Χρειαζόμαστε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση για την Αριστερά που θα αρχίζει από την κατανόηση της ταξικής οργάνωσης της δικτυωμένης μεταφορντικής κοινωνίας. Μόνο αυτή μπορεί να σηματοδοτήσει πώς πρέπει να σμιλευτεί η ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα περίοδο
Γράφει ο Φρόιντ στο δοκίμιο «Πένθος και μελαγχολία» ότι η απώλεια του αγαπημένου αντικειμένου, ανθρώπου, ιδέας ή αγώνα, οδηγεί σε μια έντονη και σύντομη περίοδο πένθους στη διάρκεια της οποίας υπάρχει σχεδόν πλήρης ταύτιση με το χαμένο αντικείμενο του πόθου.
Η απογοήτευση, το άγχος, η αγωνία για το μέλλον κυριαρχούν. Οταν τελειώσει το πένθος, ανοίγονται δύο δρόμοι: η μόνιμη εσωτερίκευση του χαμένου αντικειμένου που οδηγεί στη μελαγχολία και την αδράνεια ή η επιστροφή στη νευρωτική κανονικότητα.
Εμφανίστηκε πρόσφατα και ένας τρίτος που μετατοπίζει το πένθος: η συζήτηση για τον επόμενο ηγέτη και τη διαδικασία επιλογής της/του. Η συζήτηση για αρχές, για αξίες, για την ταυτότητα του κόμματος και το όραμα που θα προτείνουμε τα επόμενα χρόνια έχει αντικατασταθεί από τη συνηθισμένη αριστερή διαδικασιολογία, από ψιθύρους και κουτσομπολιά που αφήνουν να διαρρεύσουν οι «ενημερωμένοι» δημοσιογράφοι. Ακούμε ότι οι διάφορες τάσεις συνεδριάζουν, διαπραγματεύονται, προετοιμάζονται. Τα μέλη και οι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ που δεν ανήκουν σε τάσεις θα βρεθούν τη στιγμή των ψηφοφοριών προ ειλημμένων αλλά άγνωστων αποφάσεων.
Θυμάμαι ότι όταν έφτασα στη Βουλή το 2015 ως πρωτάρης, σύντροφος βουλευτής με κάλεσε να γίνω μέλος μιας τάσης. Απάντησα ότι είμαι μέλος του κόμματος που μου έκανε τη μεγάλη τιμή να με εκλέξει στη Βουλή. Αυτό μου αρκούσε.
«Ναι», ήρθε η απάντηση, «αλλά αν δεν είσαι σε τάση, δεν θα εκλεγείς στο συνέδριο και δεν θα συμμετέχεις στις κομματικές διαδικασίες». Είχε δίκιο. Δεν μπήκα σε τάση, δεν εξελέγην στο Συνέδριο παρ’ ότι γράφω αυτή τη στήλη για εννιά χρόνια σε μια σχεδόν μονήρη πάλη ιδεών με τη Δεξιά.
Σήμερα για πρώτη φορά αισθάνομαι ότι ίσως πρέπει να γίνω μέλος τάσης για να ξέρω τι γίνεται. Αλλά δεν θα το κάνω. Γιατί δεν πρέπει οι τάσεις να υποκαθιστούν τα μέλη του κόμματος και να αποφασίζουν τι θα γίνει στις εκλογές. Δεν πρέπει οι αποφάσεις των Συνεδρίων να έχουν αποφασιστεί εκ των προτέρων από τους ηγέτες των τάσεων. Δεν πρέπει η ηγεσία των τάσεων να υποκαθιστά τα μέλη τους.
Το «εγώ σας τα έλεγα» είναι απωθητικό. Δεν το έχω χρησιμοποιήσει στην πολιτική και ακαδημαϊκή μου ζωή και δεν θα το κάνω. Αν έχεις ιδέες τις παλεύεις δημόσια, αυτή είναι η ιδρυτική αρχή της δημοκρατίας. Γι’ αυτό κατέγραψα τις σωστές ή λάθος απόψεις μου για το πώς μπορεί να ανταποκριθεί η Αριστερά στις μεγάλες προσδοκίες που δημιούργησε αλλά και για τα λάθη, τις δυσλειτουργίες, την ασαφή της ταυτότητα στην καλή αυτή εφημερίδα.
