Πολλοί ήταν εκείνοι που θεωρούσαν ότι η κρίση της Ευρωζώνης το 2010 θα σηματοδοτούσε μια νέα περίοδο για τον προϋπολογισμό της ΕΕ έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η μεγάλη ύφεση που μάστιζε την Ευρώπη. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Της Χρύσας Παπαλεξάτου
Τις αλλαγές που δεν κατόρθωσε να φέρει η οικονομική κρίση στον προϋπολογισμό της ΕΕ, τις έφερε η πανδημία. Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ιστορική απάντηση για να αντιμετωπιστεί ο οικονομικός αντίκτυπος που είχε ο COVID-19 στα κράτη μέλη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση δανείζεται €750 δισεκατομμύρια από τις αγορές και τα δίνει στα κράτη μέλη της είτε ως απευθείας χρηματοδότηση είτε ως δάνεια μέχρι το τέλος του 2026 αλλά χωρίς τη σκληρή “αιρεσιμότητα” των μνημονίων (τη συμμόρφωση δηλαδή των δανειοληπτριών χωρών με συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις).
Οι χώρες της ΕΕ υπέβαλαν εθνικά σχέδια ανάκαμψης και ανθεκτικότητας που περιγράφουν τις μεταρρυθμίσεις και τα έργα δημοσίων επενδύσεων που σχεδιάζουν να εφαρμόσουν με την υποστήριξη του Ταμείου Ανάκαμψης. Η εκταμίευση των πόρων συνδέεται με τους στόχους οι οποίοι εξαρτώνται από την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο αυτών των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης και ανθεκτικότητας. Για την αξιολόγηση των μεταρρυθμίσεων και την παρακολούθηση της προόδου των κρατών μελών, συνεργάζεται η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου.
Η Ελλάδα είναι η χώρα που αναλογικά θα λάβει την υψηλότερη χρηματοδότηση από το Ταμείο Ανάκαμψης, περίπου 17% του ΑΕΠ της και ανήκει στις χώρες (μαζί με την Ιταλία και τη Ρουμανία) που έχουν ζητήσει ήδη το πλήρες ποσό των δανείων που τους αναλογεί. Το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί ιστορική ευκαιρία για έργα και μεταρρυθμίσεις όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για κάθε κράτος μέλος, στην εποχή της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης, της ενεργειακής κρίσης, και των πληθωριστικών πιέσεων.
Τα πολλά κονδύλια σημαίνουν και νέες ευθύνες για την ΕΕ. Τα κοινοτικά εργαλεία και οι κοινοτικές χρηματοδοτήσεις θα πρέπει να διασφαλίζουν την προώθηση των θεμελιωδών αξίων της ένωσης. Ήδη από το 2021 ο προϋπολογισμός της Ένωσης διαθέτει πρόσθετο επίπεδο προστασίας σε περιπτώσεις παραβιάσεων των αρχών του κράτους δικαίου οι οποίες επηρεάζουν ή απειλούν να επηρεάσουν τα οικονομικά συμφέροντα της ΕΕ. Αυτό το νέο καθεστώς αιρεσιμότητας επιτρέπει την διακοπή της χρηματοδότησης κρατών μελών από τους ευρωπαϊκούς πόρους όταν υπάρχουν διαπιστωμένες παραβιάσεις του κράτους δικαίου.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι το Συμβούλιο ενέκρινε το Ουγγρικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας αλλά προστέθηκε μια εντελώς νέα συνιστώσα μέτρων που περιέχει μεγάλο αριθμό από τα επονομαζόμενα “υπέρ-ορόσημα” που σχετίζονται με το κράτος δικαίου και την δικαστική ανεξαρτησία, χωρίς την υλοποίηση των οποίων δεν θα επιτρέπεται καμία πληρωμή από το Ταμείο Ανάκαμψης. Το Πολωνικό σχέδιο ανάκαμψης περιέχει επίσης δύο ορόσημα που πρέπει να εκπληρωθούν πριν από την υποβολή της πρώτης αίτησης πληρωμής (και τα δύο σχετίζονται με μεταρρυθμίσεις του δικαστικού σώματος).
