Πώς θα ήταν η ζωή σε αυτή τη χώρα, αν δεν υπήρχε η προοπτική των διακοπών του καλοκαιριού; Χωρίς το όνειρο της ξεκούρασης σε κάποια παραλία, με κολύμπι και τον ήχο των κυμάτων και τις γεύσεις και τις μυρωδιές του ελληνικού καλοκαιριού, πώς αντέχεται ο υπόλοιπος χρόνος, η πίεση, τα άγχη, οι δυσκολίες, τα πάντα; Κάποιες και κάποιοι ανάμεσά μας ξέρουν ακριβώς πώς είναι. Και δυστυχώς, πληθαίνουν ολοένα. Θα σας εξηγήσω τι εννοώ.
Του Θοδωρή Γεωργακόπουλου
Πρώτα από όλα, ας μιλήσουμε γι’ αυτό που συμβαίνει και αυτό το καλοκαίρι στη χώρα μας. Τα σημάδια τα βλέπετε. Είναι παντού. Η Αθήνα είναι γεμάτη με ξένους -τους βλέπεις πακτωμένους στα στενά του κέντρου, αλλά και ξέμπαρκους σε αναπάντεχα προάστια, καταχαρούμενοι, να κάνουν σλάλομ ανάμεσα στα παρκαρισμένα αυτοκίνητα πάνω στα πεζοδρόμια προσπαθώντας να αποφύγουν τη μπόρα του μεσημεριού. Κάποιοι δημοφιλείς προορισμοί ανά την Ελλάδα είναι ήδη γεμάτοι, άλλοι σταδιακά γεμίζουν. Με ξένους. Οι ειδήσεις πανηγυρίζουν για άλλον ένα διαφαινόμενο τουριστικό θρίαμβο. Αλλά πίσω από το θρίαμβο διαφαίνεται ένα φαινόμενο πιο πολύπλοκο. Σίγουρα θα έχετε ακούσει σχόλια για το πόσο απλησίαστες είναι τιμές φέτος στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια, στα ξενοδοχεία και στα ενοικιαζόμενα δωμάτια στις πλατφόρμες. Ο αντίλογος των προηγούμενων χρόνων της ανόδου, ότι δηλαδή υπάρχουν προσιτές εναλλακτικές επιλογές σε άλλα, λιγότερο πολυσύχναστα νησιά ή σε άλλους προορισμούς της ηπειρωτικής χώρας, ακούγεται όλο και λιγότερο. Επειδή ισχύει όλο και λιγότερο.
Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα σχεδόν οι μισοί Έλληνες πλέον δεν μπορούν να αντέξουν το οικονομικό κόστος καλοκαιρινών διακοπών μιας εβδομάδας. Από αυτούς που θα πάνε διακοπές φέτος, περίπου οι μισοί θα μείνουν στα εξοχικά φίλων ή στα δικά τους εξοχικά. Αυτό δεν είναι κάτι που συνέβαινε πάντα. Δεν ήταν πάντοτε τα ποσοστά ίδια. Το ελληνικό τουριστικό προϊόν απευθύνεται ολοένα και περισσότερο σε ξένους. Κι δεν αναφερόμαστε μόνο σε δυο-τρία ακριβά νησιά ή πολυτελή all inclusive ξενοδοχεία -μιλάμε για ολόκληρο το τουριστικό προϊόν. Σχεδόν όλα τα νησιά. Σχεδόν όλους τους προορισμούς. Η ιδέα του ελληνικού καλοκαιριού, των πολυήμερων διακοπών σε όμορφες τοποθεσίες της Ελλάδας, σταδιακά γίνεται απλησίαστο όνειρο για τους περισσότερους. Φέτος πολλές και πολλοί απλά δεν μπορούν. Δεν βρίσκουν. Του χρόνου θα είναι περισσότεροι.
Πώς έγινε αυτό; Πώς μετατράπηκε ξαφνικά (ή, έστω, πολύ γρήγορα) το “ελληνικό καλοκαίρι” σε προϊόν που απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά σε ξένους, υπερβολικά ακριβό για τους ντόπιους, όπως συμβαίνει σε τριτοκοσμικούς προορισμούς, στο Μπαλί, στις Σεϋχέλες και τις Μαλδίβες; Δεν είναι ότι κάναμε και πολλά για να προσελκύσουμε όλον αυτό τον κόσμο. Η χώρα μας όμως ήταν πάντα ένας δημοφιλής προορισμός και μια από τις ωραιότερες χώρες του πλανήτη για καλοκαιρινές διακοπές. Και πλέον παγκοσμίως ταξιδεύουν περισσότεροι άνθρωποι για διακοπές στο εξωτερικό από οποτεδήποτε στην ανθρώπινη ιστορία. Το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης των αφίξεων αλλοδαπών στη χώρα μας την τελευταία δεκαετία οφείλεται ακριβώς στο ότι, πολύ απλά, πολύ περισσότεροι αλλοδαποί ταξιδεύουν σε ξένες χώρες για διακοπές πλέον. Είναι μια παγκόσμια τάση, κι εμείς επωφελούμαστε. Αλλά αυτή η έκρηξη, όπως ασφαλώς θα γνωρίζετε, έχει οδηγήσει σε όλα τα γνωστά προβλήματα που παρατηρούμε γύρω μας τα τελευταία χρόνια και τα οποία συζητήθηκαν και αναλυτικά τις προάλλες στο σχετικό συνέδριο αυτής εδώ της εφημερίδας. Το επονομαζόμενο “gentrification”, η μετατροπή γειτονιών όπου παλιά έμενε κόσμος, ντόπιοι, σε γειτονιές AirBnB, η εκτόξευση των ενοικίων που διώχνει τους