Γιατί η συζήτηση για την οικονομία αφορά ιδιαίτερα τη χώρα μας -και όλους/ες μας
Της Δανάης Κολτσίδα
Αν και η οικονομία είναι πάντα και παντού ένα πολύ καθοριστικό και συχνά το καθοριστικότερο κριτήριο ψήφου, στις επικείμενες εκλογές -όπως και σε αυτές που προηγήθηκαν- και στη χώρα μας αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία.
Πρώτον, γιατί βρισκόμαστε ακόμα στο μέσο ενός κύματος ακρίβειας. Και, ναι μεν ο πληθωρισμός έχει αποκλιμακωθεί συγκριτικά με τους προηγούμενους μήνες, χωρίς ωστόσο να επανέλθει στα προ του 2022 επίπεδα, όμως τόσο ως φαινόμενο γενικά όσο και η κλαδική σύνθεσή του, οι τομείς δηλαδή που τροφοδοτούν την αύξησή του δεν είναι αδιάφορο κοινωνικά και οικονομικά. Ως γνωστόν, ο πληθωρισμός γενικά πλήττει ανισοβαρώς τα νοικοκυριά, κάτι που γίνεται ακόμη χειρότερο στην τρέχουσα συγκυρία, κατά την οποία ο κλάδος λ.χ. των τροφίμων είναι αυτός που με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει τη μεγαλύτερη αύξηση τιμών. Με απλά λόγια: Ένας άνθρωπος με μηνιαίο εισόδημα 800 ευρώ που ξόδευε στο σουπερμάρκετ 200 ευρώ το μήνα πριν δύο χρόνια και σήμερα καλείται να ξοδέψει 250, επιβαρύνεται με 50 ευρώ το μήνα ή 6,25% του εισοδήματός του, χωρίς φυσικά να έχει την επιλογή να σταματήσει να τρώει, για προφανείς λόγους. Αντίθετα, ένας άνθρωπος με μηνιαίο εισόδημα 3000 ευρώ το μήνα, καθώς τρώμε όσο χρειάζεται για να ζήσουμε και όχι όσο μας επιτρέπουν τα εισοδήματά μας, ξόδευε επίσης 200 ευρώ το μήνα για διατροφή και άρα επιβαρύνεται με 50 ευρώ το μήνα, το οποίο όμως αντιστοιχεί σε μόλις 1,67% του εισοδήματός του. Άρα, ο οικονομικά ασθενέστερος πλήττεται από τον πληθωρισμό στα τρόφιμα περίπου 4 φορές παραπάνω.
Δεύτερον, αν τα παραπάνω ισχύουν και για άλλες χώρες της Ευρώπης, ειδικά η ελληνική κοινωνία ξεκινάει από μια πολύ χαμηλότερη συγκριτικά αφετηρία, που στερεί από μεγάλο μέρος των πολιτών το “δίχτυ ασφαλείας” που απολαμβάνουν οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες σε άλλες χώρες. Και μάλιστα, όχι μόνο λόγω της μείωσης των κρατικών μεταβιβάσεων και εν γένει των δημοσίων δαπανών για υπηρεσίες κ.λπ., στο πλαίσιο της δημοσιονομικής εξυγίανσης των προηγούμενων περιόδων, αλλά και λόγω της απώλειας του ιδιωτικού “μαξιλαριού”. Από το 2012 μέχρι και το 2019, λόγω της απότομης μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών εξαιτίας της κρίσης και της πολιτικής λιτότητας που εφαρμόστηκε, η οποία ανάγκασε τα νοικοκυριά να “βάλουν χέρι”, όπως λέγεται, στις καταθέσεις τους για να καλύψουν τις ανάγκες τους, οι ιδιωτικές καταθέσεις μειώθηκαν κατά περίπου 38 δισεκατομμύρια ευρώ. Η τάση αυτή ανακόπηκε από το 2017 και μετά, με τη βελτίωση των εισοδημάτων και γενικά της κατάστασης της