Οι εκλογές της 21ης Μάϊου και η σαρωτική νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη προκάλεσαν πολιτικό σεισμό. Η σχετική πολιτική σταθερότητα με έναν παγιωμένο δικομματισμό (αν και μικρότερου βεληνεκούς από τον παλαιότερο ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) από τον Ιούνιο του 2012 μέχρι τον Μάιου του 2023 πλέον δεν ισχύει. Πρόκειται για εκλογικό αποτέλεσμα που προσιδιάζει με αυτό του Μαΐου του 2012 αλλά από την ανάποδη: Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι αυτός που πλέον τροχοδρομεί στην ολισθηρή κατηφόρα, ενώ η ΝΔ καθαρίζει το τοπίο ως ηγεμονική δύναμη. Και μάλιστα η μόνη τέτοια. Σε βαθμό ανησυχητικό.
Ο δεύτερος πόλος του συστήματος, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καταβαραθρώθηκε με τρόπο αναπάντεχο στην ποσοτική του διάσταση. Ταυτόχρονα, η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είχε και τον χαρακτήρα του μη αναμενόμενου, αφού και οι πιο απαισιόδοξες δημοσκοπήσεις απείχαν μακράν του αποτελέσματος. Ακόμη και το exit poll δεν προσέγγισε καν τα πραγματικά ποσοστά του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα πρόκειται για τη μεγαλύτερη ίσως κατάρρευση κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συγκρίσιμη μόνο με τη ΝΔ τον Μάιο του 2012.
Παρακάτω, μοιράζομαι εν θερμώ τρεις σκέψεις σε μία προσπάθεια εξορθολογισμού του απρόβλεπτου αποτελέσματος, κατά τις πρώτες ώρες μετά το κλείσιμο της κάλπης.
Πρώτον, από τη εποχή της πανδημίας και μετά ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ εγκλωβίστηκε από το γεγονός ότι η κυβέρνηση στην πραγματικότητά έπαιξε έναν «κόντρα-ρόλο» σε σχέση με αυτό που θα ανέμενε κάποιος με βάση το πρόγραμμα και την ιδεολογία της. Ακολουθώντας μία επεκτατική πολιτική, η κυβέρνηση, μοίρασε 50 δισ. ευρώ σε πολλές κοινωνικές κατηγορίες, μην έχοντας δημοσιονομικούς περιορισμούς από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης κι έχοντας στη διάθεση της τους χρηματοδοτικούς πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Η αξιωματική αντιπολίτευση μην μπορώντας να συνηθίσει αυτόν τον «κόντρα-ρόλο» εγκλωβίστηκε σε μία στρατηγική αμηχανία μπροστά σε ένα δίλημμα: Είτε να πλειοδοτήσει στις παροχές κινδυνεύοντας να επιδεινωθεί η αίσθηση αναξιοπιστίας της, είτε να ασκήσει κριτική στις παροχές ως οριζόντιες και αναποτελεσματικές.
Δεύτερον, είναι γεγονός πως στην κοινωνία επικρατούσε έντονη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση σε μια σειρά ζητήματα, από την ακρίβεια και το κόστος ζωής μέχρι το κράτος δικαίου και το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Όμως, θεωρήθηκε ότι αυτά τα προβλήματα, κι αν ακόμα δεν αντιμετωπίστηκαν όπως θα έπρεπε, δύσκολα θα μπορούσε κάποιος άλλος να τα αντιμετωπίσει καλύτερα. Η αποτυχία της αντιπολίτευσης να προτείνει λύσεις και κυρίως να πείσει με την αξιοπιστία της και την επάρκεια της, είχε ως αποτέλεσμα να μην κοστίσει η δυσαρέσκεια αυτή εκλογικά στη Νέα Δημοκρατία.
Τρίτον, η εκστρατεία της αξιωματικής αντιπολίτευσης κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ήταν το λιγότερο προβληματική. Χρησιμοποιώντας συνθήματα και λόγο που παρέπεμπαν στον Ανδρέα Παπανδρέου θεώρησε ότι θα μπορούσε να πάρει περισσότερο κόσμο από το ΠΑΣΟΚ και να ξυπνήσει αντι-δεξιά ένστικτα στην κοινωνία. Όμως ο ΣΥΡΙΖΑ ό,τι είχε να πάρει από την κληρονομία του Ανδρέα την είχε πάρει τα προηγούμενα χρόνια, πλέον δεν είχε μείνει τίποτα. Το μόνο που κατάφερνε ήταν να συσπειρώνει τους πεισμένους ψηφοφόρους του, χωρίς να προσθέτει νέους. Την ίδια στιγμή, αυτή η ρητορική δεν μπορούσε να συνομιλήσει καθόλου με τη νεολαία ενώ παράλληλα αποξένωνε αριστερούς ψηφοφόρους. Ταυτόχρονα, οι προτάσεις πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ για μείωση των ειδικών φόρων κατανάλωσης και του ΦΠΑ, αλλά και για τις συντάξεις, ακούγονταν μη πειστικές στους εν δυνάμει ψηφοφόρους, αφού επί 4 χρόνια η αξιωματική αντιπολίτευση δεν επέλυσε ζητήματα αξιοπιστίας. Στην πραγματικότητα, δεν προσπάθησε καν.
Φυσικά υπάρχουν περισσότεροι λόγοι που ερμηνεύουν το αποτέλεσμα. Πρέπει να σημειώσουμε, όμως, ότι για πρώτη φορά μεταπολιτευτικά (με εξαίρεση το 1990, πάλι με απλή αναλογική), τα κόμματα της Δεξιάς/Κεντροδεξιάς εκλογικά υπερτερούν από τα κόμματα της Αριστεράς/ Κεντροαριστεράς. Αυτό αποτελεί μία κρίσιμη στιγμή, επειδή στον χώρο της τελευταίας δεν διαφαίνεται να υπάρχει ανταγωνιστική δύναμη απέναντι στη Νέα Δημοκρατία.
Ενόψει των επερχόμενων, δεύτερων εκλογών χτυπάνε πολλαπλά καμπανάκια για τον προοδευτικό χώρο και θα κριθεί για τη στάση του απέναντι στα σημαντικά διακυβεύματα. Με δεδομένα τα πεπραγμένα της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας στην προηγούμενη περίοδο στο επίπεδο των υποκλοπών, του κράτους δικαίου αλλά και του ελέγχου του δημόσιου βίου, η διολίσθηση μπορεί να γίνει ανεξέλεγκτη με αυτά τα ποσοστά. Σαφώς, στις δημοκρατίες αποφασίζουν οι πολίτες μέσω των εκλογών όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι και ο Όρμπαν δημοκρατικά εκλεγμένος είναι, και μάλιστα με πολύ μεγάλο ποσοστό.
Ο Γαβριήλ Σακελλαρίδης είναι Διευθυντής του Eteron-Ινστιτούτο για την Έρευνα και την Κοινωνική Αλλαγή
Αναδημοσίευση από το KREPORT