Αφιέρωμα του βρετανικού μέσου στη δράση των εθελοντών στο νησί.
Στις προσπάθειες των εθελοντών να συνεισφέρουν στην κατάσβεση των πυρκαγιών στη Ρόδο, αφιερώνεται σημερινό δημοσίευμα των βρετανικών Times.
Μάλιστα οι Times αναφέρονται και σε μερίδα Βρετανών που πήγαν στη Ρόδο για διακοπές αλλά κατέληξαν να συμμετέχουν στις εθελοντικές ομάδες που έδρασαν στο νησί, ανταποκρινόμενοι στις εκκλήσεις που γίνονταν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για βοήθεια. Οι περισσότεροι απομακρύνθηκαν με ασφάλεια σε άλλα ξενοδοχεία ή επέστρεψαν στην Βρετανία, σημειώνουν, αναφέροντας ότι λίγοι είναι αυτοί που έμειναν για να σβήσουν τη φωτιά.
Αυτοσχέδια πυροσβεστικά οχήματα
Οι εθελοντές χρησιμοποιώντας εύκαμπτους σωλήνες κήπου και δοχεία νερού δεμένα στο πίσω μέρος των αγροτικών οχημάτων, τα μετέτρεψαν σε αυτοσχέδια πυροσβεστικά οχήματα. Είχαν για «όπλα» γάντια φούρνου, φτυάρια, γυαλιά του σκι και μάσκες που μάθαμε να χρησιμοποιούμε ως μέσο προφύλαξης κατά του κορωνοϊού.
«Δεν είναι ακριβώς αυτό που περίμενα να κάνω στις διακοπές μου», δηλώνει η Catherine O’Dea, έμπορος από το νότιο Λονδίνο. Η ίδια και ο φίλος της ακύρωσαν την πτήση επιστροφής στην πατρίδα τους την Τρίτη για να συνεχίσουν τον αγώνα τους ενάντια στη φωτιά. «Το πιο δύσκολο κομμάτι είναι ο καπνός», αναφέρει η 22χρονη, η οποία έχει κάνει και νυχτερινή φύλαξη σε μοναστήρι. «Είναι επίσης η διανοητική πρόκληση, αντέχεις, είσαι κουρασμένος, εργάζεσαι για όσες ώρες μέσα στην ημέρα. Αυτοί οι άνθρωποι είναι όλοι ντόπιοι, επομένως γνωρίζουν τη γη, αλλά δεν έχουν πολύ εξοπλισμό».
Ο 33χρονος φίλος της, Γεράσιμος Κουκουβάς, ο οποίος εργάζεται σε ένα ελληνικό κατάστημα που ονομάζεται Oliveology κοντά στη Γέφυρα του Λονδίνου, αναφέρει: «Μόλις ήρθαμε για διακοπές με τη μητέρα μου, η οποία είναι από το Βάτι. Είναι λυπηρό για το νησί. Τις πρώτες τρεις μέρες κανείς δεν βοηθούσε, υπήρχαν μόνο τρία μικρά αεροπλάνα».
Μαρτυρίες εθελοντών
«Είναι μια καταστροφή, μια τεράστια καταστροφή για ολόκληρο το νησί», δηλώνει η Δήμητρα Ψελλάκη, δικηγόρος που ζει στο Στόκγουελ, στο νοτιοδυτικό Λονδίνο. «Γράφουμε αναρτήσεις στο διαδίκτυο, ώστε η υπόλοιπη Ελλάδα να γνωρίζει τι συμβαίνει και ότι υπάρχει λίγη βοήθεια από την κυβέρνηση. Όλο το κλίμα του νησιού πρόκειται να αλλάξει εξαιτίας αυτού. Ζώα, δέντρα και τα πάντα — μόνο οι ντόπιοι ανέλαβαν πρωτοβουλίες για να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον», αναφέρει η 30χρονη, η οποία βοήθησε επίσης στην απομάκρυνση Βρετανών τουριστών από τα φλεγόμενα ξενοδοχεία το περασμένο Σαββατοκύριακο. «Οι φίλοι μου πηγαίνουν στις φωτιές με τους πυροσβέστες, τα φάρμακα και τα τρόφιμα εδώ, αυτό δεν οργανώνεται από κανέναν, οργανώνεται μέσω του Instagram από ανθρώπους σαν εμάς».
Από την πλευρά του ο Στέφανος Προκοπιάδης, αρχιτέκτονας τοπίου από την Αυστραλία, που ζει στη Ρόδο 17 χρόνια, κατασκεύασε το δικό του πυροσβεστικό όχημα χρησιμοποιώντας εξοπλισμό της επιχείρησής του. «Η πυροσβεστική κάνει τη δουλειά της, αλλά το μεγάλο ποσοστό είμαστε εμείς. Η ομάδα των Ταλιμπάν των ανταρτών πυροσβεστών, εμείς είμαστε αυτοί που κάνουμε τη διαφορά», σημειώνει ο 56χρονος, ο οποίος έσωσε το σπίτι του και το σκυλί του, ένα βελγικό μαλινουά από τη φωτιά. «Η πυροσβεστική δεν έχει αρκετά υδροφόρα οχήματα για να είναι παντού. Μπορείτε να δείτε ότι υπάρχει ένα μέτωπο εδώ, υπάρχει ένα μέτωπο εκεί, και εκεί – πού να πάνε πρώτα;».
Στο ίδιο πνεύμα η 29χρονη Μαίρη Καριστοφακάκη, μηχανολόγος μηχανικός, η οποία ήρθε από την Αθήνα για να γίνει εθελόντρια. «Είναι το είδος της πυρόσβεσης ‘’κάντο μόνος σου’’», αναφέρει. «Γεννήθηκα στο Βάτι και όλοι οι φίλοι μου και η οικογένειά μου είναι από εδώ, γι’ αυτό ήρθα να βοηθήσω».
Ο 34χρονος Τσαμπίκος Γαντάρης, που εργάζεται ως οδηγός λεωφορείου, λέει: «Η κυβέρνηση δεν ενήργησε, οπότε η φωτιά εξαπλώθηκε παντού και μετά δεν μπόρεσαν να την ελέγξουν».
Παράλληλα με τους πυροσβέστες και τους εθελοντές που δρούσαν στην πρώτη γραμμή, σημαντική ήταν επίσης η δράση των υποστηρικτικών ομάδων που φρόντιζαν για την προσφορά νερού και φαγητού.
Ο 28χρονος Xei Toauoglav, εργαζόμενος σε ξενοδοχείο που ζούσε στο Μίλτον, δηλώνει: «Έρχονταν ακόμα στις 3 το πρωί και προσπαθούσαν να μείνουν ξύπνιοι, οπότε φτιάχναμε καφέ και τους δίναμε ενεργειακά ποτά. Άρπαζαν ό,τι μπορούσαν και επέστρεφαν στη φωτιά».