Παρότι η αιρεσιμότητα που σχετίζεται με το κράτος δικαίου είναι μεγάλο βήμα για την ΕΕ, υπάρχουν φωνές στην Ένωση που προτείνουν ο μηχανισμός αυτός να επεκταθεί και σε άλλους τομείς πολιτικής. Η Ευρωπαϊκή Συνομοσπονδία Συνδικάτων (ETUC), τονίζει ότι οι ευρωπαϊκοί πόροι θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε όρους που να αντικατοπτρίζουν τους Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης των Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) αλλά και να εξασφαλίζουν τα εργατικά δικαιώματα.
Συγκεκριμένα προτείνουν, οι πόροι που κατευθύνονται απευθείας προς τη βιομηχανία (π.χ στο πλαίσιο της “Προσαρμογής στον στόχο του 55%”, ή της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας) να διατίθενται μόνο σε εταιρείες που θα σέβονται τα δικαιώματα των εργαζομένων και τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να προσφέρουν ευκαιρίες για επανεκπαίδευση και κατάρτιση υψηλής ποιότητας. Επίσης, οι δημόσιες αρχές θα πρέπει να κατευθύνουν τους πόρους σε κοινωνικά υπεύθυνες δημόσιες συμβάσεις για την αποτελεσματική προώθηση των κοινωνικών στόχων και εργασιακών προτύπων. Επιπρόσθετα, τονίζεται η σημασία της ουσιαστικής συμμετοχής των κοινωνικών εταίρων στον προγραμματισμό, τη διαχείριση, την παρακολούθηση και την αξιολόγηση της χρηματοδότησης της ΕΕ. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της ETUC, η συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων στη φάση του σχεδιασμού των εθνικών σχεδίων ανάκαμψης ήταν σε μεγάλο βαθμό μη ικανοποιητική, παρά τις συστάσεις και τις κατευθυντήριες γραμμές που δόθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Οι προτάσεις αυτές μπορεί να ακούγονται πολιτικά φιλόδοξες, αλλά η ΕΕ ήδη έχει κάνει σημαντικά βήματα στη σύνδεση των κοινοτικών πόρων με κοινωνικούς στόχους. Η “κοινωνική αιρεσιμότητα”, η οποία συνδέει τα πρότυπα εργασίας και απασχόλησης με τις επιδοτήσεις της ΕΕ, θα είναι πλέον μέρος της Κοινής Γεωργικής Πολιτικής ξεκινώντας από το 2023. Οι αγρότες δηλαδή που θα απασχολούν εργάτες γης θα έχουν υποχρέωση να παρέχουν καλές συνθήκες εργασίας, για να λαμβάνουν επιδοτήσεις.Επίσης, με την οδηγία για τους κατώτατους μισθούς, η ΕΕ ήδη προωθεί την αύξηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
Με τους μισθούς να υπολείπονται τόσο πολύ από το κόστος ζωής για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα, η πρόταση για επέκταση της “κοινωνικής αιρεσιμότητας” και σε άλλες δαπάνες του προϋπολογισμού θα πρέπει να αποτελέσει τροφή για σκέψη. Σε μια περίοδο που η Ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αναμένεται να αυξηθεί σημαντικά για να εξυπηρετήσει τη διπλή μετάβαση προς την πράσινη και ψηφιακή οικονομία το ζήτημα είναι ιδιαίτερα επίκαιρο.
* Η Χρύσα Παπαλεξάτου είναι Υπότροφος της Ερευνητικής Έδρας Α. Γ. Λεβέντη στο Παρατηρητήριο Ελληνικής & Ευρωπαϊκής Οικονομίας του ΕΛΙΑΜΕΠ
Πρώτη δημοσίευση στο Capital.gr