Δημοσιεύουμε το δεύτερο μέρος του κειμένου του Δημήτρη Α. Τραυλού ‒ Τζανετάτου σχετικά με τη «μεγάλη επανεκκίνηση». Στο πρώτο μέρος ο συγγραφέας αναφέρεται στο θέμα της καπιταλιστικής κρίσης και της ψηφιακής ανασυγκρότησης, παρουσιάζει δε και σχολιάζει το τεχνοκρατικό αφήγημα του Κ. Schwab, όπως τελικά διαμορφώνεται στο βιβλίο που συνέγραψε με τον Τ. Malleret. Όπως και για τις εκτιμήσεις των δύο συγγραφέων για τη μετακορωναϊκή πραγματικότητα και τις απόψεις τους για τον νεοφιλελευθερισμό. (Δείτε το Μέρος Α’)
του Δημήτρη Α. Τραυλού ‒ Τζανετάτου
(Επι)στροφή στον stakeholder καπιταλισμό
Ενόψει του απειλούντος με πλήρη διάβρωση και απορρύθμιση των όποιων κοινωνικών-δημοκρατικών στοιχείων, συχνά τυπικά ισχυόντων αλλά όχι και defacto, μοντέλου της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και της επιτακτικής ανάγκης βελτίωσής του, προτείνεται, ως κατάλληλο και ικανό να ανταποκριθεί στο αίτημά αυτό, το μοντέλο του stakeholder καπιταλισμού, δηλαδή ενός καπιταλισμού λειτουργούντος επ’ ωφελεία των συμφερόντων όλων των ενδιαφερόμενων που συνδέονται, αμέσως ή εμμέσως, με τις δραστηριότητες μιας επιχείρησης ή ενός επιχειρηματικού ομίλου. Πιο συγκεκριμένα, προτείνεται ένα μοντέλο που ο K. Schwab έχει αρχίσει να επεξεργάζεται από το 1971. Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, σε αντίθεση με το, στοχοπροσηλωμένο στο συμφέρον των μετόχων-ιδιοκτητών, μοντέλο του shareholder καπιταλισμού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και τα συμφέροντα όλων των μετεχόντων αμέσως ή εμμέσως στο μικροοικονομικό γίγνεσθαι, δηλαδή των εργαζομένων πρωτίστως, αλλά και των πελατών και των προμηθευτών της επιχείρησης, των τοπικών κοινοτήτων, του κράτους και της κοινωνίας γενικότερα. Σημειωτέον ότι το μοντέλο αυτό διαφοροποιείται από εκείνο του κρατικού καπιταλισμού, όπου το κράτος αποτελεί το βασικό ρυθμιστή της οικονομίας.
Το «νέο» παράδειγμα ενός «κοινωνικού καπιταλισμού», που ευαγγελίζεται ο Schwab, φαίνεται να εμπνέεται από το μοντέλο της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», προφανώς όμως όχι με την, τείνουσα σε νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη, διαβρωμένη και απορρυθμισμένη μορφή του. Η αναγνώριση ενός ιδιαιτέρως ενισχυμένου ρόλου του κράτους δείχνει μάλλον διεύρυνση παρά απλή αποκατάσταση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και την κοινωνία, στην αρχική μορφή του μοντέλου. Η υιοθέτηση από τους Schwab ‒ Malleret μιας (επι)στροφής σ’ ένα «ισχυρό κράτος», συνδυαζόμενη με την παραπέμπουσα σε μια μεταμοντέρνα βιοπολιτική της «γυμνής ζωής» (Agamben), θέση ότι «μια καλή κυβέρνηση μπορεί να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο» είναι ενδεικτική των πατερναλιστικών αντιλήψεων τους για το κράτος. Από την άλλη πλευρά, οι συγγραφείς αναγνωρίζουν μεν τους κινδύνους διολίσθησης στον ολοκληρωτισμό μιας γενικευμένης επιτήρησης –συμμεριζόμενοι ανάλογους φόβους του Harari («The World after Coronovirus», Financial Times, 20/03/2020) – τόσο και κυρίως από το κράτος όσο και από ιδιωτικές εταιρείες, με προεξάρχοντες τους τεχνολογικούς γίγαντες. Εντούτοις δεν παύουν να εξαίρουν την «πολύτιμη» συμβολή της ψηφιοποίησης κατά τη διαχείριση της πανδημίας, ιδίως ως προς την ιχνηλάτηση και τον εντοπισμό των επαφών του νοσούντος. Βεβαίως ως αντίμετρο προτείνεται η ενεργοποίηση της διαχείρισης αυτής να επαφίεται στην «ελεύθερη βούληση» του ατόμου. Πόσο όμως ελεύθερη είναι η παροχή της σχετικής συναίνεσης, όταν ο πολίτης τίθεται προ του διλήμματος «προστασία υγείας και ζωής» ή «ατομικού δικαιώματος και ελευθερίας»; Είναι ηλίου φαεινότερο ποια θα είναι η επιλογή του πολίτη. Έτσι, η «ελεύθερη βούληση» αποδεικνύεται ψευδεπίγραφη και παραπλανητική. Λειτουργεί δε ως προσχηματικός «νομιμοποιητικός» λόγος για την επίτευξη, μέσω φόβου, εκβίασης και καταναγκασμού, της περίφημης «ελεύθερης επιλογής».
