Άρθρο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά στο ΒΗΜΑ, από το Νοέμβριο του 2008, για τον Μπερλουσκόνι και τον μπερλουσκονισμό
Οταν πρωτοεμφανίστηκε το «φαινόμενο Μπερλουσκόνι», η πλειονότητα των σχολιαστών θέλησε να το αποδώσει στις πολιτικές προεκτάσεις της έρπουσας ιταλικής «μη κυβερνησιμότητας», στην αξιακή απαξίωση των ιστορικών κομμάτων που έμοιαζαν πλέον να καταρρέουν κάτω από τη δύσοσμη σκιά των γενικευμένων σκανδάλων και στην επιγενόμενη πολιτική αποδυνάμωση της επιχείρησης «Καθαρά Χέρια», σε συνδυασμό με την ειδική χειραγωγητική ικανότητα ενός αδίστακτου, διεφθαρμένου αλλά επινοητικού μεγιστάνα των MME. Για όλους αυτούς τους λόγους, ο «μπερλουσκονισμός» μπορούσε να ερμηνεύεται σαν ένα νοσηρό επιφαινόμενο της συγκυρίας. Και με αυτή την έννοια, μπορούσε να παραμένει συμβολικά εγκλωβισμένος στην ευκαιριακή γραφικότητά του.
Παραμένει εντελώς αξιοσημείωτο το γεγονός ότι εις πείσμα όλων των ελπίδων, δημοσκοπήσεων και προβλέψεων, ο μπερλουσκονισμός ηττήθηκε in extremis και μόνον. Ενας στους δύο Ιταλούς ψήφισε τελικώς έναν άνθρωπο του οποίου η μακρά και γνωστή πλέον σε όλους πολιτεία ταυτίζεται με τη διαφθορά, τον παραλογισμό κα την αυταρχικότητα, έναν άνθρωπο που δεν έλυσε κανένα πρόβλημα της ιταλικής κοινωνίας, που συγκέντρωσε εναντίον του τους μύδρους όχι μόνο του συνόλου των έναρθρων φωνών εντός και εκτός Ιταλίας αλλά και των περισσότερων «φυσιολογικών» του συμμάχων, έναν άνθρωπο που λειτουργεί ως εστεμμένος καραγκιόζης, ρητορεύει κραυγάζοντας σαν ήρωας της κομέντια ντελ άρτε, μακιγιάρεται σαν πόρνη, βωμολοχεί σαν καραγωγέας και αυτοπροβάλλεται σαν αυτάρεσκος τραγουδιστής της Γιουροβίζιον. Εναν άνθρωπο δηλαδή που δεν χρησιμοποιεί απλώς ευκαιριακά αλλά ταυτίζεται απολύτως και επί μονίμου βάσεως με τα μέσα και τις μεθόδους της μαζικής πολιτικής επικοινωνίας, μετατοπίζοντας έτσι αποφασιστικά τη λειτουργία αλλά και το νόημα της πολιτικής δημοσιότητας και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.
* H χειραγώγηση των μαζών
Με αυτή την έννοια, το μείζον ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν αναφέρεται στην αναμενόμενη έκλειψη αλλά στη μη αναμενόμενη εμμονή και αντοχή του φαινομένου. Το γεγονός ότι ο «Καβαλιέρε» είχε να αντιμετωπίσει έναν ετερόκλητο συνασπισμό δυνάμεων υπό την ηγεσία του άνευρου, υποτονικού και επικοινωνιακά ανεπαρκούς προφεσόρε δεν αρκεί να εξηγήσει πώς και γιατί ο «κεντροδεξιός» συνασπισμός όχι μόνο δεν υπέστη αξιόλογη φθορά αλλά συγκέντρωσε ακριβώς το 50% των ψήφων, το υψηλότερο ποσοστό από καταβολής μπερλουσκονισμού και το σύνολο περίπου της παραδοσιακής ιταλικής Δεξιάς που σε κανένα σημείο δεν φάνηκε να πτοείται από τη γελοιότητα του ηγέτη της.
Εδώ ακριβώς λοιπόν εντοπίζεται η απορία. Ολα δείχνουν ότι εις πείσμα της οικονομικής ανάπτυξης, της μαζικής κατανάλωσης, της ανόδου του εκπαιδευτικού επιπέδου, της παγκόσμιας πολιτιστικής ώσμωσης και της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης το γύρισμα της χιλιετίας σηματοδοτεί όχι την άμβλυνση αλλά την όξυνση της επικοινωνιακής χειραγωγιμότητας των μαζών. Οπως έγινε και στον Μεσοπόλεμο, αλλά προφανώς για εντελώς διαφορετικούς λόγους, οι δυτικές δημοκρατίες φαίνεται να εναποθέτουν την εξουσία στα ολοένα ανορθολογικότερα και αυταρχικότερα χέρια των χυδαιότερα ελκυστικότερων υποψηφίων που εμφανίζονται μπροστά τους. Και σε αυτό δεν φταίει βέβαια η επικοινωνιακή ανεπάρκεια των αντιπάλων του Μπερλουσκόνι, του Μπους ή οποιουδήποτε επίδοξου μιμητή τους.
