Οι τρέχουσες προβλέψεις για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία περιβάλλονται από μεγάλη αβεβαιότητα ενώ παραμένουν αυξημένοι οι καθοδικοί κίνδυνοι. Πόσο μπορεί να επηρεαστεί η ελληνική οικονομία;
Του Θεόδωρου Μητράκου
Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες εκτιμήσεις του ΔΝΤ (Απρίλιος 2023), ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου ΑΕΠ, προβλέπεται ότι θα επιβραδυνθεί σε 2,8% το 2023 από 3,4% το 2022, υπό το βάρος των επιπτώσεων της διεθνούς ενεργειακής κρίσης, του υψηλού πληθωρισμού και της ανόδου των επιτοκίων. Μάλιστα, ο ρυθμός αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα επιβραδυνθεί ακόμα περισσότερο στις προηγμένες οικονομίες (σε 1,3% το 2023, από 2,7% το 2022), ενώ ακόμα χαμηλότερες είναι οι εκτιμήσεις για τον ρυθμό ανάπτυξης στη ζώνη του ευρώ (1,1% το 2023 από 3,5% το 2022).
Ακόμα πιο ανησυχητική είναι η πρόσφατη εκτίμηση που δημοσίευσε η Eurostat για το εποχικά διορθωμένο ΑΕΠ το πρώτο τρίμηνο του 2023 στη ζώνη του ευρώ, το οποίο μειώθηκε κατά 0,1% σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Ανάλογη ήταν η μείωση του ΑΕΠ (κατά 0,1%) στη ζώνη του ευρώ και το τέταρτο τρίμηνο του 2022. Αυτό σημαίνει ότι η Ευρωζώνη είναι πιθανόν να έχει πλέον εισέλθει σε ελαφρά τεχνική ύφεση το 2023, καθώς συμπλήρωσε δύο τρίμηνα συρρίκνωσης, με βάση τα πιο πρόσφατα αναθεωρημένα στοιχεία.
Οι τρέχουσες προβλέψεις για την παγκόσμια και ευρωπαϊκή οικονομία περιβάλλονται από μεγάλη αβεβαιότητα ενώ παραμένουν αυξημένοι οι καθοδικοί κίνδυνοι. Μια πιθανή κλιμάκωση των γεωπολιτικών εντάσεων ή του πολέμου στην Ουκρανία, η ενδεχόμενη εμμονή του δομικού πληθωρισμού σε υψηλό επίπεδο για μεγαλύτερο διάστημα, η επιδείνωση των τάσεων κατακερματισμού του διεθνούς εμπορίου, μία επιδείνωση της δημοσιονομικής θέσης των ευάλωτων οικονομιών αποτελούν σημαντικούς κινδύνους για την παγκόσμια και την ευρωπαϊκή οικονομία.
Ταυτόχρονα, μια απότομη ανατιμολόγηση των κινδύνων από τις χρηματοπιστωτικές αγορές, εν μέσω της πρόσφατης αναταραχής σε περιφερειακές τράπεζες κυρίως των ΗΠΑ, ενδέχεται να εμποδίσει μια πιο δυναμική ανάπτυξη και να επιδράσει αρνητικά στη διεθνή χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η συνέχιση της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής που απαιτείται για την επαναφορά του πληθωρισμού κοντά στο στόχο του 2% είναι μια πρόσθετη πρόκληση που θα μπορούσε να παρατείνει την αναιμική ανάπτυξη στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Πιο αισιόδοξη είναι η εικόνα που παρουσιάζει η ελληνική οικονομία, καθώς διατήρησε την αναπτυξιακή της δυναμική το 2022, παρά το δυσμενές διεθνές περιβάλλον και τις έντονες πληθωριστικές πιέσεις. Το πραγματικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 5,9% το 2022 και στηρίχθηκε κυρίως στην άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης και των επενδύσεων, καθώς και στις επιδόσεις του τουριστικού τομέα. Οι διαθέσιμοι δείκτες συγκυρίας για τους πρώτους μήνες του 2023 καταδεικνύουν συνέχιση της αναπτυξιακής πορείας της ελληνικής οικονομίας, αλλά με σαφώς ηπιότερο ρυθμό σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022, κυρίως λόγω της εξασθένισης της καταναλωτικής ζήτησης. Μάλιστα, τα τριμηνιαία εθνικολογιστικά στοιχεία (εποχικώς διορθωμένα) που δημοσιεύθηκαν πρόσφατα από την ΕΛΣΤΑΤ κατέδειξαν μια ελαφρά συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας κατά 0,1% το πρώτο τρίμηνο του 2023 έναντι του αμέσως προηγούμενου τριμήνου, ενώ εκτιμούν τον ετήσιο ρυθμό ανόδου του πραγματικού ΑΕΠ σε 2,1% το πρώτο τρίμηνο του 2023 έναντι του αντίστοιχου τριμήνου του 2022.
Οι προαναφερθείσες αβεβαιότητες που συνδέονται με το διεθνές οικονομικό περιβάλλον, αλλά και η ελαφρά ύφεση στην οποία φαίνεται ότι έχει εισέλθει τα δύο τελευταία τρίμηνα η οικονομία της Ευρωζώνης με βάση τα πιο πρόσφατα στοιχεία, αποτελούν πιθανότατα έναν από τους πιο σημαντικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Σ
ε αυτό το περιβάλλον, μια μικρή, ανοικτή και με σημαντικά διαρθρωτικά προβλήματα οικονομία (με στρεβλό παραγωγικό μοντέλο που δημιουργεί ελλείμματα στο εξωτερικό ισοζύγιο και ανισότητες, με χαμηλή ποιότητα θεσμών και διακυβέρνησης, με γραφειοκρατία και χαμηλής ποιότητας υποδομές κ.λπ.) όπως η ελληνική, γίνεται ιδιαίτερα ευάλωτη σε οποιεσδήποτε αναταράξεις του εξωτερικού περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, το ενδεχόμενο ύφεσης στις οικονομίες των βασικών της εμπορικών εταίρων (Γερμανία κ.ά.) είναι σχεδόν βέβαιο ότι γρήγορα ή πιο αργά θα επηρεάσουν αρνητικά την τουριστική βιομηχανία της χώρας, θα ανακόψουν τον εξαγωγικό της δυναμισμό και θα επιβραδύνουν την αναπτυξιακή της πορεία. Ενδεχόμενες δυσμενείς εξελίξεις και κίνδυνοι από το εξωτερικό περιβάλλον συνήθως έχουν πιο αρνητικές επιπτώσεις για οικονομίες όπως η ελληνική, με υψηλό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος και μεγάλο έλλειμα στο ισοζύγιο πληρωμών.
Θεόδωρος Μ. Μητράκος
Οικονομολόγος, Διευθυντής – Σύμβουλος
και πρώην Υποδιοικητής της
Τράπεζας της Ελλάδος