Η υιοθέτηση από τους Schwab ‒ Malleret μιας (επι)στροφής σ’ ένα «ισχυρό κράτος», συνδυαζόμενη με την παραπέμπουσα σε μια μεταμοντέρνα βιοπολιτική της «γυμνής ζωής» (Agamben), θέση ότι «μια καλή κυβέρνηση μπορεί να αποφασίζει για τη ζωή και το θάνατο» είναι ενδεικτική των πατερναλιστικών αντιλήψεων τους για το κράτος
Στη θέση αυτή πρέπει άλλωστε να επισημανθεί ειδικότερα και το εξής: Οι αποφάσεις για την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας με σκοπό την αντιμετώπιση του Covid-19, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ταχείας και αποτελεσματικής θέσης σε λειτουργία της, εμπεριέχουν τον κίνδυνο να αποτελέσουν μια «συνταγή-πατέντα», η οποία θα κληθεί να δώσει λύση σε κάθε παρόμοιο εξωτερικό ζήτημα που τυχόν θα ανακύψει (π.χ. σε σχέση με το κλίμα). Τούτο, δε, καθώς είναι απλούστερος και ευκολότερος ο επηρεασμός μιας ιδιωτικής συμπεριφοράς μέσω μιας στηριζόμενης στη ψηφιοποίηση λύσης από την αναζήτηση της λύσης αυτής μέσω μιας πολύπλοκης πολιτικής επεξεργασίας και έρευνας των γενεσιουργών λόγων του ζητήματος (βλ. σχετικά Evg. Morozov, «The tech “solutions»” for coronavirus take the surveillance state to the next level», The Gurdian, 25 April 2020).
Πέραν, ωστόσο, του κινδύνου αυτού, αξίζει επίσης να τονιστεί μια γενικότερη πτυχή της προβληματικής της επιτήρησης και παραβίασης της ιδιωτικής σφαίρας. Πρόκειται για την αξιοποίηση από την Google και τις τεχνολογικές εταιρείες που ελέγχουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (π.χ. facebook, twitter κ.ά.), των προσωπικών δεδομένων των χρηστών, η οποία λειτουργεί ως μια δωρεάν παρεχόμενη και ανεξάντλητη πηγή πρώτης ύλης για την παραγωγή εμπορευμάτων, που με άλλα λόγια αποτελεί μια νέου τύπου (ψηφιακού) μορφή κεφαλαιακής συσσώρευσης ιδιαιτέρως κερδοφόρα. Έτσι, πέραν του κινδύνου «οικειοθελούς», βασικά, εξαέρωσης της ιδιωτικής σφαίρας, της γενικευμένης επιτήρησης και της εμπορευματοποίησης των προσωπικών δεδομένων των χρηστών, παρέχεται στις εταιρείες αυτές η δυνατότητα πρόβλεψης, ποδηγέτησης και προκαθορισμού της ανθρώπινης συμπεριφοράς (βλ. αναλυτικά S. Zuboff, «Das Zeitalter des Überwachungskapitalismus», 2018. Πρβλ. Τραυλού ‒ Τζανετάτου, «Το Εργατικό δίκαιο στην 4η βιομηχανική επανάσταση», 2019, σ. 246 – 247, 255 – 256 και τις εκεί παραπομπές). Οι συγγραφείς αναγνωρίζουν βεβαίως τους κινδύνους μιας δυστοπικής εξέλιξης που εμπεριέχονται στις αποκαλούμενες από τους ίδιους «τεχνολογίες της επιτήρησης», που έχουν διεισδύσει σε όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Τονίζουν μάλιστα ιδιαιτέρως τον κίνδυνο της «βιομετρικής επιτήρησης», όπου το κράτος και οι επιχειρήσεις θα μπορούν να μας γνωρίζουν καλύτερα απ’ ό,τι εμείς τον εαυτό