οικονομίας, και κυρίως μετά την πανδημία, καθώς τα lockdowns και το πάγωμα της οικονομικής δραστηριότητας είχε ως αποτέλεσμα οι άνθρωποι να κινούνται λιγότερο, να καταναλώνουν λιγότερο και άρα να αποταμιεύουν περισσότερο, ωστόσο και πάλι αυτό αφορούσε τα μεσαία και ανώτερα εισοδήματα. Σήμερα δε, εξαιτίας ακριβώς του πληθωρισμού, οι καταθέσεις των νοικοκυριών καταγράφουν και πάλι πτωτική τάση, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, ενώ σχεδόν 3 στους 4 καταθέτες (72,5%) έχουν λιγότερο από 1000 ευρώ στην τράπεζα σύμφωνα με όσα δημοσιοποίησε το Ταμείο Εγγύησης Καταθέσεων και Επενδύσεων. Και πάλι με απλά λόγια: σύμφωνα με παλιότερη (2020) έρευνα του Ινστιτούτου Bruegel -από την οποία όμως δεν άλλαξαν και πολλά συγκριτικά- περισσότεροι/ες από τους μισούς Έλληνες και Ελληνίδες δεν θα μπορούσαν να ζήσουν δύο μήνες πληρώνοντας διατροφή και λογαριασμούς μόνο με τις καταθέσεις τους και χωρίς άλλο εισόδημα, φέρνοντας την Ελλάδα στην 5η χειρότερη θέση μεταξύ των 20 ευρωπαϊκών χωρών που μελετήθηκαν. Δηλαδή, αν αύριο σταματούσαμε να δουλεύουμε ή να πληρωνόμαστε από τη δουλειά μας, οι περισσότεροι και περισσότερες δεν θα καταφέρναμε να φτάσουμε ως τον Δεκαπενταύγουστο με όσα έχουμε στην άκρη…
Τρίτον, όλα τα παραπάνω δυστυχώς δεν αφορούν όλες και όλους το ίδιο. Η Ελλάδα παραμένει μία από τις χώρες με υψηλά επίπεδα ανισότητας εισοδήματος Η πολύ σημαντική μείωση κατά περισσότερο από 9% του σχετικού δείκτη (Gini Coefficient) που επιτεύχθηκε την περίοδο 2015-2019, ακυρώθηκε την τετραετία που προηγήθηκε, με τις ανισότητες να παίρνουν ξανά την ανηφόρα. Η διατήρηση και πολύ περισσότερο η αύξηση της ανισότητας, σημαίνει πρακτικά ότι η όποια βελτίωση της πορείας της οικονομίας, η όποια ανάπτυξη δεν πρόκειται να μας ωφελήσει όλες και όλους, αν δεν αλλάξει κάτι.
Γιατί κάποιοι δεν θέλουν να συζητήσουμε γι’ αυτά
Αν όμως έτσι έχει η κατάσταση, αν πράγματι η οικονομία είναι έτσι -όχι μόνο στη “μεγάλη εικόνα” της αλλά και σε όσα αφορούν την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, την “τσέπη” του καθενός και της καθεμίας, με βάση την οποία άλλωστε ψηφίζουμε, σύμφωνα με την κοινή σοφία- πώς συζητάμε γι’ αυτά μπροστά στις εκλογές;
Τις προηγούμενες μέρες, η δημόσια συζήτηση περιστράφηκε γύρω από το θέμα της φορολογίας, του θεσμού δηλαδή που ανάγεται στον πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας και της λειτουργίας των κρατών παραδοσιακά (η νομιμοποίηση προς είσπραξη φόρων και η πραγματική ικανότητα είσπραξής τους αποτελεί ένα από τα πρώτα ιστορικά χαρακτηριστικά του κρατικού, με την ευρεία έννοια, φαινομένου) και ίσως του πιο σημαντικού εργαλείου που έχει ένα κράτος στα χέρια του για να ασκήσει τις πολιτικές που πρέπει/θέλει.
