Οι συχνές αναφορές των πρωταγωνιστών των τουρκικών εκλογών σε υποτιθέμενους και καταγγελλόμενους ρόλους των ΗΠΑ και της Ρωσίας προσέδωσαν στις εκλογές της 14ης Μαΐου ένα διεθνές όσο και διεθνικό προφίλ. Επίσης, οι προτιμήσεις της τουρκικής διασποράς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, που παραμένουν σταθερά με τον Ερντογάν (φτάνει το 65% στη Γερμανία), προσδίδουν στις εκλογές και τον χαρακτήρα ευρύτερης επιβεβαίωσης του Ερντογανισμού.
Του Κώστα Λάβδα*
Μεγάλη συμμετοχή και μεγάλη κινητοποίηση από όλες τις πλευρές, ιδιαίτερα εντυπωσιακή όμως – ειδικά μετά τις καταστροφές των σεισμών και τα οικονομικά προβλήματα της καθημερινότητας με τον πληθωρισμό να καλπάζει – η κινητοποίηση των υποστηρικτών του Ερντογάν και των συμμάχων του. Με τη φθορά του Ερντογάν να εμφανίζεται συνολικά μικρότερη από 2,5% μετά από δυο δεκαετίες στη διακυβέρνηση της Τουρκίας, ο Ερντογανισμός φαίνεται παγιωμένος.
Βεβαίως οι αγορές ανησυχούν. Υπήρξε σημαντική πτώση της τουρκικής λίρας μετά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου, ενώ παράλληλα βλέπουμε επενδυτές, Τούρκους και ξένους, να αρχίζουν την μεταφορά πόρων από την Τουρκία. Εάν αυτή η τάση συνεχιστεί μετά τις 28 Μαΐου, η νέα κυβέρνηση είτε θα στραφεί εν μέρει τουλάχιστον στη Δύση για οικονομική βοήθεια είτε θα αποδεχθεί την ακόμη μεγαλύτερη εξάρτηση από τους πόρους του Κατάρ και άλλων κρατών του Κόλπου, την εν πολλοίς έμμεση Κινεζική και Πακιστανική στήριξη και, βέβαια, τις συνεχιζόμενες, ποικίλες ρωσικές ταμειακές εισροές.
Παρόλα αυτά, η εντύπωση ότι η οικονομική κρίση και οι οικονομικές πραγματικότητες θα καθορίσουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η Τουρκία μετά τις 28 Μαΐου είναι απλουστευτική. Διότι σχεδόν όλοι οι δρώντες στο τουρκικό εκλογικό και πολιτικό δράμα είναι εθισμένοι σε ένα πλαίσιο άσκησης, ρύθμισης και εποπτείας οικονομικών λειτουργιών στο οποίο οι κεντρικά συντονιζόμενες πελατειακές σχέσεις και όχι η ευρωπαϊκή πολιτική ανταγωνισμού αποτελεί τη βασική πυξίδα.
Δεν απομάκρυνε μόνον ο Ερντογάν την Τουρκία από την Ευρώπη. Σίγουρα, την απομάκρυνε από το ΝΑΤΟ (του οποίου όμως παραμένει πολύτιμο μέλος) επιχειρώντας να αυξήσει περαιτέρω τη στρατηγική αυτονομία της χώρας ως δυνητικού κέντρου σε έναν αναδυόμενο κόσμο με 3-4 πόλους και περισσότερα κέντρα που αιωρούνται μεταξύ των πόλων και ανάμεσά τους, όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά από το 2020. Αλλά οι σχέσεις Τουρκίας – Ευρώπης έπασχαν σε δομικό επίπεδο πριν από την άνοδο του νέου θρησκευτικο-εθνικιστή ηγέτη στην Άγκυρα.
Τώρα – και όχι κάποια στιγμή στο μέλλον – πρέπει να ξεκινήσει η διαμόρφωση μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής για την Τουρκία. Με αναγκαίο υπόβαθρο την ενίσχυση της ελληνικής αποτρεπτικής ικανότητας αλλά και παράλληλη επεξεργασία εναλλακτικών σεναρίων για το μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως έχω εξηγήσει αναλυτικά από χρόνια. Στο πρώτο σενάριο, η Ελλάδα πρέπει να επιχειρήσει να συνδιαμορφώσει το μελλοντικό πλαίσιο των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας.
Σήμερα, μια στρατηγική «Ελσίνκι 2» δεν είναι πια εφικτή, όσο και αν γοητεύει κάποιους η ναρκισσιστική επανάληψη των αμφιλεγόμενων σταθμών του παρελθόντος. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο του Ελσίνκι τον Δεκέμβρη 1999 σήμανε την έναρξη μιας – τελικώς ατελέσφορης για τον ένα ή τον άλλο λόγο – ελληνικής προσπάθειας να χρησιμοποιηθεί θετικά η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας ως μέσον πίεσης επί της Άγκυρας ώστε να τροποποιήσει τις θέσεις της στα ειδικότερα ζητήματα που αφορούν την Ελλάδα και την Κύπρο. Αλλά σήμερα, ανεξαρτήτως αιτίων και συνθηκών, η ενταξιακή πορεία της Τουρκίας είναι κατ’ ουσίαν όχι απλώς παγωμένη αλλά νεκρή.
Κατά συνέπεια, θα επιμείνω ότι αυτό για το οποίο αξίζει να προσπαθήσουμε, είναι η προσεκτική συνδιαμόρφωση των συνθηκών για την επίτευξη βιώσιμης ειρήνης με την Τουρκία σε μια γειτονιά του πλανήτη που θα παραμείνει ρευστή και επικίνδυνη. Πρώτον, πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν υπάρχουν εύκολες και γρήγορες «λύσεις» για την σχέση με την Τουρκία.