μας, προβλέποντας και χειραγωγώντας ακόμα και τα αισθήματά μας. Ωστόσο φρονούν ότι το δυστοπικό αυτό σενάριο μπορεί να αποτραπεί. Η αισιοδοξία τους αυτή στηρίζεται προφανώς στη θέση ότι η επιστημονικοτεχνική επανάσταση, αποτελεί ένα ουδέτερο εργαλείο που μπορεί να αξιοποιηθεί είτε προς αρνητική είτε προς θετική κατεύθυνση. Έτσι ανάγουν το επίμαχο ζήτημα σε θέμα ευθύνης των κυβερνήσεων και της κοινωνίας, παραβλέποντας ότι το διαδίκτυο, η ψηφιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες, ως εγγεγραμμένες στο γενετικό κώδικα του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, υπηρετούν τις ανάγκες της κεφαλαιακής συσσώρευσης και κερδοφορίας. Αυτό βεβαίως σημαίνει ότι μια εναλλακτική χρησιμοποίησή τους με την έννοια της εξουδετέρωσης των αρνητικών δυστοπικών όψεων και συνεπειών τους κινείται στη σφαίρα της «ενδοκαπιταλιστικής τεχνοουτοπίας» (βλ. κριτικά για τα σχετικά ζητήματα Τραυλού – Τζανετάτου, ο.π., σ. 17 επ.).
Από τον υγειονομικό στον γενικευμένο βιοπολιτικό έλεγχο;
Η πραγματοποιούμενη, άλλωστε, από τους συγγραφείς, πρόβλεψη ότι η προστασία της υγείας θα διεκδικήσει και στο μέλλον απόλυτη αξιολογική προτεραιότητα στη σύγκρουσή της με άλλα κοινωνικά αγαθά και θεμελιώδη δικαιώματα, είναι επιβεβαιωτική της, παρατηρούμενης κατά τη διαχείριση της πανδημίας, μετάλλαξης του δικαιώματος της υγείας σε υποχρέωση διασφάλισής της, καθώς και ενδεικτική της εγγενούς στο νέο μοντέλο του «κοινωνικού καπιταλισμού», που καλείται να σώσει τον κόσμο (και τον καπιταλισμό), τάσης ενός πατερναλιστικού-αυταρχικού κρατικού παρεμβατισμού (βλ. Τραυλού – Τζανετάτου, «Προς έναν υγειονομικό ολοκληρωτισμό», Δρόμος της Αριστεράς, 2/02/2021). Δεν είναι έτσι τυχαίο ότι, στο επίκεντρο της σχετικής συζήτησης, βρίσκεται ο κίνδυνος διολίσθησης προς μια «υγειονομική δικτατορία» (βλ. Dr. C. E Nyder, Gesundheitsdiktatur, 2020), η οποία μέλλει να αφήσει το αποτύπωμά της στη μετακορωναϊκή εποχή. Άλλωστε, υπάρχει το ιστορικό προηγούμενο των έκτακτων μέτρων ασφάλειας, μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, στο οποίο αναφέρονται και οι συγγραφείς, που έκτοτε αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της «νέας» κανονικότητας.
Βεβαίως, οι συγγραφείς αναγνωρίζουν, όπως ήδη σημειώθηκε, τους κινδύνους εκτροπής της ψηφιοποίησης και της επιστημονικοτεχνικής επανάστασης γενικότερα προς μια δυστοπική, ολοκληρωτική κατεύθυνση. Ωστόσο, παραβλέποντας την τρέχουσα πραγματικότητα λειτουργίας των σύγχρονων τεχνολογιών, ιδίως δε τις διαγραφόμενες για τη μετακορωναϊκή περίοδο τάσεις προς ένα «καπιταλισμό της επιτήρησης», πιστεύουν ότι είναι δυνατή όχι μόνο η αποτροπή τους, αλλά πολύ περισσότερο η αναστροφή τους προς θετική κατεύθυνση.