Ωστόσο, στη χώρα μας η συζήτηση αυτή επιχειρήθηκε με όρους “μπαμπούλα” και ηθικού πανικού. Η Νέα Δημοκρατία αποφεύγει να συζητήσει επί της ουσίας και σε βάθος για την πρότασή της για την οικονομία -γιατί τότε θα φαινόταν, ειδικά τώρα που οι δημοσιονομικοί περιορισμοί φαίνεται να επανέρχονται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι το μόνο της πρόγραμμα είναι ένας ακραίος, κυνικός νεοφιλελευθερισμός. Που αντιλαμβάνεται την ανισότητα ως “φυσικό φαινόμενο”, που ευαγγελίζεται τον ατομικό δρόμο προς την επιτυχία, αλλά τελικά επιδιώκει τη μεταβίβαση στον καθένα και στην καθεμία μας της “ατομικής ευθύνης” για οτιδήποτε πάει στραβά, που εχθρεύεται κάθε τι δημόσιο, που βλέπει το κοινωνικό κράτος ως ένα ελάχιστο πλαίσιο προστασίας μόνο των πιο ευάλωτων και μόνο σε ακραίες περιπτώσεις και όχι ως κάτι που συνοδεύει τον καθέναν και την καθεμία μας σε κάθε στάδιο της ζωής μας, σε κάθε ανάγκη, σε κάθε ευχάριστη (όπως π.χ. η γέννηση ενός παιδιού) ή δυσάρεστη (όπως μια μικρή ή μεγάλη ασθένεια, μια προσωρινή ή μόνιμη αναπηρία) κατάσταση, που αντιμετωπίζει το κράτος ως λάφυρο για την ικανοποίηση των αναγκών πλουτισμού πολιτικών και προσωπικών φίλων. Μία πρόταση που συστηματικά μεθοδεύει τη μεγαλύτερη ίσως αναδιανομή πλούτου και ωφελειών από τους “κάτω” προς τους “πάνω” που έχουμε δει σε κανονικές συνθήκες.
Έτσι, μη θέλοντας να συζητήσει για όλα αυτά, η Νέα Δημοκρατία, με τη στήριξη πάντοτε μιας πολύ μεγάλης μερίδας των ΜΜΕ, προσπαθεί με κραυγές και διαστρεβλώνοντας τις προτάσεις της αντιπολίτευσης, να τρομάξει τους πολίτες. Να τους πει ότι περίπου ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, έρχεται να τους αρπάξει το βιος. Και, παρ’ όλο που αυτό έχει αναλυτικά απαντηθεί και τεκμηριωθεί, το σίγουρο είναι ότι για άλλη μια φορά, σε μια σημαντική καμπή τόσο για τη χώρα συνολικά όσο και για τις προσδοκίες που μπορεί να έχει ο καθένας και η καθεμία από τη ζωή του/της, επιχειρείται να μην γίνει μια συνολική συζήτηση περί της οικονομικής, με την πολύ ευρεία έννοια, πολιτικής που προτείνει κάθε κόμμα και, κυρίως, για την πρακτική επίπτωση που έχει αυτή στη ζωή των ανθρώπων.
Πώς τα προγράμματα των κομμάτων -και οι πολιτικές τους- επηρεάζουν την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών;
Πώς όμως επηρεάζεται στην πραγματικότητα η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών; Τι είναι αυτό που θα έπρεπε να δει ένας πολίτης, πέρα από τις κραυγές στην τηλεόραση;
Προφανώς αυτό δεν μπορεί να απαντηθεί στο πλαίσιο ενός άρθρου -αλλιώς δεν θα είχε νόημα η δημόσια συζήτηση που προαναφέρθηκε-, ωστόσο παρακάτω υπάρχουν μερικά παραδείγματα.
Πρώτα απ’ όλα, κεντρικό είναι το ερώτημα των εισοδημάτων. Εδώ το ένα θέμα είναι η αύξηση του ύψους των μισθών, με προτεραιότητα στον κατώτατο, αλλά και σε κατηγορίες εργαζομένων -όπως ενδεικτικά οι δημόσιοι υπάλληλοι, που δεν έχουν λάβει αυξήσεις εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια, με αποτέλεσμα, όπως έδειξε η ετήσια έρευνα του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς και της Prorata για την ελληνική αγορά εργασίας, περισσότεροι/ες από 8 στους 10 να μην μπορούν να ανταπεξέλθουν στις βιοτικές τους ανάγκες με μόνο τον μισθό τους.