παλιούς κατοίκους πιο μακριά, η αλλοίωση του χαρακτήρα των δημοφιλών προορισμών, η χειροτέρευση της ποιότητας ζωής των κατοίκων που απομένουν. Κι ακόμα χειρότερα: σε μέρη που δεν είναι κατασκευασμένα για να φιλοξενούν τόσους πολλούς επισκέπτες ταυτόχρονα, οι υποδομές καταρρέουν. Ακόμα και αν έχει ανακαινιστεί το αεροδρόμιο σε ένα τυχαίο νησί 2.000 μόνιμων κατοίκων, ακόμα κι αν έχουν κατασκευαστεί αρκετές νέες “κλίνες” για να κοιμίσουν τον κόσμο και ταβέρνες για να τον ταΐσουν, ακόμα κι αν έχουν βρεθεί εσωτερικοί ή εξωτερικοί μετανάστες για να δουλέψουν για όλες αυτές τις κλίνες και όλες αυτές τις ταβέρνες, το οδικό δίκτυο, οι εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας, η υδροδότηση και το σύστημα διαχείρισης των σκουπιδιών και των λυμάτων παραμένουν υποδομές σχεδιασμένες για 2.000 μόνιμους κατοίκους (το πολύ). Και πλέον έχουμε περάσει και στο επόμενο στάδιο: καθώς οι ντόπιοι σε σχεδόν όλες τις ανά την Ελλάδα ομορφες γωνιές προσπαθούν να ξεζουμίσουν κάθε τελευταίο τετραγωνικό μέτρο για να κοιμήσουν/ταΐσουν όσο το δυνατό περισσότερους ξένους (σε κάποιες περιπτώσεις, όπως έχουν δείξει τα ρεπορτάζ αυτής εδώ της εφημερίδας σε Μύκονο, Ρόδο και αλλού, βιάζοντας το τοπίο και παραβιάζοντας τους νόμους, ενίοτε χρησιμοποιώντας μεθόδους μαφίας), μοιάζουν να αδιαφορούν για το πόσο χειροτερεύει η ποιότητα της εμπειρίας που προσφέρουν στους επισκέπτες τους και πόσο αναπόφευκτη γίνεται η κατάρρευση του brand του νησιού τους στο πολύ κοντινό μέλλον. Η προσέγγιση της τουριστικής ανάπτυξης ως αρπαχτή ίσως να είναι αναμενόμενη σε ένα επιχειρηματικό περιβάλλον που προσεγγίζει τα πάντα ως αρπαχτή. Αλλά παραμένει μια τραγωδία που τη βλέπουμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας, στα άρθρα και τα stories και τα ΤικΤοκ απογοητευμένων ίνφλουενσερ.
Και κατά τη γνώμη μου υπάρχει και ένα άλλο πρόβλημα εδώ. Η ανικανότητά μας να διαχειριστούμε την επιτυχία αυτή προς όφελός μας, η έλλειψη επαγγελματισμού, αυτοσεβασμού, υπευθυνότητας και οράματος, η εθελοτυφλία και η αυτοκαταστροφή μας, αποτελούν μόνο μία από τις σκοτεινές πτυχές ενός τουριστικού θριάμβου. Η άλλη είναι βαθύτερη και, κατά τη γνώμη μου, ακόμα πιο σημαντική. Αν χάσουμε το ελληνικό καλοκαίρι, τι μας μένει; Τι είμαστε;
Δεν είναι τυχαίο που οι ξένοι θέλουν να έρθουν εδώ πέρα για να ζήσουν το ελληνικό καλοκαίρι, όπως το ζούσαμε εμείς. Δεν είναι μιμητισμός ή μάρκετινγκ -αυτός ο τρόπος διακοπών είναι αντικειμενικά ωραίος. Αλλά για εμάς αυτός ο τύπος διακοπών δεν είναι απλώς μια συνήθεια ή ένα έθιμο. Το ελληνικό καλοκαίρι είναι κομμάτι της ταυτότητάς μας, όπως η χωριάτικη σαλάτα, η γκρίνια για τη διαιτησία και το παράνομο πάρκινγκ “για ένα λεπτό”. Η ξάπλα στην ακρογιαλιά, το μπάνιο στη θάλασσα, η ταβέρνα, η αναζήτηση κρυφών παραλιών με το βαρκάκι, η βόλτα το απόγευμα στη γραφική παραθαλάσσια πόλη, τα παγωτά στο λιμάνι, όλα αυτά συναποτελούν μια εμπειρία ζωής που πολλοί θέλουν και ονειρεύονται (και προθυμοποιούνται να πληρώσουν) αλλά για εμάς είναι και κάτι σημαντικότερο, πιο θεμελιώδες. Εμείς, πέραν των σποραδικών εθνικών αθλητικών θριάμβων, δεν έχουμε πολλές κοινές εμπειρίες ως λαός. Ένα τουρλουμπούκι είμαστε, ετερόκλητες οικογένειες που συνυπάρχουν με το ζόρι στον ίδιο γεωγραφικό χώρο. Έχουμε, όμως, τις καλοκαιρινές διακοπές. Το καλοκαίρι μας. Το ότι πλέον σταδιακά αυτή η εμπειρία γίνεται ολοένα και πιο απλησίαστη για όλο και περισσότερους Έλληνες και Ελληνίδες είναι κάτι που θα έχει σημαντικές συνέπειες. Είναι ένα συλλογικό τραύμα. Μια απώλεια. Μια κλωστή που ξεχειλώνεται απ’ το ούτως ή άλλως ταλαιπωρημένο πουλόβερ που είναι η κοινή μας ταυτότητα ως λαού, ως κοινωνίας.
Πηγή: ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