Η παρουσίαση του οικονομικού προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Το διακύβευμα των επόμενων εκλογών περιέγραψε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, παρουσιάζοντας το στρατηγικό σχέδιο του κόμματός του για την οικονομία σε ειδική εκδήλωση στο Θέατρο Ρεματιάς Χαλανδρίου.
«Σε αυτές τις εκλογές δεν αποφασίζουμε απλώς για το ποιος θα είναι νικητής και ποιος θα είναι ηττημένος», ανέφερε ο κ. Τσίπρας και πρόσθεσε: « Αποφασίζουμε για το ποιος και πως θα κυβερνήσει τη χώρα την επόμενη τετραετία. Αποφασίζουμε για το μέλλον».
Ακολούθως ο κ. Τσίπρας περιέγραψε το όραμά του για την Ελλάδα του 2027: Έθεσε το ερώτημα «πώς θέλουμε άραγε να είναι η χώρα μας το 2027;» για να απαντήσει: «Η εικόνα που έρχεται στο δικό μου μυαλό είναι αυτή μιας χώρας και μιας κοινωνίας δημοκρατίας και ισότητας. Μιας χώρας και μιας κοινωνίας με λιγότερες ανισότητες. Όπου ο παραγόμενος πλούτος θα αυξάνεται και θα διαμοιράζεται δίκαια και ισότιμα μεταξύ των πολιτών. Σε μια χώρα όπου οι συμπολίτες μας δεν θα πεθαίνουν στην καρότσα ενός αγροτικού, γιατί δεν υπάρχει ασθενοφόρο. Σε μια χώρα και μια κοινωνία που θα φροντίζει τους ανθρώπους της».
«Βρισκόμαστε μόλις 18 μέρες πριν τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Και σε αυτές τις εκλογές δεν κρίνεται απλώς και μόνο η αυριανή κυβέρνηση της χώρας, ο αυριανός Πρωθυπουργός, η κοινοβουλευτική δύναμη των κομμάτων, η σύνθεση του κοινοβουλίου. Κρίνεται κάτι πολύ σημαντικότερο, κάτι πολύ μεγαλύτερο, κάτι που μας αφορά όλες και όλους.
Κρίνεται το ίδιο το μέλλον της χώρας και των πολιτών της. Δεν αποφασίζουμε απλώς για το ποιος θα είναι νικητής και ποιος θα είναι ηττημένος. Αποφασίζουμε για το ποιος και πως θα κυβερνήσει τη χώρα την επόμενη τετραετία.
Αποφασίζουμε για το μέλλον. Επιτρέψτε μου λοιπόν να ξεκινήσω με μερικές εικόνες από το μέλλον. Να ξεκινήσω με τις εικόνες της Ελλάδας και της ελληνικής κοινωνίας στο τέλος της επόμενης τετραετίας. Την Ελλάδα του 2027. Και επιτρέψτε μου αυτές τις εικόνες να τις μοιραστώ μαζί σας», σημείωσε ο Αλέξης Τσίπρας και συνέχισε:
«Ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη την τρέχουσα πολιτική αντιπαράθεση, την προπαγάνδα, τα fake news, τους επαναλαμβανόμενους, σε σημείο ανυπόφορο, καθοδηγούμενους διαξιφισμούς.
Και ας αναρωτηθούμε μαζί:
Πώς θέλουμε άραγε να είναι η χώρα μας το 2027;
Πώς θέλουμε να είναι η κοινωνία μας το 2027 για να αξίζει να ζούμε σε αυτή;
Η εικόνα που έρχεται στο δικό μου μυαλό είναι αυτή μιας χώρας και μιας κοινωνίας δημοκρατίας και ισότητας.
Μιας χώρας και μιας κοινωνίας με δυναμική και με προοπτική.
Μιας χώρας και μιας κοινωνίας με λιγότερες ανισότητες.
Όπου ο παραγόμενος πλούτος θα αυξάνεται και θα διαμοιράζεται δίκαια και ισότιμα μεταξύ των πολιτών.
Δεν θα συσσωρεύεται σε λίγους και εκλεκτούς επιχειρηματικούς ομίλους.