Η διαβούλευση, οι εντάσεις, οι διαφωνίες -η «εσωστρέφεια» όπως δυσφημίζεται- είναι λυτρωτικές μετά την ήττα. Αλλά πρέπει όλα τα μέλη να έχουν συμμετοχή και λόγο. Ας φτιάξουμε λοιπόν μία μόνο τάση στον ΣΥΡΙΖΑ για όλα τα ενεργά μέλη. Εκεί να κάνουμε τη συζήτηση που έχουμε ανάγκη, να ακούσουμε τα σχέδια των υποψηφίων, να δημιουργήσουμε γνώμη, να αποφασίσουμε δημοκρατικά. Τα κονκλάβια βοήθησαν όταν το κόμμα ήταν συνασπισμός. Σήμερα πρέπει να γίνει μονοτασικό κόμμα.
Τι μας έφταιξε;
Η κατανόηση των πολλαπλών αιτίων των εκλογικών αποτελεσμάτων είναι δουλειά των μελετητών, όχι των δημοσκόπων που κατακλύζουν τον δημόσιο λόγο. Οι λόγοι της ήττας είναι πολλοί και σύνθετοι. Θα τους εξετάσουν η πολιτική επιστήμη και η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ανθρωπολογία, η πολιτική οικονομία. Βιβλία θα γραφτούν, συνέδρια θα γίνουν.
Οσα λέγονται σήμερα είναι περιορισμένα, προσωρινά, μερικά. Αποτελούν συχνά ψυχαναλυτική «εκδραμάτιση», επιθέσεις εναντίον στελεχών ή πλευρών της κομματικής λειτουργίας που θεωρούνται αποκλειστικά αίτια της ήττας, καλύπτοντας πολλές φορές τη ματαίωση προσωπικών φιλοδοξιών.
Οι αναλύσεις της ήττας επικεντρώθηκαν στην προεκλογική εκστρατεία: την υπερεκτίμηση της απλής αναλογικής, την ανάδειξη της προοδευτικής κυβέρνησης ως κεντρικού επίδικου, την αδυναμία επιβολής της ατζέντας του προγραμματικού λόγου και την υπερπροβολή δευτερευόντων θεμάτων που εκτροχίαζαν τη συζήτηση.
Είναι όλα μερικά, το πρόβλημα είναι γενικότερο. Πώς δεν προέβλεψε κανείς την αριστερή υποχώρηση; Γι’ αυτή την αποτυχία έχουν ευθύνη και οι αριστεροί επιστήμονες – εγώ μαζί τους. Φαίνεται ότι η Αριστερά δεν έχει κατανοήσει ή αναλύσει τις αλλαγές στην κοινωνία. Δίπλα στην έλλειψη «γείωσης» σε δήμους, συνδικάτα, συλλόγους και επιμελητήρια που μετατρέπει το κόμμα σε αιωρούμενο εκλογικό μηχανισμό, βρίσκουμε ένα μόνιμο διαχρονικό πρόβλημα: την εγκατάλειψη της θεωρητικής μελέτης και ανάλυσης του κοινωνικού γίγνεσθαι, των ταξικών και επαγγελματικών διαστρωματώσεων, την αδιαφορία και απουσία από την πάλη των ιδεών, την αντικατάσταση της επιστημονικής κατανόησης από μια επιδερμική επικοινωνιακή στρατηγική.
Με μια λέξη εγκαταλείψαμε το πιο μεγάλο ιστορικό μας κεφάλαιο: τη δύναμη της Αριστεράς να λειτουργεί ως θεωρία και επιστήμη στην πράξη, να αποφασίζει προγράμματα και πολιτικές μπολιάζοντας τις αξίες της με την επιστημονική τεκμηρίωση και την κατανόηση του εκάστοτε συσχετισμού δυνάμεων.