Εντούτοις, η πρόβλεψη, από τους ίδιους, ότι οι υγειονομικές κρίσεις τείνουν να μετατραπούν σε συχνά επαναλαμβανόμενο, ενδημικό φαινόμενο, ενισχύει τη δυναμική μετάλλαξης της εξαιρετικής κατάστασης έκτακτης ανάγκης, με τους συνακόλουθους δραματικούς περιορισμούς σ’ όλους τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας, σε παγιωμένη, νέα κανονικότητα. Εν όψει του σοβαρού αυτού κινδύνου, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι η αξιολόγηση μιας κατάστασης ως έκτακτης, χρήζουσας εξαιρετικής αντιμετώπισης, πρέπει να γίνεται με τη δέουσα φειδώ, βάσει ορθολογικών και αυστηρών κριτηρίων. Ωστόσο, με βάση τη θέση ότι κυρίαρχος είναι αυτός που αποφασίζει για το πότε υπάρχει μια κατάσταση εξαίρεσης και πώς θα αντιμετωπιστεί (C. Schmitt, G. Agamben), γεννιέται το κρίσιμο ερώτημα, ποιος τελικά είναι αυτός. Δεν πρέπει δε να υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι κυρίαρχος είναι εκείνος που τυπικά λαμβάνει τη σχετική απόφαση, δηλαδή το κράτος, αλλά πραγματικά κυρίαρχος είναι εκείνος που κατέχει την πραγματική οικονομικοπολιτική ισχύ, δηλαδή «οι αγορές και το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο». Πολλώ μάλλον όταν το συγκεκριμένο κράτος έχει απωλέσει και τυπικά μεγάλο ή το μέγιστο μέρος της λαϊκής και εθνικής κυριαρχίας του –πέραν βεβαίως εκείνου που έχει εκχωρηθεί στην ΕΕ μέσω της ένταξής του σ’ αυτή– όπως π.χ. είναι η ουσιαστικώς μνημονιοκρατούμενη και υπερχρεωμένη Ελλάδα, όπου πραγματικός κυρίαρχος είναι η «ηγεμονεύουσα γερμανική βιομηχανία» (Κ. Τσουκαλάς). Καθώς δε οι συγγραφείς επικαλούνται με έμφαση τη δεσπόζουσα σημασία του «γενικού καλού» στο επαγγελλόμενο μοντέλο του stakeholder καπιταλισμού, πέραν από τις όποιες ηθικολογικές-ιδεαλιστικές προσεγγίσεις, ο εννοιολογικός και τελολογικός προσδιορισμός του δεν παύει να είναι συνάρτηση, αν όχι εξαρτημένη μεταβλητή, του πραγματικά κυρίαρχου, δηλαδή των αγορών και της κεφαλαιοκρατούμενης οικονομίας. Άλλωστε η «εργαλειοποίηση» του γενικού συμφέροντος από τα ελληνικά δικαστήρια, ιδίως τα ανώτατα, δεν είναι μόνο ενδεικτική των κινδύνων που εμπεριέχει η χειραγώγηση της αόριστης αυτής έννοιας και η μετατροπή σε μηχανισμό αποσταθεροποίησης των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ουσιαστικής αναίρεσης της κανονιστικής τους ισχύος. Πολύ περισσότερο αποκαλύπτει ποιος στην πραγματικότητα προσδιορίζει στην επίμαχη περίπτωση το γενικό συμφέρον, προσδίδοντας του μάλιστα υπερεθνική διάσταση. Αυτό δεν είναι άλλος από τη «γερμανοκρατούμενη» ΕΕ. (βλ. σχετικά Τραυλού – Τζανετάτου, «Ανώτατα Δικαστήρια», σ. 31 επ., ιδίως 65 επ. και τις εκεί παραπομπές).
