Σε λίγες ώρες θα γνωρίζουμε ποιος θα βρίσκεται στο τιμόνι της Τουρκίας για τα επόμενα χρόνια. Το πιθανότερο είναι ότι ο Ταγίπ Ερντογάν θα επικρατήσει τελικά και αν όλα εξελιχθούν ομαλά, θα συμπληρώσει πάνω από 25 χρόνια στην ηγεσία της χώρας.
Κώστας Υφαντής*
Ο Τούρκος ηγέτης έχει ήδη καταφέρει να σταθεί απέναντι και για πολλούς συμπατριώτες του να υπερβεί την κληρονομιά του Μουσταφά Κεμάλ. Σε αυτά τα 25 χρόνια η Τουρκία έχει αλλάξει και θα συνεχίσει να αλλάζει. Μια συντηρητική, θρησκευόμενη και με αντιδυτικά αντανακλαστικά κοινωνική πλειοψηφία, ιδιοσυγκρασιακά λούμπεν, – για όσες και όσους προτιμούν μια μαρξιστική ανάλυση – αλλά πλέον πολιτικά κυρίαρχη υπό την καθοδήγηση και την πατρική αιγίδα του Προέδρου Ερντογάν καθορίζει την πορεία της χώρας.
Βασικό χαρακτηριστικό ένας επίμονα ανώριμος – σχεδόν προνεωτερικός – εθνικισμός που «εμβολιάζει» σχεδόν κάθε πολιτικό λόγο, είτε από την κυβερνώσα συμμαχία AKP-MHP είτε από την συνασπισμένη αντιπολίτευση. Εξαίρεση οι διωκόμενες φιλοκουρδικές πολιτικές δυνάμεις, που όμως δεν έχουν άλλη επιλογή.
Μπορεί σε αυτή τη βάση να γίνει μια αξιόπιστη εκτίμηση για την επόμενη μέρα; Στην ελάχιστα πιθανή περίπτωση μιας μεγάλης ανατροπής, η πορεία της Τουρκίας θα εξαρτηθεί από το αποτέλεσμα μιας διττής πολιτικής σύγκρουσης.
Από την μια, ο Πρόεδρος Κιλιτσντάρογλου θα έχει απέναντί του μια απόλυτα εχθρική κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Και παρά τις αρμοδιότητες μιας πανίσχυρης Προεδρίας, η ελεγχόμενη από τον Ερντογάν Εθνοσυνέλευση μπορεί να τον αποσταθεροποιήσει πολιτικά. Από την άλλη, ο ορίζοντας της αντιπολίτευσης είναι σχετικά μικρός. Ο βασικός όρος σύγκλησης είναι η επιστροφή σε ένα κοινοβουλευτικό σύστημα. Με τα συγκεκριμένα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών αυτό μοιάζει πλέον ανέφικτο.
Η συνοχή της θα κριθεί στο αν και σε ποιο βαθμό θα μπορεί να προχωρήσει η «αποερντογανοποίηση» του κρατικού μηχανισμού. Επιπλέον, σε ένα χρόνο θα διεξαχθούν οι αυτοδιοικητικές εκλογές και ακόμη ο Εκρέμ Ιμάμογλου είναι «όμηρος» της ελεγχόμενης από τον Ερντογάν δικαιοσύνης. Η οικονομία και η προοπτική της θα είναι το μεγάλο ζήτημα. Ενώ ήδη έχουν επιβληθεί στοχευμένοι περιορισμοί (capital controls), ο μονόδρομος της επιστροφής στην οικονομική ορθοδοξία θα προκαλέσει μια περίοδο δομικής λιτότητας, ενώ ακόμη και την τελευταία στιγμή λαμβάνει χώρα μια πλειοδοσία παροχών και δημοσιονομικής επέκτασης.
Στην εξωτερική πολιτική, μια νίκη της αντιπολίτευσης, πιθανότατα θα επιταχύνει τις διαδικασίες βελτίωσης των διεθνών σχέσεων της Τουρκίας. Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες θα δώσουν μια σημαντική περίοδο χάριτος στην νέα διακυβέρνηση και το ίδιο θα συμβεί και με περιφερειακούς παίκτες. Στα ελληνοτουρκικά, πιθανότατα το μορατόριουμ να συνεχιστεί και αν πιστέψουμε το προεκλογικό μανιφέστο της αντιπολίτευσης ίσως έχουμε ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια διαδικασία επικοινωνίας που θα θυμίζει τις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Το βασικό σενάριο όμως είναι μια ακόμη νίκη Ερντογάν. Σε αυτή την περίπτωση, τα δεδομένα είναι γνωστά. Στο εσωτερικό, η πορεία προς μια ολοένα και περισσότερο αυταρχική πολιτεία δεν θα ανακοπεί.
Η Τουρκία θα συνεχίσει να διεκδικεί ένα ρόλο αυτόνομο και να απαιτεί τον γεωπολιτικό «σεβασμό» όλων των περιφερειακών παραγόντων και της Δύσης. Θα συνεχίσει την στρατηγική συμπόρευση με την Ρωσία χωρίς να αποσυνδέεται «θεσμικά» από το ΝΑΤΟ και την Δύση. Η «Γαλάζια Πατρίδα» θα παραμείνει ο κύριος άξονας περιφερειακής στρατηγικής και η σε τακτικό επίπεδο η συναλλακτική λογική θα συνεχιστεί.
Στα ελληνοτουρκικά, η ατζέντα είναι γνωστή και δύσκολα θα διαφοροποιηθεί. Αυτό δεν σημαίνει μια αυτόματη επιστροφή σε συνθήκες έντασης και κρίσης. Η «επιθυμία» για διάλογο θα αποτελέσει βασική διπλωματική χειρονομία προς την Ελλάδα. Ακόμη και αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη, η νέα ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ανταποκριθεί. Γι’ αυτό και μια βασική προϋπόθεση είναι η πολιτική σταθερότητα στην χώρα.
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Διευθυντής του ΙΔΙΣ, Πάντειο Πανεπιστήμιο