Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ότι η εκλογική νίκη του Κιλιτσντάρογλου θα είναι μια νίκη της δημοκρατίας, ότι η Τουρκία θα αλλάξει άρδην προς το καλύτερο (όπως αφήνεται να εννοηθεί) ή, αντίθετα, ότι μια εκλογική νίκη του Ερντογάν δεν συνεπάγεται παρά μόνο το χειρότερο.
Οι τουρκικές εκλογές της προπερασμένης Κυριακής αποτελούν ορόσημο τόσο για την εγχώρια τουρκική πολιτική όσο και για τη διεθνή. Το 2023 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας και τη δημιουργία του τουρκικού έθνους-κράτους.
Αυτά τα 100 χρόνια έχουν περάσει από την ηγεσία της χώρας 12 κυβερνήσεις και 17 πολιτικοί (και στρατιωτικοί) ηγέτες, έχουν πραγματοποιηθεί πέντε απόπειρες ανατροπής τους και δύο στρατιωτικά πραξικοπήματα. Πρόκειται για μια ταραγμένη δημοκρατία, ενός κοσμικού μουσουλμανικού κράτους με μειονότητες, οικονομικά προβλήματα, επιδιώξεις, πόλωση μεταξύ των κοσμικών και των βαθειά θρησκευόμενων και εσωτερικό αναβρασμό.
Στις 14 Μαΐου ο τουρκικός λαός κλήθηκε να αποφασίσει για το μέλλον της χώρας. Οι επιλογές των ψηφοφόρων ήταν στην ουσία τρεις: ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης – AKP), ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου (Ρεπουμπλικανικό Λαϊκό Κόμμα – CHP) και ο Σινάν Ογάν (Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης – MHP). Ο τέταρτος υποψήφιος, Μουχαρέμ Ιντζέ (Κόμμα Πατρίδας – Memleket Partisi), λίγες μέρες πριν από τη διεξαγωγή των εκλογών ανακοίνωσε την αποχώρησή του από την εκλογική αναμέτρηση.
Το ποσοστό συμμετοχής στις φετινές εκλογές ανήλθε στο 88% περίπου του εκλογικού σώματος, το οποίο αντιστοιχεί σε 54 εκατομμύρια ψηφοφόρους περίπου. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κάλπης, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν συγκέντρωσε το 49,4% των ψήφων (26.576.075 ψήφους), ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου το 44,96% με 24.238.019 ψήφους, ο Σινάν Ογάν το 5,2% με 2.815.074 ψήφους και ο Μουχαρέμ Ιντζέ, παρόλο που είχε αποσυρθεί από τον εκλογικό στίβο, το 0,43% με 231.149 ψήφους.
Σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το ειδησεογραφικό πρακτορείο Anadolu, τα δυτικά παράλια, η Άγκυρα, το μεγαλύτερο μέρος του Νότου, από το Αϊδίνι μέχρι την Αντιόχεια και στα ανατολικά από το Μαρντίν και το Ντιγιάρμπακιρ μέχρι το Καρς στα σύνορα με την Αρμενία, ψήφισαν Κιλιτσντάρογλου. Από την άλλη, όλος ο Βορράς, εκτός από τα δυτικά και τα ανατολικά άκρα, και όλη η κεντρική Τουρκία ψήφισαν Ερντογάν. Παραδοσιακά, οι γενέτειρες τον δύο αντιμαχόμενων, Ρίζε και Τουντσελί, υποστήριξαν η καθεμία τους υποψηφίους με τους οποίους είναι συνδεδεμένες. Στο Ρίζε ο Ερντογάν έλαβε 72,81%, ενώ στο Τουντσελί μόλις 16,20%.
Δεν προκαλεί εντύπωση η άνοδος του ποσοστού του Κιλιτσντάρογλου στο Νότο, καθώς αυτές ήταν κατά κύριο λόγο οι περιοχές που επλήγησαν από τους καταστροφικούς σεισμούς πριν από μερικούς μήνες. Ωστόσο αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μια από τις πιο σφοδρά πληγείσες περιοχές, το Καχραμανμαράς, στο οποίο ακόμη μεγάλος αριθμός πολιτών μένει σε αντίσκηνα, υποστήριξε τον Ερντογάν με ποσοστό 71,88%. Από την άλλη, οι κουρδικές περιοχές του νότου υποστήριξαν ανεξαιρέτως τον Κιλιντζάρογλου με εξαιρετικά υψηλά ποσοστά. Αυτό είναι λογικό, καθώς οι Κούρδοι της Τουρκίας, τόσο κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στη Συρία όσο και πριν από αυτόν, δεν αντιμετωπίζονται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο από την κυβέρνηση Ερντογάν. Το PKK (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα) χαρακτηρίστηκε τρομοκρατική οργάνωση και απαγορεύτηκε διά νόμου ήδη κατά τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης Ερντογάν (2004), ενώ το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα (HDP), το οποίο στηρίζει τον κουρδικό αγώνα, είναι σχεδόν αποκλεισμένο, καθώς ο ηγέτης του Σελαχατίν Ντεμιρτάς βρίσκεται στη φυλακή από το 2016 με την κατηγορία υποστήριξης των Κούρδων ανταρτών στο Κομπάνι.