Πέραν από τα ιδιαιτέρως ευάλωτα και εκτεθειμένα σε κριτική σημεία του βιβλίου που αφορούν βασικά τη «φετιχοποίηση» των νέων τεχνολογιών και τους κινδύνους μιας, όχι μόνο υγειονομικής, αλλά γενικευμένης επιτήρησης και ενίσχυσης των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του επαγγελλόμενου «εντόνως παρεμβατικού κράτους», παρά τις διακηρύξεις για το «κοινωνικό του πρόσωπο», την «προστασία της εργασίας» και των «δημοκρατικών δικαιωμάτων» που όχι μόνο δεν συνάδουν, αλλά αντιστρατεύονται προς την τρέχουσα πραγματικότητα και την εξελιξιακή της δυναμική, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μια κρίσιμη για την όλη λογική και τελολογική συνοχή, την ισορροπία και την πειστικότητα της «μεγάλης επανεκκίνησης» αντίφαση. Πρόκειται για μια αντίφαση που αφορά την αναγόρευση της πανδημίας στην καταλυτική εκείνη δύναμη που, προς αποφυγή του επερχόμενου χάους, αλλά και θεραπεία των δεινών του παρόντος, αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη αλλαγής καπιταλιστικού παραδείγματος και επιβάλλει την επιτάχυνση της σχετικής διαδικασίας. Πιο συγκεκριμένα: Οι συγγραφείς, στηριζόμενοι σε αδιαμφισβήτητα στατιστικά στοιχεία, επισημαίνουν ότι η πανδημία του Covid-19 εμφανίζει θνητότητα μόλις 0,4 – 0,5% και ότι οι θάνατοι κατά την περίοδο της συγγραφής του βιβλίου ήταν λιγότεροι από το 0,006% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ κατά την ισπανική γρίπη ανήλθαν στο 2,7%. Ωστόσο, σε αντίθεση με την επισήμανση αυτή, όχι μόνο δεν ασκούν κριτική στην οδηγήσασα στις βιωνόμενες καταστρεπτικές για την οικονομία, την κοινωνία, το κοινωνικό κράτος δικαίου και τη δημοκρατία, υπέρμετρες, δυσανάλογες και εν πολλοίς καταστροφικές συνέπειες. Πολύ περισσότερο, φαίνεται να τις δικαιολογούν πλήρως ως προερχόμενες από ένα έκτακτο γεγονός, που προσομοιάζει προς παγκόσμιο πόλεμο. Και ναι μεν οι προκληθείσες ανατροπές είναι τέτοιας έντασης και έκτασης που παραπέμπουν σε συνέπειες παγκοσμίου πολέμου. Όμως, το γεγονός ότι ένας ιός τόσο μικρής επικινδυνότητας, σε σχέση με εκείνη άλλων ιών στο παρελθόν, όπως ο κορωναϊός, οδηγεί μέσω της συγκεκριμένης διαχείρισής του σε τέτοιες ανατροπές, δεν αποτελεί απλώς ένα πρωτοφανές ιστορικό παράδοξο. Πολύ περισσότερο, συνιστά μια κραυγαλέα αντίφαση μεταξύ αιτίου και αιτιατού, πράγμα το οποίο θα απαιτούσε μια πειστική εξήγηση. Αντ’ αυτού, περιγράφοντας με τα μελανότερα χρώματα τις προκαλούμενες από τη διαχείριση του ιού ανατροπές και τους προδιαγραφόμενους για το μέλλον κινδύνους πλήρους αποσταθεροποίησης, θεώρησαν τον Covid-19 ως τον καταλύτη για την προώθηση και επιτάχυνση της «μεγάλης επανεκκίνησης», η οποία πέπρωται όχι μόνο να προσδώσει «κοινωνικό πρόσωπο» στον, επί του παρόντος κυριαρχούμενο από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση καπιταλισμό. Πολύ περισσότερο, θεωρούμενου προφανώς του καπιταλισμού ως του τελειότερου οικονομικοπολιτικού συστήματος, παρά τις οφθαλμοφανείς και βιωνόμενες κατά τρόπο οδυνηρό αδυναμίες του, και συνακόλουθα ως «του τέλους του κόσμου», εκφράζουν την αισιοδοξία τους για τη δυνατότητα σχεδιασμού και εφαρμογής ενός πιο συνεκτικού, βιώσιμου, δίκαιου και πράσινου μοντέλου.