Αυτή η καταστατική ολιγωρία επηρεάζει όλες τις πλευρές της κομματικής λειτουργίας. Συζητάμε για την «Αριστερά και την πρόοδο», αλλά τι σημαίνει Αριστερά τον 21ο αιώνα; Ποια η σχέση της με τον σοσιαλισμό και τη σοσιαλδημοκρατία στις διάφορες εκδοχές τους; Είναι απλώς η θέση της στο Κοινοβούλιο; Η δυσάρεστη αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτές απαντήσεις ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ελλάδα.
Ετσι η συζήτηση για την Αριστερά μοιάζει συχνά με διάλογο ανθρώπων που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες, τα συνθήματά τους κενά περιεχομένου. Το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς έκανε ένα συνέδριο μ’ αυτόν τον τίτλο, αλλά το ενδιαφέρον ήταν περιορισμένο. Φαίνεται ότι κάποιοι ξέρουν την απάντηση αλλά δεν τη λένε. Ψίθυροι και κουτσομπολιά πάλι, ο τάδε είναι «αριστερός», ο δείνα «δεξιός». Χρειαζόμαστε μια μεγάλη δημόσια συζήτηση για την Αριστερά που θα αρχίζει από την κατανόηση της ταξικής οργάνωσης της δικτυωμένης μεταφορντικής κοινωνίας. Μόνο αυτή μπορεί να σηματοδοτήσει πώς πρέπει να σμιλευτεί η ταυτότητα του ΣΥΡΙΖΑ στη νέα περίοδο.
Επειδή δεν έχουμε την επιστημονική ανάλυση και δεν συμφωνούμε στο τι σημαίνει Αριστερά, δεν ξέρουμε επίσης πώς πρέπει να οργανωθεί και να λειτουργεί το κόμμα. Η ψηφιακή αναβάθμιση κεντρικά και στις οργανώσεις με online θεματικές συζητήσεις μελών και φίλων για τοπικά αλλά και πανελλαδικά θέματα προτάθηκε αλλά θεωρήθηκε ελιτίστικη, «λικβινταριστική» και ανάρμοστη με την αριστερή παράδοση.
Οταν το λοκντάουν μάς έμαθε την ψηφιακή επικοινωνία, το iSyriza δημιουργήθηκε ως online μεγάφωνο για την ηγεσία του κόμματος. Κάποιες οργανώσεις χρησιμοποίησαν δημιουργικά τις νέες τεχνολογίες για να μάθουν τις απόψεις των πολιτών και να αποφασίσουν τοπικά θέματα. Η κομματική γραφειοκρατία σε μεγάλο βαθμό αδιαφόρησε.
Να προσθέσω ότι το πρόβλημα με τη διεύρυνση δεν ήταν ότι κάποιοι πολύ «αριστεροί» έκλεισαν τις πόρτες σε όσους δεν περνούσαν το «αριστερόμετρο». Ηταν ότι η λειτουργία των οργανώσεων έχει γίνει αγγαρεία, ρουτινιέρικη υποχρέωση, με περιορισμένη συζήτηση και λιγότερη συντροφικότητα. Οι παλιοί πηγαίνουμε στην κομματική συνεδρίαση όπως οι πιστοί πάνε κάθε Κυριακή στην εκκλησία.
Για τα νέα μέλη, η συμμετοχή ήταν σαν τον εκκλησιασμό του Πάσχα. Πηγαίνουμε με το κερί μας αλλά μόλις γίνει η Ανάσταση, γυρνάμε σπίτι. Το πρόβλημα δεν είναι ότι τα μέλη της διεύρυνσης δεν είναι αρκετά «αριστερά» και κάποιοι τους διώχνουν. Είναι ότι η λειτουργία των οργανώσεων είναι βαρετή και δεν συνεπαίρνει την ψυχή. Υπάρχουν προτάσεις και λύσεις. Θα συνεχίσουμε.
*Καθηγητής, Πανεπιστήμιο Λονδίνου
πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών