Κίνδυνο μη επίτευξης των στόχων της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια με ορίζοντα το 2030, διαβλέπει το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ), σύμφωνα με έκθεση που έδωσε στη δημοσιότητα.
«Η επίτευξη των στόχων της ΕΕ για το κλίμα και την ενέργεια με ορίζοντα το 2020 ήταν εν μέρει αποτέλεσμα εξωτερικών παραγόντων, όπως οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 που βοήθησαν τη μείωση των εκπομπών», αναφέρει στην ανακοίνωσή του το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο διερωτάται κατά πόσον η ΕΕ μπορεί να κερδίσει το στοίχημα της μείωσης των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου κατά 55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990, έως το 2030. «Δεν εντοπίστηκαν παρά ελάχιστες ενδείξεις ότι η δράση για την επίτευξη των στόχων αυτών θα αποδειχθεί επαρκής», συμπεραίνει η ειδική έκθεση του ΕΕΣ.
Το ΕΕΣ διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, έλλειψη διαφάνειας σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη μέλη της ΕΕ πέτυχαν τους εθνικούς δεσμευτικούς στόχους τους αξιοποιώντας τις «δυνατότητες ευελιξίας»: η συμβολή ορισμένων από αυτά δεν ήταν η αναμενόμενη και, προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους, προσέφυγαν σε άλλα μέσα, όπως η αγορά δικαιωμάτων εκπομπής ή μεριδίων ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές από κράτη μέλη που είχαν υπερβεί τους στόχους τους. Ελάχιστες πληροφορίες εντοπίστηκαν σχετικά με το πραγματικό κόστος της επίτευξης των στόχων για τον προϋπολογισμό της ΕΕ, τους εθνικούς προϋπολογισμούς και τον ιδιωτικό τομέα, καθώς και σχετικά με τις δράσεις που συνέβαλαν ουσιαστικά στην επίτευξη των στόχων. Ως αποτέλεσμα, πολίτες και άλλα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είναι εύκολο να διαπιστώσουν αν η ΕΕ επιδιώκει την επίτευξη των στόχων της κατά τρόπο οικονομικά αποδοτικό, ούτε να αντλήσουν διδάγματα προς αξιοποίηση ενόψει της υποχρέωσης επίτευξης των στόχων για το 2030.
Το ΕΕΣ επιβεβαιώνει ότι η ΕΕ σημειώνει ικανοποιητικές επιδόσεις σε σύγκριση με ορισμένες εκβιομηχανισμένες χώρες όσον αφορά τη μείωση των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου. Ωστόσο, δεν συνυπολογίζει το σύνολο των εκπομπών της, οι οποίες θα ήταν κατά ένα δέκατο περίπου υψηλότερες, εάν συμπεριλαμβάνονταν εκείνες που προκαλούνται από το εμπόριο και τη διεθνή αεροπορία και ναυτιλία.
Όσον αφορά το μέλλον και τους ιδιαίτερα φιλόδοξους στόχους για το 2030, προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις πως η διαθέσιμη χρηματοδότηση θα επαρκέσει για την επίτευξή τους. Αυτό ισχύει ιδίως για τη χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα, η οποία προσδοκάται ότι θα είναι σημαντική.
Σημειώνεται ότι η ΕΕ δεσμεύθηκε να δαπανήσει τουλάχιστον το 30% του προϋπολογισμού της για την περίοδο 2021-2027 υπέρ της δράσης για το κλίμα. Το ποσοστό αυτό αντιστοιχεί σε περίπου 87 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό μικρότερο από το 10% των συνολικών επενδύσεων που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων με ορίζοντα το 2030, οι οποίες εκτιμώνται σε περίπου 1 τρισεκατομμύριο ευρώ ετησίως. Οι υπόλοιπες επενδύσεις αναμένεται να προέλθουν από εθνικούς και ιδιωτικούς πόρους.