Η αχίλλειος πτέρνα του υποστηριζόμενου μοντέλου
Βεβαίως το γεγονός ότι το, περιλαμβανόμενο στο βιβλίο των Schwab ‒ Malleret μανιφέστο για ένα βελτιωμένο καπιταλιστικό μοντέλο διακηρύσσεται από έναν «ορκισμένο» εκπρόσωπο της παγκόσμιας καπιταλιστικής-επιχειρηματικής ελευθερίας και απευθύνεται σε ένα αυστηρά επιλεγμένο ακροατήριο, όπου κυριαρχούν βασικά οι θιασώτες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, όπως π.χ. ο Jamie Demon, διευθύνων σύμβουλος της JPMorgan καθώς και διευθυντικά στελέχη πλανητικά δρώντων πολυεθνικών επιχειρηματικών ομίλων (Facebook, Amazon, Uber κ.ά.), είναι εύλογο να προκαλεί σοβαρούς ενδοιασμούς για την ειλικρίνεια, τα κίνητρα και τις πραγματικές στοχεύσεις του όλου «εναλλακτικού σχεδιασμού». Πολλώ μάλλον όταν είναι γνωστή η «ιδεοληπτική εμμονή» του Schwab στον «κοσμοσωτήριο ρόλο» της τέταρτης βιομηχανικής επανάστασης.
Ανεξαρτήτως πάντως των πραγματικών κινήτρων και στοχεύσεων του ιδεολογικοπολιτικού και φιλοσοφικού credo του Schwab δεν μπορεί παρά να διαφωνεί ριζικά όποιος, όπως και ο γράφων, φρονεί ότι οι κίνδυνοι και τα δεινά του σύγχρονου κόσμου δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν δομικά χωρίς την αμφισβήτηση και υπέρβαση του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος, χωρίς τον απεγκλωβισμό της τεχνοεπιστήμης από τη λογική της κεφαλαιακής συσσώρευσης και κοινωνικής αναπαραγωγής. Υπό την οπτική αυτή γωνία, η όποια «νέα κοινωνική συμφωνία», εφόσον καταστεί δυνατή, δεν μπορεί παρά να έχει συγκυριακό, προσωρινό χαρακτήρα. Τούτο, δε, καθώς θα τελεί υπό τη μόνιμη αίρεση της μη επέλευσης μιας νέας «κατάστασης εξαίρεσης», προσδιοριζόμενης από τις ανάγκες και τα προτάγματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Πολλώ δε μάλλον εφόσον ο κίνδυνος κατάρρευσής του, το επιτάσσει. Αν δε ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο της συχνής επανάληψης πολλώ δεν μάλλον της διαδοχικότητας εμφάνισης των διαφόρων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης, οικονομικής, υγειονομικής ή οικολογικής υφής, καθώς και άλλων πολύ σοβαρών απειλών, όπως η τρομοκρατία και ο πόλεμος, γίνεται ευχερώς αντιληπτό ότι η πλήρωση της αίρεσης από πιθανό εξαιρετικό ενδεχόμενο τείνει να μετατραπεί σε «δαμόκλειος σπάθη», που απειλεί να καταπέσει ανά πάσα στιγμή. Άλλωστε το ιστορικό προηγούμενο της τύχης του φορντικού-κεϋνσιανικού μοντέλου και ο ρόλος της μικροηλεκτρονικής τεχνολογίας στη μετάβαση στο μεταφορντισμό και τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση αποτελεί αψευδή μαρτυρία για του λόγου το αληθές.
Οι αποφάσεις για την αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας με σκοπό την αντιμετώπιση του Covid-19, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα ταχείας και αποτελεσματικής θέσης σε λειτουργία της, εμπεριέχουν τον κίνδυνο να αποτελέσουν μια «συνταγή-πατέντα», η οποία θα κληθεί να δώσει λύση σε κάθε παρόμοιο εξωτερικό ζήτημα που τυχόν θα ανακύψει (π.χ. σε σχέση με το κλίμα)
Ωστόσο, πέρα από ωραιοποιήσεις, αποκρύψεις, ψευδαισθήσεις, οπισθοβουλίες και ιδεοληπτικές εμμονές, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή, πολλώ μάλλον, να απαξιωθεί, η συμβολή της «μεγάλης επανεκκίνησης» στην άκρως επίκαιρη συζήτηση για την αντιμετώπιση των δεινών που προκάλεσε στην εργασία, την κοινωνία, τη δημοκρατία και το περιβάλλον ο νεοφιλελεύθερος παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός. Τούτο, δε, καθώς, α) υιοθετώντας βασικά τα κύρια επιχειρήματα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, τα οποία δεν προβάλλονται μόνο, όπως ήδη σημειώθηκε, από τους αρνητές του καπιταλισμού, καταφέρει σε αυτή ένα συντριπτικό πλήγμα, αν όχι τη χαριστική βολή, αποκαλύπτοντας ταυτόχρονα τον ψευδεπίγραφο, αντιιστορικό χαρακτήρα του διαβόητου θατσερικού δόγματος ΤΙΝΑ και β) αποκαλύπτει τα τρωτά σημεία, τις αντιφάσεις, τις παγίδες, τις ωραιοποιήσεις και τελικά τα εγγενή πεπερασμένα όρια ενός, άλλωστε, υπό τις παρούσες συνθήκες δυσχερέστατου, αν όχι ανέφικτου, πάντως δε θνησιγενούς από τη φύση του, εγχειρήματος.