Ωστόσο, το θέμα της αύξησης και της προστασίας των μισθών, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα μιας απόφασης που θα ορίζει π.χ. τον κατώτατο μισθό σε Χ επίπεδα. Ζητήματα όπως η ρύθμιση της αγοράς εργασίας, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις, οι μηχανισμοί προστασίας των εργασιακών δικαιωμάτων και ελέγχου τήρησης της εργατικής νομοθεσίας, όπως το ΣΕΠΕ, είναι κάθε άλλο παρά άσχετα με την “τσέπη” των πολιτών: εξασφαλίζουν τη διαπραγματευτική θέση των εργαζομένων και, τελικά, την προστασία των εισοδημάτων τους.
Αντίστοιχα, σε ό,τι αφορά στο εισόδημα των ελεύθερων επαγγελματιών και των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, ζητήματα που εκ πρώτης όψεως είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς ότι τον/την αφορούν, είναι τελικά κρίσιμης σημασίας. Σε μια περίοδο λόγου χάρη που οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δέχονται μεγάλες πιέσεις λόγω του πληθωρισμού και όχι μόνο -καθώς πίεση τους ασκεί επίσης ο ανταγωνισμός και οι τάσεις συγκέντρωσης, σε συνδυασμό με τις ανάγκες που γεννά η προσαρμογή τους σε νέες συνθήκες (χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ο ψηφιακός μετασχηματισμός)- η πρόταση για τη δημιουργία δημόσιου πυλώνα στο τραπεζικό σύστημα είναι καθοριστική. Αφορά την πρόσβαση σε δανεισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, τη χρηματοδότηση της “πραγματικής οικονομίας” και της υγιούς επιχειρηματικότητας, τη στήριξη της οικονομικής δραστηριότητας και, τελικά, την επιβίωση των επιχειρήσεων που, όπως λέγεται συνήθως, αποτελούν τη “ραχοκοκαλιά” της ελληνικής οικονομίας, έχουν όμως σε μεγάλο βαθμό αποκλειστεί από την πρόσβαση σε χρηματοδοτήσεις.
Το ίδιο ισχύει σήμερα -σε μια περίοδο που το “θεσμικό” (δηλαδή προς το δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις τράπεζες/τα funds) ιδιωτικό χρέος έχει και πάλι αυξηθεί, όπως έδειξε η μελέτη του Νίκου Αστρουλάκη, που δημοσίευσε πρόσφατα το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς- και για την πρόταση περί ρύθμισης των χρεών, αλλαγής του πτωχευτικού νόμου που ψήφισε το 2020 η Νέα Δημοκρατία, προστασίας της πρώτης κατοικίας, αλλά και της επαγγελματικής στέγης και της αγροτικής γης κ.ο.κ.
Το δεύτερο στοιχείο που επηρεάζει άμεσα την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών είναι ασφαλώς αυτό που αποτέλεσε το θέμα των ημερών, η φορολογία. Εδώ η δαιμονοποίηση που επιχειρείται εν γένει των φόρων είναι κάθε άλλο παρά αθώα. Προφανώς σε μια πρώτη και απλοϊκή ανάγνωση κανείς δεν θέλει να δίνει μέρος του εισοδήματός του στο κράτος. Ωστόσο, αυτό που δεν λένε όσοι ονειρεύονται μια κοινωνία μηδενικού φόρου είναι ότι χωρίς φόρους δεν υπάρχουν δημόσιες πολιτικές. Το ποιες θα είναι -αν θα διαθέσουμε τα δημόσια έσοδα στην άμυνα, στην αστυνόμευση, στα σχολεία, στα μέσα μεταφοράς, στα νοσοκομεία, στις συντάξεις, σε δημόσια πάρκα ή σε κοινόχρηστες πισίνες- είναι δική μας απόφαση, προκύπτει μέσα από την πολιτική διαδικασία. Όμως γενικά το πόσους φόρους πρέπει να εισπράξει ένα κράτος εξαρτάται από το τι πολιτικές θέλει να ασκήσει -και άρα τι δαπάνες θέλει να είναι σε θέση να πραγματοποιήσει.
Αυτό που είναι προς πολιτική συζήτηση -και σκοπίμως αποσιωπάται- είναι τι φόρους. Πόσους φόρους, σε ποια βάση και από ποιους θα πρέπει το κράτος να εισπράξει. Και αποσιωπάται ακριβώς γιατί η άποψη της Νέας Δημοκρατίας για τους φόρους και η μέχρι σήμερα πολιτική της είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αφ’ ενός συρρίκωνσης έως εξαφάνισης κάθε δημόσιας πολιτικής και αφ’ ετέρου προκλητικής ελάφρυνσης των “από πάνω” και εξοντωτικής φορολόγησης των (με την πολύ ευρεία έννοια) “από κάτω”.
