Όταν ο/η influencer παρέχει τις υπηρεσίες του προβλεπόμενα, τηρώντας κανονικά μια ατομική επιχείρηση, τότε ορίζεται ως ένας -κατά κάποιον τρόπο- διαφημιστής ο οποίος προχωρά σε τοποθέτηση προϊόντων με σκοπό το κέρδος.
Αναφορικά με τον Κωδικό Αριθμό Δραστηριότητας στον οποίο «υπάγεται» και τον οποίο χρησιμοποιεί, κατά βάση εφαρμόζεται ο κωδικός 70.22.13.05 με την περιγραφή – επεξήγηση: «Υπηρεσίες συμβούλου σε θέματα προώθησης πωλήσεων».
Εύλογα γεννάται το ερώτημα ποιοι και γιατί τελικά «πληρώνουν» τους εν λόγω «διαφημιστές», κάτι το οποίο ζητά επιτακτικά απάντηση μετά και την γνωστοποίηση της περίπτωσης γνωστής Ελληνίδας που είχε αποκρύψει 350.000 ευρώ και «έπεσε στα δίχτυα» της ΑΑΔΕ.
Με δεδομένο ότι ο influencer είναι μια σύγχρονη μορφή πλασιέ, που «πουλά» το προϊόν / υπηρεσία εντάσσοντάς την στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής του -προβάλλοντάς το δηλαδή στην καθημερινότητά του-, όλα -και κυρίως η αμοιβή του- εξαρτώνται από το πόσο δημοφιλής είναι.
Οι τιμές ανά… story και post
Οι τιμές ξεκινούν από τα 500 ευρώ για ένα story στο Instagram και φτάνουν ακόμα και τις 10.000 ευρώ για μία δημοσίευση (post) για τους «κορυφαίους» του influencing στην Ελλάδα. Σημειώνεται πως στη λίστα περιλαμβάνονται κατά βάση άτομα δημοφιλή στη νεολαία, καλλιτέχνες, παρουσιαστές, μοντέλα, αθλητές, αλλά κυρίως άτομα που προσεγγίζουν τα κοινά τους εξαρχής μέσα από τισ πλατφόρμες (λ.χ. το TikTok) και κατόπιν μέσα από τα παραδοσιακά ΜΜΕ.
Σε αυτό οφειλεται και το ότι, δεν είναι λίγοι οι επαγγελματίες που συνεργάζονται με «επιδραστικούς» και δεν θεωρούν μεγάλες είτε / και παράλογες τις αμοιβές τους. Για παράδειγμα, στα 20.000 ευρώ φτάνει το ποσό με το οποίο κανείς μπορεί να έχει σε ένα event για το λανσάρισμα ενός προϊόντος τρεις influencers, οι οποίοι όχι μόνο θα δημοσιεύσουν posts και stories στο Instagram αλλά ταυτόχρονα δίνουν στην εταιρεία το δικαίωμα να χρησιμοποιεί την εικόνα τους για διαφημιστικούς σκοπούς.
Ο παρακάτω πίνακας μαρτυρά το ύψος των κερδών, σε μια παγκόσμια κλίμακα, παραθέτοντας τους πιο ακριβοπληρωμένους influencers (πασίγνωστα ονόματα) στο Instagram:
Τους «ξεσκονίζει» η ΑΑΔΕ – Ετοιμάζεται πλατφόρμα καταγγελιών
Σύμφωνα με στελέχη του υπουργείου Οικονοµικών, στόχος της ΑΑΔΕ είναι ο εντοπισµός επιχειρήσεων που πωλούν αγαθά µέσω ∆ιαδικτύου, χωρίς να εκδίδουν αποδείξεις και τιμολόγια για την πώληση ή τα παραστατικά που εκδίδουν δεν είναι νόµιµα.
Για το λόγο αυτό, η Ανεξάρτητη Αρχή ∆ηµοσίων Εσόδων (ΑΑ∆Ε) έχει δηµιουργήσει ειδικό ελεγκτικό τµήµα για τον εντοπισµό επιχειρήσεων ή φυσικών προσώπων που χρησιµοποιούν τα social media και υπάρχουν γι’ αυτούς υποψίες για φοροδιαφυγή. Ειδικότερα, τη βάση δεδοµένων για χιλιάδες ελέγχους τόσο φέτος όσο και μελλοντικά θα αποτελέσουν το Facebook, το Instagram καθώς και το TikTok.
Υπενθυμίζεται ότι, µε βάση το τελευταίο οργανόγραµµα της ΑΑΔΕ που ισχύει από τον Φεβρουάριο του 2023, ενεργοποιήθηκε τµήµα «Προτεραιοποίησης Υποθέσεων Ελέγχου και Ανίχνευσης Τάσεων Παραβατικότητας, Μηχανογραφικής Υποστήριξης και Αναφορών».