Το «τρίλημμα της παγκοσμιοποίησης»
Βεβαίως, μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος της οραματιζόμενης νέας «κοινωνικής συμφωνίας» είναι η εφαρμογή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό, όμως, προϋποθέτει μια, τουλάχιστον κατ’ επίφαση, πολιτικά νομιμοποιημένη παγκόσμια διακυβέρνηση, της οποίας πραγματικό στήριγμα θα είναι η επίτευξη ενός στοιχειώδους consensus των βασικών, οικονομικών και γεωπολιτικών, ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών, δηλαδή βασικά Κίνας, ΗΠΑ, ΕΕ και Ρωσίας. Όπως το πρωτόγνωρο, λαμβάνων ψυχονευρωσική διάσταση, μένος, πρωτίστως των ΗΠΑ, αλλά και της ΕΕ κατά της Ρωσίας και της Κίνας καθίστα κατά τρόπον δραματικό και απειλητικό για την παγκόσμια ειρήνη μια τέτοια συναίνεση, και θα είναι πιθανότατα για μακρό χρονικό διάστημα, αδιανόητη. Ίσως δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ο ενδοκαπιταλιστικός αυτός, προσομοιάζων με πόλεμο, ανταγωνισμός αφορά δυνάμεις που ανήκουν σε διαφορετικά μοντέλα οργάνωσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή αφενός μεν του «δημοκρατικού καπιταλισμού» (ΗΠΑ, ΕΕ), στο πλαίσιο του οποίου πάντως οξύνεται το κοινωνικό ζήτημα και εντείνεται η κρίση στη σχέση καπιταλισμού και δημοκρατίας, αφετέρου δε του «αυταρχικού κρατικο-νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού» (βασικά Κίνα, αλλά και Ρωσία). Έτσι φαίνεται να περιορίζεται από τα πράγματα το πεδίο δοκιμαστικής, έστω, εφαρμογής του επίμαχου μοντέλου στον χώρο του δυτικότροπου «δημοκρατικού καπιταλισμού», ιδίως δε στις χώρες όπου, παρά τη διάβρωσή τους από τη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, εξακολουθεί, έστω παραπαίοντας και καρκινοβατώντας, ο καπιταλισμός να διατηρεί στοιχειώδη δημοκρατικά, κοινωνικοκρατικά και δικαιοκρατικά στοιχεία, όπως είναι κυρίως οι χώρες της Ευρώπης. Αν δε εξαιρέσει κανείς ορισμένους υπερεθνικούς συνασπισμούς κρατών, όπως βασικά η Ευρωπαϊκή Ένωση, που καίτοι δεν έχουν αποκτήσει τη μορφή μιας Κοινοπολιτείας, διαθέτουν τους βασικούς θεσμικούς μηχανισμούς για τη διαμόρφωση μιας βασικά κοινής και ομοιογενούς οικονομικής και μέχρις ένα βαθμό νομισματικής πολιτικής, η επίμαχη «κοινωνική συμφωνία» έχει ως πεδίο εφαρμογής βασικά το εθνικό κράτος, λαμβανομένων υπ’ όψη των επιμέρους ιστορικών και πολιτισμικών ιδιαιτεροτήτων του, κυρίως όμως του τρόπου οργάνωσης του κρατικού παρεμβατισμού στην αγορά εργασίας. Η δημοκρατική οργάνωση και η αναγνώριση θεμελιωδών κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων, παρά την προϊούσα αφυδάτωσή τους, αποτελούν θεωρητικά πρόσφορο έδαφος για την επίτευξη της επίμαχης συμφωνίας.