Μιας χώρας και μιας κοινωνίας που θα αναπτύσσει διαρκώς τις παραγωγικές της δυνατότητες, θα έχει αξιοποιήσει τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα, θα πορεύεται με αυτοπεποίθηση και ασφάλεια.
Είναι η εικόνα μιας χώρας με ισχυρούς θεσμούς, εμπεδωμένη δημοκρατία, ισχυρό κοινωνικό κράτος.
Με εργαζόμενους και εργαζόμενες που θα αμείβονται καλύτερα για την δουλειά τους, σε συνθήκες αξιοπρέπειας και ασφάλειας.
Μιας χώρας όπου εργαζόμενοι και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες δεν θα φορολεηλατούνται για να πλουτίζει η ολιγαρχία, αλλά θα συμμετέχουν ισότιμα και αναλογικά στα κοινά βάρη.
Θέλω να ζούμε σε μια χώρα όπου ένα νέο ζευγάρι θα μπορεί να αποκτήσει παιδιά όποτε το επιθυμεί και θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα εξόδα του σούπερ μάρκετ, του ενοικίου, του δανείου, των κοινοχρήστων.
Θέλω να ζούμε σε μια χώρα όπου ένας ηλικιωμένος θα μπορεί να ζει αξιοπρεπώς χωρίς να νιώθει βάρος για την οικογένεια και τα παιδιά του.
Χωρίς να ξεσπιτώνεται για χρέη λίγων χιλιάδων ευρώ.
Σε μια χώρα όπου οι συμπολίτες μας δεν θα πεθαίνουν στην καρότσα ενός αγροτικού, γιατί δεν υπάρχει ασθενοφόρο.
Σε μια χώρα που τα απρόοπτα της ζωής δεν θα τινάζουν στον αέρα προσδοκίες, όνειρα, σχεδιασμούς.
Όπου μια οικογένεια με παιδί με αυτισμό, ή με έναν ηλικιωμένο με ανίατη ασθένεια θα έχει την κρατική στήριξη, τη βοήθεια, την καθημερινή μέριμνα και φροντίδα του κράτους.
Όπου ένας άνθρωπος με αναπηρία θα ζει, θα εργάζεται, θα ψυχαγωγείται και θα διασκεδάζει όπως και κάθε άλλος.
Σε μια χώρα και μια κοινωνία που θα φροντίζει τους ανθρώπους της.
Και για αυτή την χώρα και για αυτή την κοινωνία αξίζει να παλέψουμε.
Γιατί αυτές οι εικόνες από το μέλλον δεν είναι εικόνες μιας ουτοπίας.
Είναι εφικτοί, ρεαλιστικοί στόχοι στον 21ο αιώνα όσο και αν προσπαθούν να μας πείσουν για το αντίθετο.
Εφικτοί και ρεαλιστικοί, όμως υπό μια προϋπόθεση.
Ότι δεν θα συνεχιστεί η πορεία της τελευταίας τετραετίας.
Όπου θα έχει δωρεάν πρόσβαση στον παιδικό σταθμό, στην περίθαλψη, σε σχολεία ποιοτικά και σύγχρονα.
Να ζούμε σε μια χώρα όπου μια νέα επιστημόνισα θα μπορεί να επιλέξει αν το επιθυμεί να μείνει, να δουλέψει, να προσφέρει τις γνώσεις και την ενέργεια της στη συλλογική προσπάθεια για το κοινό καλό και δεν θα αναγκάζεται να μεταναστεύσει για να δει τους κόπους της να ανταμείβονται.
Διότι αν και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ελληνική οικονομία είναι σήμερα ανθεκτικότερη από ότι ήταν 15 χρόνια πριν, αυτό δεν έγινε λόγω της διακυβέρνησης της ΝΔ.
Αντίθετα, ήταν η δική μας κρίσιμη συμβολή που οδήγησε στη ρύθμιση του δημόσιου χρέους, την αποκλιμάκωση της ανεργίας και το νοικοκύρεμα των δημόσιων οικονομικών, που έβαλε τη χώρα σε μια τροχιά ανάταξης και ανάπτυξης, τη σταθεροποίησε και αποκατέστησε την διεθνή της αξιοπιστία.
