«Το Brexit απέτυχε». Αυτή είναι τώρα η άποψη του Νάιτζελ Φάρατζ, του ανθρώπου που αναμφίβολα φέρει περισσότερη ευθύνη από οποιονδήποτε άλλον για την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να αποχωρήσει από την ΕΕ. Έχει δίκιο, όχι επειδή οι Τόρις τα έκαναν θάλασσα, όπως νομίζει, αλλά επειδή το Brexit ήταν βέβαιο πως θα πήγαινε στραβά.
του Martin Wolf
Το ερώτημα είναι γιατί η χώρα έκανε αυτό το λάθος. Η απάντηση είναι πως η δημοκρατική μας διαδικασία δεν δούλεψε πολύ καλά. Η προσθήκη δημοψηφισμάτων στις εκλογές δεν λύνει το πρόβλημα. Αλλά η προσθήκη συνελεύσεων πολιτών θα μπορούσε.
Στην αποχαιρετιστήρια ομιλία του, ο Τζορτζ Ουάσιγκτον προειδοποίησε ενάντια στο πνεύμα διχόνοιας. Υποστήριξε πως η «η εναλλασσόμενη κυριαρχία μιας παράταξης επί μιας άλλης… είναι από μόνη της ένας τρομακτικός δεσποτισμός. Αλλά… οι διαταραχές και οι δυστυχίες που προκύπτουν, τείνουν σταδιακά να κάνουν τα μυαλά των ανθρώπων να αναζητούν ασφάλεια και ανάπαυση στην απόλυτη εξουσία ενός ατόμου».
Αν κοιτάξει κάποιος τις ΗΠΑ σήμερα, αυτός ο κίνδυνος είναι προφανής. Στη σημερινή εκλογική πολιτική, η χειραγώγηση των συναισθημάτων ενός λογικά κακώς πληροφορημένου εκλογικού σώματος είναι ο δρόμος προς την εξουσία. Το αποτέλεσμα είναι πιθανόν να κυβερνήσουν αυτοί που έχουν το μεγαλύτερο ταλέντο στη δημαγωγία.
Οι εκλογές είναι απαραίτητες. Αλλά ο ανεξέλεγκτος πλειοψηφισμός είναι καταστροφή. Μια επιτυχημένη φιλελεύθερη δημοκρατία απαιτεί περιοριστικούς θεσμούς: ανεξάρτητη εποπτεία των εκλογών, ανεξάρτητη δικαιοσύνη και ανεξάρτητη γραφειοκρατία. Είναι αυτά αρκετά; Όχι. Στο βιβλίο μου με τίτλο «The Crisis of Democratic Capitalism» συμφωνώ με τον Αυστραλό οικονομολόγο Νίκολας Γκρούεν, που τάσσεται υπέρ της προσθήκης των συνελεύσεων πολιτών ή ενόρκων σωμάτων πολιτών. Αυτά θα εισήγαγαν ένα σημαντικό στοιχείο της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας στην κοινοβουλευτική παράδοση.
Υπάρχουν δύο επιχειρήματα για την εισαγωγή της κλήρωσης στην πολιτική διαδικασία. Πρώτον, αυτές οι συνελεύσεις θα ήταν πιο αντιπροσωπευτικές απ’ όσο θα μπορούσαν να είναι ποτέ οι επαγγελματίες πολιτικοί. Δεύτερον, θα μετρίαζε την επίπτωση της πολιτικής εκστρατείας, που σήμερα είναι πιο στρεβλή λόγω της τέχνης της διαφήμισης και των αλγόριθμων των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Ένας μετριοπαθής τρόπος για να γίνει αυτό είναι η εισαγωγή ενόρκων σωμάτων πολιτών για να συμβουλεύουν επί αμφιλεγόμενων ζητημάτων. Αυτά τα ένορκα σώματα θα ήταν χρονικά περιορισμένα, θα αποζημιώνονταν για τον χρόνο που διαθέτουν και θα τα συμβούλευαν ειδικοί.
Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα ήταν το θέμα των αμβλώσεων στην Ιρλανδία. Το 2016 συστάθηκε μια συμβουλευτική συνέλευση 100 ατόμων, αποτελούμενη από έναν διορισμένο πρόεδρο και 99 απλούς πολίτες που επιλέχθηκαν με κλήρωση. Συμβούλευσε το ιρλανδικό κοινοβούλιο σχετικά με τις αμβλώσεις (τάχθηκε υπέρ της «κατάργησης και αντικατάστασης» της απαγόρευσης που ίσχυε τότε) και σχετικά με το ερώτημα που θα τεθεί στον λαό σε δημοψήφισμα.
Υπάρχουν και άλλα δύσκολα ζητήματα που θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν (ή έχουν αντιμετωπιστεί) με αυτόν τον τρόπο: η φορολόγηση του άνθρακα, η πυρηνική ενέργεια και η μετανάστευση. Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα σώμα ενόρκων πολιτών θα μπορούσε να συγκροτηθεί για να ακούσει μάρτυρες και να συζητήσει τα θέματα σε βάθος. Υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα τέτοιο σώμα ενόρκων πολιτών θα κατέληγε σε διαφορετική απόφαση για το Brexit απ’ ό,τι στο δημοψήφισμα, καθώς οι αποχωρήσαντες θα άλλαζαν γνώμη ως απάντηση στα αποδεικτικά στοιχεία. Οι εν λόγω ένορκοι θα είχαν συμβουλευτικό χαρακτήρα. Αλλά, όπως υποδηλώνει το ιρλανδικό παράδειγμα, οι συμβουλές θα είχαν σημασία λόγω του ποιος τις έδωσε.
Θα μπορούσε κανείς να προχωρήσει πολύ παραπέρα, επιλέγοντας ένα λαϊκό τμήμα του νομοθετικού σώματος. Και αυτό, επίσης, θα μπορούσε να είναι συμβουλευτικό. Αλλά θα μπορούσε να αποφασίσει να διερευνήσει ιδιαίτερα αμφιλεγόμενα ζητήματα ή ακόμη και τη νομοθεσία. Αν έκανε το τελευταίο, θα μπορούσε να ζητήσει την επιστροφή της νομοθεσίας στο νομοθετικό σώμα για μυστική ψηφοφορία, μειώνοντας έτσι τον έλεγχο της κομματικής πολιτικής των παρατάξεων. Η λαϊκή Βουλή θα μπορούσε ακόμη και να έχει εποπτεία σε θέματα όπως η εκλογική ανακατανομή ή η επιλογή δικαστών και αξιωματούχων.
Μια άλλη δυνατότητα θα ήταν να αφήσουμε στη Βουλή αυτή την εποπτεία των δημοψηφισμάτων. Θα ανέλυε τα υποκείμενα ζητήματα, θα συνέτασσε έκθεση και θα συμφωνούσε επί της κατάλληλης πρότασης. Αυτό θα εξάλειφε τον μεγαλύτερο ιστορικό κίνδυνο που ενέχουν τα δημοψηφίσματα: τη χρήση τους για την εγκαθίδρυση δεσποτικού ελέγχου της πολιτικής στο όνομα «της βούλησης του λαού».
Η εισαγωγή των πολιτών απευθείας στην πολιτική διαδικασία, με τον τρόπο που είναι γνωστός από τα σώματα ενόρκων, θα μπορούσε να εισάγει την κοινή λογική του λαού στην πολιτική με τρόπο που θα ήταν συμπληρωματικός προς τις εκλογές των πολιτικών ηγετών.