Σημειωτέον εξάλλου ότι η πανδημία ανέδειξε τον κρίσιμο αναντικατάστατο ρόλο του παρεμβατικού στην οικονομία και κοινωνία εθνικού κράτους. Πάντως, ως αναγκαία κοινά σε κάθε συμφωνία στοιχεία θεωρούνται οι βασικές συνιστώσες της κοινωνικής και εργασιακής προστασίας. Εξάλλου, στον προσδιορισμό του περιεχομένου της συμφωνίας δεν πρέπει να παρακαμφθεί η γνώμη της νέας γενιάς, που έχει πληγεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα από την πανδημία.
Αναφερόμενοι, εξάλλου, οι συγγραφείς στον κρίσιμο τομέα των γεωπολιτικών ανατροπών, θεωρούν ότι τέσσερα είναι τα κύρια προβλήματα τα οποία θα δεσπόσουν κατά την «παγκόσμια αταξία» που θα επικρατήσει κατά την μετακορωναϊκή περίοδο: Η υποχώρηση της παγκοσμιοποίησης, η έλλειψη μιας παγκόσμιας πολιτικής τάξης πραγμάτων, ο αυξανόμενος ανταγωνισμός ΗΠΑ-Κίνας και η τύχη των ασθενικών και φυτοζωούντων κρατών. Στο πλαίσιο των προδιαγραφομένων γεωπολιτικών ανακατατάξεων και υπό τον φόβο ενίσχυσης του εθνικισμού, λόγω της επιστροφής του εθνικού κράτους κατά την πανδημία, ανασύρουν το περίφημο «τρίλημμα της παγκοσμιοποίησης» του Dani Rodricks (The Globalization Paradox, 2012). Σύμφωνα με αυτό, επειδή η συνύπαρξη της οικονομικής παγκοσμιοποίησης με την πολιτική δημοκρατία και το εθνικό κράτος δεν είναι δυνατή, πρέπει να επιλεγεί το ζεύγος των λημμάτων που μπορούν να συνυπάρξουν. Η αποτροπή ανόδου του εθνικισμού (φαινόμενα Brexit και τραμπισμού) συνηγορεί, κατά τους συγγραφείς, υπέρ της απώθησης (υποχώρησης) της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Από την άλλη όμως πλευρά, όπως δείχνει η περίπτωση της ΕΕ (οικονομική ολοκλήρωση = παγκοσμιοποίηση), η υποχώρηση αφορά κατά κύριο λόγο το εθνικό κράτος. Πολλώ μάλλον καθώς επειδή απουσιάζει μια συντεταγμένη πολιτική υπόσταση, μια ευρωπαϊκή Κοινοπολιτεία, διατηρείται, αν δεν διευρύνεται, το δημοκρατικό ευρωενωσιακό έλλειμμα.
Μακροπρόθεσμος στρατηγικός στόχος της επαγγελλόμενης νέας «κοινωνικής συμφωνίας» είναι η εφαρμογή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό, όμως, προϋποθέτει μια, τουλάχιστον κατ’ επίφαση, πολιτικά νομιμοποιημένη παγκόσμια διακυβέρνηση, της οποίας πραγματικό στήριγμα θα είναι η επίτευξη ενός στοιχειώδους consensus των βασικών, οικονομικών και γεωπολιτικών, ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών. Όπως το πρωτόγνωρο, λαμβάνων ψυχονευρωσική διάσταση, μένος, πρωτίστως των ΗΠΑ, αλλά και της ΕΕ κατά της Ρωσίας και της Κίνας καθίστα μια τέτοια συναίνεση αδιανόητη
Από την άλλη πλευρά δεν πρέπει να παραβλέπεται το γεγονός ότι οι Schwab-Malleret διακηρύσσουν τη «μεγάλη επανεκκίνηση» όχι ως υπέρβαση, αλλά ως βελτίωση του ισχύοντος καπιταλιστικού μοντέλου. Ο δε προτεινόμενος stakeholder καπιταλισμός και η σχετική κοινωνική συμφωνία παραπέμπουν σε μια νέα μορφή «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς» προσαρμοζόμενης στις ανάγκες του ψηφιακού καπιταλισμού, με έμφαση στην προστασία της υγείας και του φυσικού περιβάλλοντος και με εμφανείς πάντως τις τάσεις ενός «πατερναλιστικού ολοκληρωτισμού», με κυρίαρχο το στοιχείο της διάχυτης, κρατικής, ιδίως δε της σε μεγάλο βαθμό συναινετικής και ιδιωτικής επιτήρησης.