* Ρητορική αντιπαράθεση
Με αυτή την έννοια, η νίκη των ανανεωτικών ιταλικών δυνάμεων απειλεί να αποδειχθεί πύρρειος. Και τούτο όχι επειδή ο συγκεκριμένος 69χρονος πρωθυπουργός – ο οποίος, αν κρίνουμε από την υγιέστατη μητέρα του, θα πρέπει να απολαμβάνει άριστη βιολογική κληρονομικότητα – απειλεί να επανέλθει δριμύτερος μόλις εμφανιστούν τα πρώτα και αναπόφευκτα ρήγματα στην προοιωνιζόμενη κεντροαριστερή κυβέρνηση.
Αλλά για τον πολύ σοβαρότερο λόγο ότι δεν φαίνεται να υπάρχει τίποτε που να προφυλάσσει τους Ιταλούς αλλά και όλους τους άλλους από νέους Μπερλουσκόνηδες στη θέση του Μπερλουσκόνι. Αν οι υπερατλαντικοί μας σύμμαχοι μας είχαν συνηθίσει στο να εκλέγουν και να επανεκλέγουν άλαλους προέδρους σαφώς μειωμένης διανοητικής ικανότητας, δεν φαίνεται να υπάρχει κανένας λόγος να θεωρούμε ότι η Γηραιά Ευρώπη βρίσκεται στο απυρόβλητο των οποιωνδήποτε εύγλωττων καραγκιόζηδων.
Υπό τους όρους αυτούς, μπορεί να αναρωτηθεί κανείς μήπως το φαινόμενο Μπερλουσκόνι αντιστοιχεί σε βαθύτερες συνιστώσες των δυτικών πολιτικών συστημάτων μέσα από εξελίξεις που υπερβαίνουν τη συγκυρία. H πρωτοφανής οξύτητα της πρόσφατης προεκλογικής εκστρατείας δεν θα πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι οι ουσιαστικές πολιτικές διαφορές ανάμεσα στους δύο εξίσου ετερόκλητους συνασπισμούς αναφέρονταν σε αποχρώσεις και σε λεπτομέρειες. Οπως συμβαίνει και στις περισσότερες άλλες χώρες, τα προγράμματα τόσο της «κεντροδεξιάς» όσο και της «κεντροαριστεράς» συνέκλιναν κατ’ ανάγκην προς τον φαντασιακό χώρο ενός έλλογου κέντρου. Παρά την οξύτητά της λοιπόν, η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα εμφανίζεται περισσότερο ρητορική, αισθητική, θρησκευτική και ηθική παρά πολιτική, ιδεολογική και ταξική.
* Το εκλογικό διακύβευμα
Ισως λοιπόν αυτό να είναι το κλειδί των τρεχουσών εξελίξεων. Από τη στιγμή που τα αντίπαλα πολιτικά προγράμματα συγκλίνουν κατ’ ανάγκην ή κατ’ επιταγήν, το εκλογικό διακύβευμα τείνει να συναρτάται με τις εμφανώς προσωποπαγείς και επικοινωνιακές του παραμέτρους. Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται το σύνδρομο του πολιτικού θεάτρου που ενσκήπτει στη θέση και αντί μιας «άλλης» πολιτικής που λείπει. Από τη στιγμή που τα διακυβεύματα εμφανίζονται αποουσιαστικοποιημένα, η μετατροπή τους σε δημόσιο θέαμα περιέρχεται στην αρμοδιότητα της πολιτικής επικοινωνίας και των μαζικών μέσων που την κατευθύνουν και την οριοθετούν. Υπό τους όρους αυτούς λοιπόν, το φιλοθέαμον κοινό θα πρέπει προ παντός άλλου να «πεισθεί» από μιαν επιδέξια σκηνοθεσία, πρώτον, να παρακολουθήσει, δεύτερον, να ενδιαφερθεί και, τρίτον, να συμμετάσχει στις πολιτικές διαδικασίες. H λεγόμενη «ποδοσφαιροποίηση» της πολιτικής ζωής δεν θα έπρεπε λοιπόν να παραπέμπει τόσο στη βιαιότητα αυτού καθαυτού του πολιτικού παιγνίου όσο στο ότι η πολιτική δράση και επικοινωνία αποτείνεται όλο και σαφέστερα στον «ελεύθερο χρόνο» των πολιτών, στο πλαίσιο του οποίου και ανταγωνίζεται με όλες τις άλλες δράσεις και εκδηλώσεις που διεκδικούν την προσοχή και το ενδιαφέρον του αποχαυνωμένου ατόμου. Και αυτό γίνεται σύμφωνα με τους ήδη παγιωμένους κανόνες του θεάματος.
Ακόμη λοιπόν και αν ηττήθηκε ο Μπερλουσκόνι, ο μπερλουσκονισμός φαίνεται να έχει επιβάλει τους όρους του. H πολιτική του θεάματος δεν μπορεί παρά να επιβάλλεται μέσα από τους κανόνες του θεάματος. Οπως έγραφε ο Γκυ Ντεμπόρ, «το θέαμα είναι το κακό όνειρο της σύγχρονης δέσμιας κοινωνίας που δεν εκφράζει παρά την επιθυμία του ύπνου». Υπό τους όρους αυτούς, οι εκλογικές ετυμηγορίες, αλλά και οι υπόλοιπες συλλογικές διαδικασίες, στην Ιταλία και αλλού, απειλούν όλο και περισσότερο να είναι προϊόντα πολιτικής υπνοβασίας.
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.