Πρώτα και κύρια, εξαιτίας της σχέσης έμμεσων και άμεσων φόρων, στην οποία η χώρα μας είναι μεταξύ των αρνητικών πρωταθλητών. Ως γνωστόν, η έμμεση φορολογία είναι πολύ περισσότερο επιβαρυντική με τρόπο αντιστρόφως ανάλογο προς το εισόδημα, με τον ίδιο τρόπο που περιγράψαμε και για τον πληθωρισμό σε βασικά αγαθά παραπάνω. Κάποιος που κερδίζει 800 ευρώ το μήνα και πληρώνει για το μάθημα αγγλικών του παιδιού του 100 ευρώ, μέσω του ΦΠΑ 24% δίνει στο κράτος 3% του εισοδήματός του. Κάποιος που κερδίζει 3000 ευρώ, για το ίδιο μάθημα αγγλικών του παιδιού του, δίνει μέσω του ΦΠΑ στο κράτος μόλις το 0,8%, δηλαδή επιβαρύνεται σχεδόν 4 φορές λιγότερο. Αντίθετα, η άμεση φορολογία -επειδή είναι ποσοστό επί του εισοδήματος- επιβαρύνει το ίδιο τους πάντες ή και περισσότερο τα ανώτερα εισοδήματα, αν είναι προοδευτική η κλίμακα.
Επομένως, και ειδικά σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού, με ιδιαίτερη έμφαση στους τομείς των τροφίμων και της ενέργειας, είναι προφανές ότι η διατήρηση υψηλών συντελεστών σε έμμεσους φόρους (δηλαδή φόρους επί της κατανάλωσης), όπως ο ΦΠΑ και ο ΕΦΚ στο πετρέλαιο, κυριολεκτικά «ροκανίζει» τα εισοδήματα. Και μάλιστα, κυρίως των χαμηλότερων και μεσαίων στρωμάτων, των οποίων τα εισοδήματα κατευθύνονται σχεδόν στο σύνολό τους στην τρέχουσα κατανάλωση, σε αντίθεση με τα πολύ πλούσια νοικοκυριά που αποταμιεύουν ή επενδύουν μεγάλο μέρος των εισοδημάτων τους. Η επίπτωση από αυτή την υπερφορολόγηση δεν αντισταθμίζεται σε καμία περίπτωση από κανενός είδους επιδότηση ή pass -εκτός και της συμβολικής και ηθικής διαφοράς του να επιδοτεί το κράτος την ακρίβεια μέσω χρημάτων που έχει εισπράξει από τους ίδιους τους πολίτες λόγω της υπερφορολόγησης…
Και όλα αυτά, χωρίς να μπούμε -για λόγους χώρου- στη συζήτηση περί της άμεσης φορολογίας (δηλαδή της φορολογίας ανάλογα με το εισόδημα) και τις διαφορετικές πολιτικές προσεγγίσεις που υπάρχουν εκεί, ειδικά σε ό,τι αφορά κάποια αυτοτελώς φορολογούμενα εισοδήματα. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και με το μικρό παράδειγμα της σχέσης έμμεσων και άμεσων φόρων και της διάρθρωσης της έμμεσης φορολογίας, προκύπτει με σαφήνεια το εξής: η φορολογική πολιτική είναι ενιαία, αυτό που συνήθως λέγεται “μείγμα φορολογικής πολιτικής”, ακριβώς γιατί αυτό που έχει τελικά ιδιαίτερη σημασία για κάθε πολίτη ξεχωριστά και για το κοινωνικό σύνολο γενικά είναι το πού δίνεται η έμφαση, ποιοι και ποιες πληρώνουν το μεγαλύτερο φορολογικό τίμημα και μέσα από ποιους μηχανισμούς. Δεν υπάρχει κυβέρνηση που δεν εισπράττει φόρους. Αυτό που διαφέρει είναι πόσα και κυρίως από ποιους. Και είναι αυτό που θα έπρεπε να συζητείται προεκλογικά.
