Το πρόβλημα στις τιμές των τροφίμων παραμένει ως έχει, με αποτέλεσμα η κατάσταση να δυσκολεύει ολοένα και περισσότερο, ενώ η κυβέρνηση δεν σκοπεύει να προχωρήσει σε άλλες κινήσεις αντιμετώπισης της ακρίβειας.
Οι αυξήσεις στα προϊόντα λειτουργούν σωρευτικά, οπότε η έκταση του προβλήματος αποτυπώνεται καλύτερα αν συγκριθούν οι τιμές που διαμορφώνονταν στην αγορά πριν ξεσπάσει η ενεργειακή και πληθωριστική κρίση με τις αντίστοιχες σημερινές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε περίπου 30 διαφορετικά προϊόντα και υπηρεσίες πρώτης ζήτησης οι τιμές είναι τουλάχιστον 30% ακριβότερες σε σχέση με τα προ διετίας επίπεδα. Ακόμη και στο μέτωπο της ενέργειας και παρά τη μεγάλη αποκλιμάκωση που αποτυπώνεται στις τιμές το τελευταίο 12μηνο, απέχουμε πολύ από τα προ κρίσης επίπεδα. Το ηλεκτρικό ρεύμα είναι 36% ακριβότερο σε σχέση με τα επίπεδα του Μαΐου του 2021, ενώ και η τιμή λιανικής του φυσικού αερίου είναι 37% υψηλότερη. Στις πρώτες θέσεις της σχετικής κατάταξης τα αεροπορικά εισιτήρια, που έχουν ακριβύνει κατά 77% συγκριτικά με τον Μάιο του 2021, η ζάχαρη, που έχει ανατιμηθεί κατά 62%, το ελαιόλαδο, που είναι 50% ακριβότερο, αλλά και τα τυριά, που έχουν ανατιμηθεί κατά 42%. Η ζάχαρη έχει ανατιμηθεί κατά 62% και το γάλα κατά 37%.
Το ψωμί έχει ακριβύνει και αυτό κατά 33%, ενώ στα κρέατα οι ανατιμήσεις της διετίας είναι της τάξεως του 30%.
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι τα στοιχεία αποτυπώνουν και τη μεγάλη διαφορά του πληθωρισμού από την ακρίβεια. Ο δείκτης τιμών καταναλωτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (2,8% κατά τον μήνα Μάιο) καταγράφει τη μέση μεταβολή των τιμών στο σύνολο των αγαθών και των υπηρεσιών σε βάθος 12μήνου. Όμως αυτό το στοιχείο δεν αποτυπώνει τις επιπτώσεις της ακρίβειας που βιώνουν τα νοικοκυριά κατά την τελευταία διετία.
Συγκρίνοντας τα στοιχεία κατά την τελευταία διετία, η μεταβολή του γενικού δείκτη τιμών φτάνει κοντά στο 14,5%. Από τους συγκεντρωτικούς δείκτες, η μεγαλύτερη αύξηση τιμών εντοπίζεται πλέον στον δείκτη της διατροφής, με τις μέσες ανατιμήσεις να φτάνουν στο 25%.
Ακολουθεί ο δείκτης ένδυσης και υπόδησης με αύξηση 18%, ενώ το κόστος στέγασης είναι πλέον κατά 17,5% ακριβότερο σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα.
Στις μεταφορές, το κόστος είναι 15% μεγαλύτερο σε σχέση με πριν δύο χρόνια, καθώς η αποκλιμάκωση που έχει καταγραφεί το τελευταίο 12μηνο στα καύσιμα είναι ακόμη μικρή, ήτοι περίπου 3%. Στον κλαδικό δείκτη της εκπαίδευσης εντοπίζεται μεταβολή 3% στη διετία, και στην Υγεία λίγο πάνω από 8%.
Πάντως, θα πρέπει να υπενθυμιστεί ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα για τους πολίτες είναι οι τιμές των τροφίμων, καθότι οι ανατιμήσεις τους κινούνται σε διψήφιο ποσοστό για 14ο συνεχόμενο μήνα (Μάιος 2023), ενώ βρίσκονται σε άνοδο για 24 μήνες, ροκανίζοντας τα εισοδήματα των πολιτών. Μόνο τυχαίο δεν είναι το γεγονός ότι ένα από τα χαμηλότερα κατά κεφαλήν ΑΕΠ και από τους πιο χαμηλούς δείκτες πραγματικής ατομικής κατανάλωσης (ΑΙC) κατέγραψε η Ελλάδα το 2022, με βάση τα στοιχεία που έδωσε πρόσφατα στη δημοσιότητα η Eurostat.
Εξαιτίας των παραπάνω, οι πολίτες προχωρούν σε δραματικές περικοπές, κάτι το οποίο αποτυπώνεται και σε σχετική έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών. Με βάση την έρευνα, ένας στους δύο καταναλωτές (ποσοστό 48,3%) δηλώνει ότι έχει περιορίσει έντονα την αγορά έτοιμων γευμάτων, το 41,1% τα κρασιά, τις μπύρες και τα οινοπνευματώδη, το 36% τα φυτικά τρόφιμα, το 34,1% τα γλυκά και αλμυρά σνακ και το 33,5% τα βιολογικά προϊόντα. Συνεπώς, είναι αποδεδειγμένο ότι το «καλάθι» δεν έδωσε λύσεις στους πολίτες, οι οποίοι «βλέπουν» να μειώνεται το εισόδημά τους.
πηγή: Αυγή