Αυτά τα 20 χρόνια της ηγεσίας Ερντογάν σημαδεύτηκαν από πολλές επιτυχίες στην εξωτερική πολιτική, στην οικονομία μέσω ξένων επενδύσεων και εισροή κεφαλαίου, αλλά και από πολλά δεινά, όπως πληθωρισμός, πτώση του βιοτικού επιπέδου, απώλειες λόγω πολέμων και καταστροφών καθώς και άλλα, τα οποία μαστίζουν μέχρι και σήμερα τον τουρκικό λαό στο εσωτερικό της χώρας.
Η πρώτη εκλογική αναμέτρηση απέβη άκαρπη, καθώς κανένας από τους δύο κεντρικούς υποψηφίους δεν κατάφερε να κατοχυρώσει ποσοστό άνω του 50% παρά τις δημοσκοπήσεις που ήθελα τον Κιλιτσντάρογλου νικητή από τον πρώτο κιόλας γύρο. Στις 28 Μαΐου θα πραγματοποιηθεί ο δεύτερος γύρος, και οι προσπάθειες για συμμαχίες έχουν κιόλας αρχίσει. Ο Ογάν, ο οποίος έχει γίνει το πρόσωπο των ημερών στη διχασμένη Τουρκία με το «μαγικό» 5%, δήλωσε ανοιχτά ότι είναι διατεθειμένος να υποστηρίξει τον Κιλιτσντάρογλου, εφόσον εκείνος κόψει κάθε δεσμό με το HDP.
Λέγεται ότι ο δεύτερος γύρος είναι μια δεύτερη ευκαιρία για ουσιαστική δημοκρατία, ωστόσο ποιο θα είναι το κόστος;
Πριν από έναν χρόνο περίπου, όταν ο Ερντογάν έλεγε ότι «θα έρθει νύχτα στην Ελλάδα», ο Κιλιτσντάρογλου τον υποστήριξε ανοιχτά στο κοινοβούλιο λέγοντάς του ότι «θα σε στηρίξουμε». Σαν να έλεγε: «Πήγαινε, εδώ είμαστε εμείς». Αυτό είναι και το σύνθημά του στις εκλογές («biz buradayiz»), δηλαδή «εδώ είμαστε, εμπιστευτείτε μας». Ενδεχομένως να είναι καλύτερη η επικράτησή του έναντι του Ερντογάν, τόσο για τον τουρκικό λαό όσο και για τη διεθνή πολιτική σκηνή και ισορροπία, καθώς το κεμαλικό κόμμα (CHP) είναι φίλα προσκείμενο στη Δύση και την ΕΕ, ωστόσο ας μη λησμονούμε ότι η ουσιαστική διαφορά έγκειται πιο πολύ στα «μέσα» (θρησκεία, οικονομικά μοντέλα, συμμαχίες κ.ά.) και όχι στους σκοπούς (περιφερειακή ηγεμονία, αύξηση στρατιωτικής ισχύος, διπλωματική ευελιξία μεταξύ Ανατολής και Δύσης κ.ά.).
Σε δύο εβδομάδες λοιπόν ο τουρκικός λαός θα κληθεί να ψηφίσει και πάλι και να επιλέξει μεταξύ δύο φαινομενικά εντελώς αντίθετων ηγετών, οι οποίοι όμως έχουν ως κύριο γνώμονα το εθνικό συμφέρον, την εισαγωγή κεφαλαίων και την ισχυρή παρουσία στην περιφέρεια. Ζούμε σε ενδιαφέροντες καιρούς και το μέλλον είναι απρόβλεπτο. Κανείς δεν μπορεί να προδικάσει ότι η εκλογική νίκη του Κιλιτσντάρογλου θα είναι μια νίκη της δημοκρατίας, ότι η Τουρκία θα αλλάξει άρδην προς το καλύτερο (όπως αφήνεται να εννοηθεί) ή, αντίθετα, ότι μια εκλογική νίκη του Ερντογάν δεν συνεπάγεται παρά μόνο το χειρότερο.
Παρ’ όλα αυτά, είναι μια ιστορικής σημασίας ευκαιρία για την Τουρκία, που δεν ξέρουμε αν θα της δοθεί ξανά, να αναθεωρήσει κάποιες θέσεις και επιλογές, να περιορίσει την απόσταση μεταξύ ισλαμικού καθεστώτος και κοσμικού κράτους και να προσπαθήσει να γιατρέψει τις πολυάριθμες ανοιχτές πληγές της.
* Η Ηλέκτρα Νησίδου είναι πολιτική επιστήμονας, MSc Διεθνής Διακυβέρνηση & Πολιτική, επιστημονική συνεργάτιδα του ΕΝΑ