Ένα τρίτο στοιχείο -θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και πολλά περισσότερα- από το οποίο εξαρτάται σε μεσο- και βραχυπρόθεσμο επίπεδο η οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών είναι ένα που συνήθως παραβλέπεται γιατί δεν εγγράφεται στην κίνηση των τραπεζικών λογαριασμών μας είναι όμως καθοριστικής σημασίας. Αφορά τις κάθε είδους κρατικές μεταβιβάσεις και δημόσιες δαπάνες. Για παράδειγμα, η καθολική πρόσβαση σε κοινωνικά αγαθά (π.χ. δημόσια παιδεία και υγεία), η παροχή υψηλής ποιότητας και προσιτών δημόσιων υπηρεσιών σε τομείς όπως οι συγκοινωνίες, δεν είναι -όπως εσφαλμένα παρουσιάζονται- θέματα αρχής ή που αφορούν μόνο τη στήριξη των αδύναμων. Στην πραγματικότητα, οι κρατικές και οι ιδιωτικές δαπάνες είναι μεγέθη σε στενή αλληλεξάρτηση. Το να μη χρειάζεται ένα νοικοκυριό να καταβάλει μέρος των διαθέσιμων πόρων του για την περίθαλψη ή την εκπαίδευση των μελών του, το να μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες μετακίνησής του με ποιοτικά, ασφαλή και οικονομικά ΜΜΜ, αποτελεί μια έμμεση μεταφορά εισοδήματος από το κράτος προς τους πολίτες και αφορά τους πάντες, ίσως εκτός από τους πολύ πλούσιους.
Κι αν σε καθημερινό επίπεδο αυτό είναι πολύ σημαντικό, η έλλειψη αποταμιεύσεων και άλλων ατομικών καταφυγίων οικονομικής ασφάλειας, στα οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, αποκτά εξαιρετική σημασία σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, υγείας ή άλλες. Πρόκειται για αυτό που ξέρουμε -με πικρό τρόπο πολλοί και πολλές- ότι στην έκτακτη ανάγκη, όταν κάποιος στην οικογένεια αρρωστήσει π.χ., θα χρειαστεί “κάτι” να πουλήσεις. Αρκετοί και αρκετές, ειδικά στις νεότερες γενιές, δεν έχουν ούτε αυτό το κάτι, ενώ για την πλειοψηφία των υπόλοιπων -αυτούς που λέμε “μεσαία τάξη”- ήταν το συμπληρωματικό εισόδημα, η ασφάλεια για τα γεράματα ή αυτό που θα άφηναν στα παιδιά τους.
Θα άξιζε να αφιερώσουμε λίγο περισσότερη σκέψη, επιχειρηματολογία και ειλικρίνεια
Τα παραπάνω δεν είναι παρά μια αναγκαστική σταχυολόγηση των πλευρών της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής -στην πραγματικότητα αυτά τα δύο δεν μπορούν να ιδωθούν διακριτά- που θα έπρεπε να απασχολήσουν τη δημόσια προεκλογική συζήτηση, αντί των κραυγών και του ηθικού πανικού που καλλιεργείται τις τελευταίες μέρες, ώστε πράγματι οι πολίτες να μπορέσουν να κατανοήσουν τι διακυβεύεται. Η προσπάθεια που έγινε ήταν να καταδειχθεί πως ένα πολιτικό πρόγραμμα αποτελεί στην πραγματικότητα ένα σύνολο επιλογών, που δεν μπορεί να εξεταστούν αποσπασματικά. Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά άλλων θεμάτων. Για το παραγωγικό μοντέλο, τους θεσμούς, τη δημοκρατία και τα δικαιώματα, την εξωτερική πολιτική και ούτω καθεξής.
Αν η στιγμή των εκλογών συμπυκνώνει τη συλλογική μας αξιολόγηση για την τετραετία που ζήσαμε και, πολύ περισσότερο, τη συλλογική μας βούληση για το πώς θέλουμε να ζήσουμε, όλες και όλοι μαζί και ο καθένας/η καθεμία προσωπικά, θα άξιζε να αφιερώσουμε λίγο περισσότερη σκέψη, επιχειρηματολογία και ειλικρίνεια στα μεγάλα που έχουμε μπροστά μας.
Δανάη Κολτσίδα, διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς,
μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