Ήταν η δική μας διακυβέρνηση που αντιμετώπισε την ανθρωπιστική κρίση, μείωσε τις ανισότητες, περιόρισε την παιδική φτώχεια, έδωσε πρόσβαση στους ανασφάλιστους στο Εθνικό Σύστημα Υγείας.
Ήταν η δική μας κυβέρνηση που για πρώτη φορά στη μεταπολίτευση εκπόνησε ένα συγκροτημένο, μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό σχέδιο.
Ένα σχέδιο μάλιστα που έγινε ακόμα πιο επίκαιρο σήμερα όπου η αγοραία λογική, η πίστη στο αόρατο χέρι της αγοράς που λύνει δήθεν σαν τη θεία πρόνοια όλα τα προβλήματα έχει κλονιστεί παγκοσμίως.
Και η ανάγκη ενός ισχυρού, αποτελεσματικού, παρεμβατικού κράτους κερδίζει έδαφος και μεταξύ των ιδεολογικών αντιπάλων της Αριστεράς.
Και ενώ η ΝΔ για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες ανέλαβε τη διακυβέρνηση σε μια δημοσιονομικά συγκυρία απολύτως ευνοϊκή, δυστυχώς δεν επέλεξε να αξιοποιήσει την ευκαιρία.
Πέντε χρόνια μετά την λήξη των προγραμμάτων προσαρμογής, το κατά κεφαλήν εισόδημα στη χώρα βρίσκεται στο 59% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.
Κατά 18 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερο από το αντίστοιχο του 2007 που ήταν στο 77%.
Χώρες που το 2007 βρίσκονταν σε πολύ χειρότερη θέση από μας, η Πορτογαλία, η Τσεχία, η Σλοβενία μας έχουν ήδη ξεπεράσει.
Ταυτόχρονα το ποσοστό των πολιτών σε κίνδυνο φτώχειας φτάνει το θηριώδες 28,2%.
Απειλή της φτώχειας για έναν στους τρεις Έλληνες
Η απειλή της φτώχειας δηλαδή, χτυπά την πόρτα σε έναν στους τρεις Έλληνες.
Το χειρότερο ποσοστό μεταξύ όλων των χωρών της ΕΕ, που βρίσκει αντίστοιχο μόνο στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
Αυτή η υποβάθμιση της θέσης της χώρας αποτυπώνεται στις χαμηλές αμοιβές των εργαζομένων, και την πλήρη απορρύθμιση της αγοράς εργασίας.
Αποτυπώνεται με τον πιο οδυνηρό τρόπο στην κάκιστη κατάσταση του Εθνικού συστήματος υγείας, που αφέθηκε χωρίς καμία στήριξη την περίοδο της πανδημίας.
Και είναι ακριβώς για αυτό που καταλήξαμε στην πανδημία να έχουμε τους περισσότερους θανάτους ανά εκατομμύριο κατοίκων από ΟΛΕΣ τις άλλες χώρες της ΕΕ.
Αποτυπώνεται επίσης στον τομέα των επενδύσεων, όπου η ΝΔ πανηγυρίζει γιατί αποκρύπτει ότι το σύνολο σχεδόν των επενδύσεων της τελευταίας τετραετίας αφορούσαν ιδιωτικοποιήσεις, επαναγορά τουριστικών ακινήτων και αγορές κόκκινων δανείων από funds.
Και είναι για αυτόν ακριβώς το λόγο που δεν αφήνουν κανένα παραγωγικό αποτύπωμα και εκτοξεύουν για άλλη μια φορά το έλλειμμα εμπορικού ισοζυγίου της χώρας, δημιουργώντας και πάλι κινδύνους που θεωρούσαμε ότι έχουμε ξεπεράσει.
Όπως αποτυπώνεται, τέλος, και στην χαμηλή ποιότητα των υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους και της δημόσιας διοίκησης, αλλά και στην απαξίωση των δημόσιων υποδομών, όπως αποδείχτηκε από την ανείπωτη τραγωδία των Τεμπών.
Αλλά και στην ψηφιακή υστέρηση που οδηγεί στο ένα φιάσκο πίσω από το άλλο.
Με τελευταίο τραγελαφικό παράδειγμα την κατάρρευση του συστήματος της Τράπεζας Θεμάτων που ταλαιπώρησε επί δύο ημέρες δεκάδες χιλιάδες μαθητές.