Σηµειώνεται ότι λίαν συντόμως αναµένεται να τεθεί σε λειτουργία νέα ηλεκτρονική πλατφόρµα, µέσω της οποίας οι πολίτες θα µπορούν να καταγγέλλουν περιπτώσεις φοροδιαφυγής λαθρεµπορίου, παράνοµου πλουτισµού αλλά και «µαύρου» χρήµατος. Στο συγκεκριμενο ιστότοπο θα συγκεντρώνονται όλες οι καταγγελίες πολιτών, τόσο επώνυµες όσο και ανώνυµες.
Αξίζει τέλος να σημειωθεί πως για το σύνολο της αγοράς των social media η παγκόσμια αξία «ανέβηκε» σχεδόν 12 φορές τα τελευταία επτά έτη, ήτοι από 1,7 δισ. δολάρια το 2016 σε 21,1 δισ. δολάρια, όπως εκτιμάται, για το 2023.
Θα σημάνει το τέλος τους η Τεχνητή Νοημοσύνη;
Αν αναλογιστεί κανείς ότι υπάρχουν επιχειρηματίες που ρισκάρουν να διαφημιστούν στα social media μέσω Influencers και τελικά δεν βλέπουν κανένα αποτέλεσμα, δίχως να προστατεύονται από τέτοιες αστοχίες, εκτιμάται από μελετητές ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα παίξει κι εδώ ρόλο.
Κι αυτό γιατί η AI θα επιστρατευτεί και ως διαφημιστικό εργαλείο, αφού σύντομα θα προκύψουν, με τη βοήθειά της, προσωποποιημένες διαφημίσεις προϊόντων που θα παρουσιάζονται στους χρήστες, ακριβώς όπως πρέπει να είναι φτιαγμένες για να τραβήξουν το ενδιαφέρον μας. Και, μάλιστα, δίχως το πρόσωπο που θα εμφανίζεται να προσιδιάζει σε γνώριμή μας φιγουρα.
Deinfluencing, η νέα «μόδα»;
Στον αντίποδα, μιά νέα τάση στα έχει αρχίσει να τους «παίρνει τα ηνία» από τους infuencers. Και ακούει στον όρο «Deinfluencing».
Όπως αναφέρεται στο CNN, έπειτα από μία μακρά περίοδο κατά την οποία χρήστες των social media προωθούσαν προϊόντα ομορφιάς, μόδας, wellbeing ή και υπηρεσίες στους χιλιάδες και εκατομμύρια ακολούθους τους στο TikTok και το Instagram, οι «deinfluencers» πλέον έρχονται να αποδομήσουν όλο αυτό το lifestyle.
Οι υποστηρικτές της νέας αυτής τάσης, αναφέρεται στο CNN, ισχυρίζονται ότι ο υλισμός είναι «υπερτιμημένος» και δεν μας χρειάζεται πλέον.
Τα μηνύματά τους είναι «καθαρά»: Δεν τα χρειάζεστε. Άλλοτε μάλιστα αντιπροτείνουν άλλες επιλογές, πιο προσβάσιμες οικονομικά. Κάνουν λόγο επίσης για τη βιωσιμότητα και το κόστος των αποβλήτων που σχετίζονται με συγκεκριμένες βιομηχανίες, όπως η ομορφιά και η μόδα.
Σημειώνεται πως το τελευταίο έτος, το #deinfluencing προβλήθηκε στο TikTok 582 εκατομμύρια φορές από τις 584 εκατομμύρια συνολικές προβολές, σύμφωνα με τα δεδομένα της πλατφόρμα μόνο για τον Μάιο.
«Το deinfluencing είναι μια αναδυόμενη τάση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης που αποθαρρύνει τους καταναλωτές από την αγορά ορισμένων προϊόντων που ο deinfluencer έχει διαπιστώσει ότι είναι επιεικώς, αναποτελεσματικά ή δεν αξίζουν τα χρήματά τους», επισημαίνει σχετικά ο Κρις Ράμπαϊ, αναλυτής social media και πρόεδρος της Ruby Media.
Ο ίδιος προσθέτει: «αντί να λένε αγοράστε αυτό (το προϊόν), λένε μην το αγοράσετε. Και τα δύο είναι μορφές επιρροής. Δεν είναι διαφορετικό από το να λες: “Ψηφίστε αυτόν τον υποψήφιο” σε σχέση με το «Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους δεν πρέπει να ψηφίσετε αυτόν τον υποψήφιο».
Όμως, τονίζει πως η αντίδραση κατά της υπερκατανάλωσης μαρτυρά μια αυξανόμενη ροπή προς τον μινιμαλισμό. Αντί, λοιπόν, να αγοράσει κανείς μία σειρά προϊόντων, που διαφημίζονται από έναν δημοφιλή λογαριασμό social media, η τάση αυτή προτείνει στους καταναλωτές να αξιολογούν αν χρειάζονται ένα αντικείμενο, πριν δώσουν κάποια χρήματα για να το αποκτήσουν.