Ο Παρθενώνας αποτελεί ένα από τα πλέον δημοφιλή αξιοθέατα στον κόσμο και για πολλούς ταξιδιώτες βρίσκεται ψηλά στην κορυφή της λίστας με τα μέρη που πρέπει να επισκεφθούν.
Όμως, η μαζική συρροή τουριστών γεννά πλέον προβλήματα. Όπως δημοσιεύει το περιοδικό Spiegel, «κατά τον Ιούνιο και τις αρχές Ιουλίου, ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε κατά 80% συγκριτικά με το 2019. […] Πλέον, όσοι έχουν αγοράσει εισιτήριο στην είσοδο συχνά πρέπει να περιμένουν ξανά στις σκάλες των Προπυλαίων, ενώ οι επισκέπτες συνωστίζονται τόσο πολύ που οι φύλακες αναγκάζονται να διακόψουν προσωρινά την είσοδο περισσότερων τουριστών στο μνημείο».
Αποσκοπώντας στην αντιμετώπιση του μαζικού τουρισμού, «η υπουργός Πολιτισμού και αρχαιολόγος Λίνα Μενδώνη ανακοίνωσε μέτρα για τη διαχείριση των επισκεπτών, αναφέροντας πως θα δημιουργηθεί, μεταξύ άλλων, σύστημα κρατήσεων, είσοδοι ταχείας κυκλοφορίας για γκρουπ και ηλεκτρονικά εισιτήρια, χωρίς ωστόσο να δοθούν περαιτέρω διευκρινίσεις. […] Πρόκειται για πρωτοβουλίες που έχουν καθυστερήσει πολύ να υλοποιηθούν στην Ακρόπολη και υπάρχουν ήδη σε πολλά μέρη».
Επιπλέον, το γερμανικό περιοδικό σχολιάζει και το μονοπάτι από μπετόν που κατασκευάστηκε το 2020: «το Υπουργείο Πολιτισμού υποστήριξε πως βελτιώθηκε η προσβασιμότητα για όσους κυκλοφορούν με αναπηρικά αμαξίδια και μειώθηκε ο κίνδυνος ατυχημάτων. […] Ωστόσο, σύμφωνα με τον Στέφαν Ντέμπκε, επικεφαλής του Παρατηρητηρίου Παγκόσμιας Κληρονομιάς (WHW), οι εργασίες εκσυγχρονισμού “φαίνεται να αποσκοπούν στην αύξηση του αριθμού των τουριστών που επισκέπτονται τον χώρο” και ως εκ τούτου είναι “εντελώς ανεύθυνες”.
Το WHW είχε στείλει επιστολή στην Επιτροπή Παγκόσμιας Κληρονομιάς της Unesco, ζητώντας να προστεθεί η Ακρόπολη στον κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς που κινδυνεύει. Όλα τα έργα από οπλισμένο σκυρόδεμα θα έπρεπε να κατεδαφιστούν και η Ακρόπολη να αποκατασταθεί όπως ήταν πριν το 2020. “Τα κτίρια στην περιοχή είναι τόσο ογκώδη που θα αλλοιώσουν την εμφάνιση και τον χαρακτήρα της περιοχής σε βαθμό που θα της στερήσει εντελώς την αυθεντικότητα και την ακεραιότητά της”», τονίζει τέλος ο Ντέμπκε στο Spiegel.
Πηγή: DW