Η χώρα δεν βρίσκεται σε πορεία σύγκλισης με την Ευρώπη
Όλα αυτά και πολλά άλλα αποτυπώνουν μια και μόνη πραγματικότητα την όποια επιβεβαιώνουν και οι αριθμοί :
Ότι η χώρα δεν βρίσκεται πια σε πορεία σύγκλισης με την Ευρώπη αλλά το αντίθετο.
Η απόσταση μας από τις υπόλοιπες χώρες μεγαλώνει.
Βρισκόμαστε σε πορεία απόκλισης.
Και αυτή πορεία πρέπει να αντιστραφεί.
Αποτελεί κορυφαίο εθνικό στόχο το να αντιστραφεί.
Οι αμοιβές των εργαζομένων και το εισόδημα πρέπει να ενισχυθούν.
Και αυτό δε μπορεί να γίνει όσο οι επισφαλείς σχέσεις εργασίας έχουν καταστεί κανόνας και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν εξαίρεση.
Όσο το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας έχει καταργηθεί και η εργοδοτική ασυδοσία έχει επικρατήσει.
Η ιδέα ότι η οικονομία θα αναπτυχθεί με τη μείωση των πραγματικών μισθών των εργαζόμενων, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων και με μείωση φόρων για τις ελάχιστες επιχειρήσεις είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Η ιδέα ότι η ευημερία θα διαχυθεί σε περισσότερους όσο ο πλούτος συγκεντρώνεται σε λίγους, όπως μας έδειξαν τα τελευταία στοιχεία της ΤτΕ, όπου το 0,7% των πλουσίων κατέχουν το 42% των τραπεζικών καταθέσεων, είναι μια ιδέα επικίνδυνη και καταδικασμένη να μας οδηγήσει σε νέες κρίσεις.
Για αυτό και αυτή η ιδέα, αυτό το σχέδιο πρέπει να ηττηθεί. Και πρέπει να ηττηθεί τόσο στις κάλπες όσο όμως στο πεδίο του καθημερινού πολιτικού και ιδεολογικού αγώνα. Οι έμμεσοι φόροι πρέπει να μειωθούν.
Όσο και αν προσπαθούν οι εκπρόσωποι της ΝΔ, μόνοι απέναντι στο σύνολο των οικονομολόγων όλων των θεωρητικών παραδόσεων και σχολών παγκοσμίως, να μας πείσουν ότι η μείωση των έμμεσων φόρων ευνοεί τους πλούσιους.
Έξι δις περισσότερους φόρους πλήρωσαν οι Έλληνες το τελευταίο 16άμηνο.
Από την υψηλή έμμεση φορολογία.
Με στόχο να δίνονται επιδοτήσεις για να διατηρούν υψηλές τις τιμές οι εταιρίες ενέργειας, διύλισης και εφοδιαστικής αλυσίδας.
Πρόκειται για μια τεράστια αναδιανομή εισοδήματος από τους πολλούς σε λίγους.
Αλλά δεν είναι η μόνη.
Η αναδιανομή ακίνητης περιουσίας που επίκειται με την άρση προστασίας της πρώτης κατοικίας και τη μεταφορά των μη εξυπηρετούμενων δανείων ύψους 40 δις στα funds, επίσης θα είναι πρωτοφανής.
Η μεγαλύτερη στην ιστορία του ελληνικού κράτους μετά τον πόλεμο.
Είναι επιτακτική ανάγκη να αποτραπεί.
Διότι η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής που θα επιφέρει θα είναι μη αναστρέψιμη.
Και καμία οικονομία δε μπορεί να ευημερεί όταν δεν έχει συνοχή η κοινωνία.
Η καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, επίσης, πρέπει να αποφευχθεί.
Με ισχυρές νομοθετικές παρεμβάσεις και αυστηρό πλαίσιο προστασίας.
Γιατί οι φυσικοί πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι.
Και κάθε χρόνος χαμένος έχει ανυπολόγιστο κόστος στις επόμενες γενιές.
Η συνεχής υποβάθμιση της ίδιας της δημοκρατίας και των θεσμών του κράτους δικαίου, τέλος, πρέπει να αποτραπεί.