Δεύτερον, ως προς την ΕΕ, το εγχείρημα τίθεται πια σε άλλη βάση (όχι σε σχέση με την ένταξη) και είναι περισσότερο σύνθετο: θα πρέπει η Τουρκία να πιεστεί για ένα καθεστώς σχέσεων το οποίο να αποτελέσει, ταυτόχρονα, κίνητρο και για συμμόρφωση ως προς τα ειδικότερα θέματα που μας απασχολούν. Με άλλα λόγια, το ζήτημα σήμερα είναι κατά πόσον μια νέα συνολική προσέγγιση της σχέσης ΕΕ-Τουρκίας στο νέο περιβάλλον και με τα νέα δεδομένα μπορεί να περιλαμβάνει και όρους για τα ελληνοτουρκικά και πώς αυτοί οι όροι θα καταστεί δυνατό να τύχουν εφαρμογής.
Πέρα από τη Γαλλία, και σε άλλες χώρες της ΕΕ (Αυστρία, Ιταλία) αρχίζουν να διατυπώνονται επιχειρήματα για εναλλακτικά σενάρια της μελλοντικής σχέσης ΕΕ – Τουρκίας. Αυτή η προσέγγιση μπορεί να αποτελέσει ενδιαφέρον σημείο εκκίνησης ή, αντίθετα, να λειτουργήσει εντελώς αποπροσανατολιστικά ως προς τα ελληνοτουρκικά. Διότι η Τουρκία δεν είναι απλώς χώρα με την οποία η ΕΕ επιθυμεί να διαμορφώσει ένα πλαίσιο περαιτέρω εμπορικής και οικονομικής σύμπλευσης. Είναι χώρα η οποία συστηματικά απειλεί το status quo στην περιοχή και διατηρεί σχέσεις έντασης και δυνητικά σύγκρουσης τουλάχιστον με δυο κράτη-μέλη της ΕΕ. Δεν είναι αποδεκτή από την Ελλάδα μια ειδική σχέση που θα επιτρέπει στην Τουρκία – εκτός πια ενταξιακής πορείας και προοπτικής – πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά χωρίς να της επιβάλλει (α) στοιχειώδεις υποχρεώσεις για το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα και (β) πλήρως διασαφηνισμένες υποχρεώσεις για τους όρους καλής γειτονίας και την απόρριψη προσφυγής στη βία ως μέσον επίλυσης διαφορών.
Ας θυμηθούμε ότι λίγο πριν τη νέα κατάσταση που δημιουργήθηκε εξαιτίας της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές συνέκλιναν στην άποψη ότι η ΕΕ δεν ήταν πια δυνατό να προσεγγίζει την τουρκική επιθετικότητα μόνον με μέσα ήπιας ισχύος. Η ΕΕ θα όφειλε να προκρίνει ένα συνδυασμό αποφασιστικότητας και ταυτόχρονης υποβοήθησης των τάσεων συνεργασίας.
Το περιβάλλον σήμερα έχει αλλάξει, αλλά όχι με τρόπο ριζικό. Η Ελλάδα πρέπει να εστιαστεί συστηματικά στην επαναφορά της συζήτησης των σχέσεων ΕΕ – Τουρκίας στο πλαίσιο που μας ενδιαφέρει, ανεξαρτήτως της μίας ή της άλλης εξέλιξης στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας. Όχι απλά μια τελωνειακή ένωση, αλλά ένα καθεστώς ευρύτερο και δεσμευτικό σε συνδεόμενα επίπεδα. Για την ΕΕ, η μετεξέλιξη της τελωνειακής ένωσης πρέπει να αποτελέσει κομμάτι αυτής της συνολικής νέας προσέγγισης αλλά όχι ένα οριοθετημένο πεδίο τελωνειακής, εμπορικής και σταδιακά οικονομικής πολιτικής το οποίο – εξ ορισμού – θα αποτελούσε μια διευθέτηση συμφέρουσα για την Άγκυρα.
Στο επίπεδο μιας συνολικής μελλοντικής σχέσης ΕΕ – Τουρκίας, εφόσον προκύψει, θα πρέπει από την ελληνική πλευρά να υποστηριχθεί σθεναρά μια μορφή αποτελεσματικών και προβλέψιμων μηχανισμών αντίδρασης σε παραβιάσεις των όρων που προαναφέρθηκαν. Η ύπαρξη ενός μηχανισμού επιβολής μέτρων ή/και αναστολής δικαιωμάτων πρόσβασης που θα εμπεριέχει και χαρακτηριστικά αυτόματης ενεργοποίησης θα είναι αναγκαία για κάθε πλαίσιο ειδικής σχέσης στην περίπτωση της Τουρκίας.
Το βασικό εναλλακτικό σενάριο – στο οποίο η διολίσθηση της Τουρκίας προς τα ανατολικά επιταχύνεται με τρόπο θεαματικό – αποτελεί πιθανή αλλά τελικώς όχι συμφέρουσα εξέλιξη. Όσοι το υποστηρίζουν από την ελληνική, υποτίθεται, οπτική γωνία, απλώς αγνοούν τις υπό διαμόρφωση δυναμικές σε ένα πολυπολικό και πολυκεντρικό διεθνές σύστημα. Σε αυτό τον κόσμο, η συνεχής ενίσχυση της ελληνικής ισχύος, ήπιας και σκληρής, θα είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία.
*Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και έχει διατελέσει, μεταξύ άλλων, Senior Research Fellow στη London School of Economics και κάτοχος της Έδρας Ελληνικών και Ευρωπαϊκών Σπουδών «Κωνσταντίνος Καραμανλής» στη Fletcher School of Law and Diplomacy του Πανεπιστημίου Tufts στις ΗΠΑ.