναι αυξημένη ή μειωμένη σε σχέση με το 2019;
Είναι εξαιρετικά δύσκολο να διερευνηθεί το ύψος της αποχής, καθώς οι τυπικές μετρήσεις που διενεργούνται στην Ελλάδα προσανατολίζονται περισσότερο στην στόχευση όσων δηλώνουν υψηλή ή πολύ υψηλή πιθανότητα συμμετοχής στις κάλπες και όχι στο σύνολο του γενικού πληθυσμού με δικαίωμα ψήφου.
- Σε κάθε περίπτωση η σχετικά εμπεδωμένη αντίληψη ότι κατά πάσα πιθανότητα θα χρειαστούν και δεύτερες εκλογές για να σχηματιστεί κυβέρνηση δείχνει να επηρεάζει την προθυμία των εκλογέων να προσέλθουν στις κάλπες της 21ης Μαΐου.
Οι ενδείξεις που έχουμε προσώρας από τις σχετικές αναλύσεις των δεδομένων δείχνουν ότι η αποχή θα κινηθεί αρκετά κοντά στο αντίστοιχο ποσοστό των βουλευτικών εκλογών το 2019, ενδεχομένως και ελαφρώς υψηλότερα, δηλαδή μεταξύ 43% και 47%.