Η ανεξαρτησία και η ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης, η καταπολέμηση της διαφθοράς, η δημοσιονομική διαφάνεια, η ποιότητα της διακυβέρνησης, και η προστασία των ανεξάρτητων αρχών ώστε να εκτελούν απρόσκοπτα το έργο τους – τομείς στους οποίους η χώρα διολίσθησε σημαντικά τα τελευταία χρόνια, πρέπει να τεθούν σε προτεραιότητα.
Και αυτό δεν είναι μόνο ζήτημα θεσμικό.
Αφορά και την ίδια την οικονομία.
Γιατί χωρίς αυτά, η χώρα δεν μπορεί να αποτελέσει ελκυστικό προορισμό μεγάλων και στρατηγικών παραγωγικών επενδύσεων.
Οι κίνδυνοι για την Ελλάδα
Η αντιστροφή αυτής της πορείας απόκλισης της χώρας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με όρους κοινωνικής συνοχής και με τρόπο κοινωνικά δίκαιο, είναι ο πργματικός εθνικός στόχος για τον οποίο αξίζει να αγωνιστούμε την επόμενη τετραετία.
Γιατί αν αυτή η πορεία απόκλισης συνεχιστεί η χώρα θα βρεθεί εκ νέου μπροστά σε υπαρξιακά οικονομικά, κοινωνικά και γεωπολιτικά διλήμματα.
Η δική μας η παράταξη έπραξε το χρέος της για να βγούμε από τη κρίση. Και σήμερα δεν υπάρχει στον ορίζοντα το δίλημμα αν θα μείνουμε Ευρώπη. Υπάρχει όμως επιτακτικό το ερώτημα αν θα γίνουμε Ευρώπη.
Ή θα παραμείνουμε φτωχός ουραγός.
Για να τα καταφέρουμε απαιτείται διαφορετικό σχέδιο και άλλες συνταγές από αυτές που μας οδήγησαν στη κρίση.
Απαιτείται σκληρή δουλειά, συλλογική προσπάθεια και κοινωνική κινητοποίηση πάνω σε ένα εναλλακτικό στρατηγικό σχέδιο για την ελληνική οικονομία από αυτό που υπηρέτησαν και επιθυμούν να υπηρετήσουν και την επόμενη τετραετία οι πολιτικοί μας αντίπαλοι.
Ένα σχέδιο με συγκεκριμένους και μετρήσιμους στόχους.
Είναι ακριβώς αυτό το στρατηγικό σχέδιο που σας παρουσιάζουμε σήμερα.
Ένα σχέδιο επτά απαραίτητων βημάτων για να μπορέσουμε με ισχυρές δημόσιες πολιτικές να εγγυηθούμε την κοινωνική ευημερία για όλους.
Όχι μόνο για τους ισχυρούς και τους προνομοιούχους.
Αλλά για την κοινωνική πλειοψηφία που ζει από το μόχθο και την εργασία της.
Βήμα Πρώτο: Ανασυγκροτούμε το παραγωγικό και αναπτυξιακό μοντέλο. Για μια δίκαιη βιώσιμη και πράσινη ανάπτυξη.
Για μια οικονομία δυναμική και εξωστρεφή, που θα βγει από την παγίδα και τον εγκλωβισμό των πελατειακών σχέσεων, των προνομιακών προμηθευτών και των κρατικοδίαιτων επιχειρήσεων.
Για μια οικονομία που θα βασίζεται στην γνώση, την καινοτομία, την δίκαιη πράσινη μετάβαση και θα διεκδικεί το δικό της μερίδιο στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.
Με ανακατεύθυνση των πόρων του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας και των υπόλοιπων χρηματοδοτικών εργαλείων στην πρωτογενή παραγωγή, την μεταποίηση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό, τις κρίσιμες υποδομές και την έρευνα.
Μια οικονομία που θα αξιοποιήσει επιτέλους το υψηλών προσόντων ανθρώπινο δυναμικό της χώρας, τους νέους επιστήμονες, τους εξειδικευμένους τεχνίτες, την συσσωρευμένη εμπειρία των αγροτών.
Με ένα Τραπεζικό σύστημα που θα λειτουργεί υπέρ της οικονομίας και θα έχει τη σφραγίδα της Δημόσιας παρέμβασης.
Με ισχυρό δημόσιο Πυλώνα, από την ανάκτηση του ελέγχου μιας συστημικής Τράπεζας αλλά και με πρωταγωνιστικό ρόλο της Αναπτυξιακής Τράπεζας.
Με στόχο ο Δημόσιος Πυλώνας να κατευθύνει τον ανταγωνισμό προς όφελος της πραγματικής οικονομίας και ιδίως των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που πρέπει να αποκτήσουν πρόσβαση στη ρευστότητα.
Με στόχο να επιβληθεί μια πολιτική μείωσης των επιτοκίων χορηγήσεων.
Ώστε να αποτραπεί μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Γιατί καμία οικονομία δε μπορεί να ανθίσει χωρίς πρόσβαση των επιχειρήσεων σε χρηματοδοτικά εργαλεία – σήμερα το 96% των επιχειρήσεων δεν έχει πρόσβαση.
Και το τραπεζικό και χρηματοδοτικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν λύνεται ούτε με μπαλοθιές, ούτε με ψευτο μπινελίκια και τζάμπα μαγκιές.
Αλλά με σχέδιο, πολιτική βούληση και αποφασιστικότητα.
Βήμα Δεύτερο: Ενισχύουμε το εισόδημα και θωρακίζουμε την αγοραστική δύναμη
Αντιμετωπίζουμε άμεσα το πρόβλημα της ακρίβειας με την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και με παρεμβάσεις στο πεδίο διαμόρφωσης των τιμών:
Με αυξήσεις μισθών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα και αυξήσεις όλων των συντάξεων.
Με τη ρύθμιση των χρεών σε εφορίες και ασφαλιστικά ταμεία.
Με μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Βάζοντας τέλος στην πολιτική τροφοδότησης της αισχροκέρδειας.
Φορολογώντας τα υπερκέρδη των εταιριών ενέργειας και των διυλιστηρίων.
Σήμερα μας είπαν κάποιοι να μην τα λέμε υπερκέρδη – να τα λέμε απρόσμενα κέρδη.
Απρόσμενες και οι συνέπειες στο εισόδημα των νοικοκυριών.
Αν όμως ήταν απρόσμενα τα κέρδη, απρόσμενη και έκτακτη θα πρέπει να είναι και η φορολόγηση τους.
Βάζοντας, επίσης, πλαφόν στα κέρδη των εταιριών ενέργειας και στις λιανικές τιμές.
Αλλά και κινητοποιώντας το σύνολο των ελεγκτικών μηχανισμών του κράτους ώστε να σπάσουμε τα καρτέλ που ναρκοθετούν την συλλογική προσπάθεια για την δίκαιη ανάπτυξη και την συλλογική ευημερία.
Γιατί πολύ σύντομα οι επιδοτήσεις και τα pass θα σταματήσουν.
Και οφείλουμε να επιβάλουμε τη μείωση των τιμών πριν εξαϋλωθεί το εισόδημα των νοικοκυριών.
Αυτό είναι το δικό μας σχέδιο.
Αυτό άλλωστε επιτάσσει και το Σύνταγμά μας.
Που λέει ότι οι «Έλληνες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Ανάλογα με τις δυνάμεις τους, λοιπόν, όλοι.
Βήμα Τρίτο: Θέτουμε στο επίκεντρο τους εργαζόμενους και το δικαίωμα στην εργασία.
Η εργασία για εμάς δεν είναι απλώς ένας συντελεστής παραγωγής. Είναι το επίκεντρο της οικονομίας.
Γιατί μόνο η εργασία παράγει πλούτο και αυτόν τον πλούτο πρέπει να τον καρπώνεται.
Στόχος μας είναι η επαναρύθμιση της αγοράς εργασίας. Να νιώσουν οι εργαζόμενοι ισχυροί και ασφαλείς.
Το κράτος στη δική μας αντίληψη δεν μπορεί να λειτουργεί ως παρατηρητής της ασυδοσίας.
Πρέπει να βάλει και θα βάλει κανόνες :
Για να εξαλείψουμε την επισφαλή, την ανασφάλιστη, τη μαύρη εργασία και να ενισχύσουμε την διαπραγματευτική θέση των εργαζόμενων.