Ο Bernard Malamud (1914-1986) γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη. Οι γονείς του ήταν Ρωσοεβραίοι εμιγκρέδες, που διατηρούσαν ένα μικρό μπακάλικο στο Μπρούκλιν.
Στον Μάλαμουντ άρεσε να γράφει αργά και προσεκτικά, με αποτέλεσμα η παραγωγή του να περιοριστεί σε ένα σύνολο επτά μυθιστορημάτων και 54 διηγημάτων. Κι όμως, αυτά ήταν αρκετά για να τον κατατάξουν μεταξύ των κορυφαίων Αμερικανοεβραίων συγγραφέων, μαζί με τους Saul Bellow και Philip Roth. Το μυθιστόρημα «Ο βοηθός», που κυκλοφόρησε πρόσφατα σε μετάφραση Κατερίνας Σχινά, από τις εκδόσεις Καστανιώτη, δημοσιεύτηκε το 1957 (η πρώτη ελληνική μετάφραση είναι προ πολλών δεκαετιών, από τον Θάνο Ελισαίο) και έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως άλλωστε το διαπιστώνουμε και στα περισσότερα μυθιστορήματα και διηγήματα του Μάλαμουντ. Χωρίς χτυπητή εκ πρώτης όψεως δράση, με γλώσσα η οποία περιγράφει μέσω πλήθους λεπτομερειών τους χώρους και τις κινήσεις των ανθρώπων εντός τους, δίχως να ανεβαίνουν ποτέ οι τόνοι, με έναν ακριβολόγο ρεαλισμό για τη ζωή των φτωχών και των εύπορων στο μεταπολεμικό Μπρούκλιν, με χαρακτήρες απολύτως κοινούς και καθημερινούς, μας κάνει να αναρωτηθούμε, στις πρώτες σελίδες τουλάχιστον, για ποιον λόγο ο Μάλαμουντ κατέκτησε τη φήμη την οποία έχει κατακτήσει.
Ο Μάλαμουντ ήταν γιος εβραίου μικρομπακάλη στο Μπρούκλιν και το ίδιο ακριβώς είναι και ο μυθιστορηματικός Μόρις Μπόμπερ του «Βοηθού».
Το μπακάλικο αντιμετωπίζει μεγάλες δυσκολίες με την πελατεία του, έχοντας μπροστά του τον ανταγωνισμό που γεννούν οι πρώτες μορφές υπεραγορών και των χαμηλών τιμών. Ο Μόρις δεν είναι φανατικός εβραίος -δεν πηγαίνει καν στη συναγωγή-, αλλά ζει συνεχώς με την αίσθηση (την επιτείνουν βαθμιαία τα οικονομικά του) ότι δεν ανήκει στην κοινωνία που περιβάλλει τους εβραίους, όπως και πως είναι ριγμένος και αποτυχημένος αφού υπάγεται σε μια κοινότητα η οποία πριν από λίγα μόλις χρόνια γνώρισε τη ναζιστική θηριωδία, συνεχίζοντας πια τον απομονωμένο βίο της στις ΗΠΑ. Κι όλα αυτά όχι με λόγια ή με περιγραφές και διηγήσεις, αλλά ως διάχυτο κλίμα στις γειτονιές του Μπρούκλιν και στη συνείδηση του Μόρις. Στο μεταξύ, η γυναίκα του Μόρις ονειρεύεται έναν εβραίο γαμπρό για την κόρη τους Έλεν και βλέπει με μισό μάτι τον ιταλικής καταγωγής Φρανκ Αλπάιν, όταν αναλαμβάνει χρέη βοηθού στο μπακάλικο. Ένας μη εβραίος ανάμεσα σε εβραίους, ο οποίος τους κοιτάζει καχύποπτα με τη σειρά του.
Ο σημαντικότερος χαρακτήρας στο μυθιστόρημα του Μάλαμουντ δεν είναι ο Μόρις, αλλά ο Φρανκ. Μικροαπατεώνας, δίχως πεντάρα στην τσέπη, αδαής περί τα πάντα, μίζερος και τρομοκρατημένος, ο Φρανκ, νιώθοντας ευγνωμοσύνη για τον Μόρις που τον περιέθαλψε και όντας ερωτευμένος με την κόρη του, μπαίνει σε μια διαδικασία μεταμόρφωσης, που αποτελεί και το μυθιστορηματικό κλειδί για το μήνυμα του «Βοηθού». Το κλουβί στο οποίο έχουν κλειστεί ο Μόρις και η οικογένειά του, που δεν θα αποφύγουν εντέλει τη χρεοκοπία, τη μοίρα της φτώχιας τους και την υπεροχή των μεγαλομπακάληδων, θα το ανοίξει μόνο ο Φρανκ, αλλάζοντας τον εαυτό του και τους προσανατολισμούς του (ακόμα και ολόκληρο τον ψυχισμό του) από ώρα σε ώρα και από ημέρα σε ημέρα: θα δουλέψει σαν σκλάβος στο μαγαζί, θα ομολογήσει τις ενοχές για το κακό παρελθόν του στον Μόρις και την κόρη του, θα πιάσει δεύτερη δουλειά για να συντρέξει το μπακάλικο και να βοηθήσει τις σπουδές της Έλεν, και θα σώσει τους εβραίους από την καταστροφή, την κατάθλιψη και τον ντετερμινισμό, καταλήγοντας να γίνει ο ίδιος ένας άλλος. Στις δυο τελευταίες αράδες του βιβλίου μαθαίνουμε πως ο ήρωας κάνει περιτομή, όμως ο εξαιρετικά δουλεμένος αυτός πρωταγωνιστής δεν αναζητεί τη λύτρωση μεταξύ των εβραίων – διεκδικεί και πετυχαίνει τη δική του σωτηρία εξαιτίας του πόθου του να μεταβάλει όπως και όσο κανένας άλλος, τη ζωή του.
Ο Μάλαμουντ είναι μέγας μάστορας στον τρόπο με τον οποίο φωτίζει τόσο τα αφηγηματικά του πρόσωπα όσο και τις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ τους. Ο μελαγχολικός Μόρις και η αγχώδης σύζυγος, η αθώα, γεμάτη ηθικούς φραγμούς και φυσική ομορφιά κόρη και ο έτοιμος να αντικρίσει με διαφορετικό βλέμμα τον κόσμο Φρανκ. Με μια γραφή ικανή να αναδείξει υπόκωφα το μέγεθος του οικονομικού κινδύνου, παίζοντας ακατάπαυστα με τις αποχρώσεις του στην ψυχολογία τού κάθε ήρωα ξεχωριστά, και με λόγο πρόθυμο να υποδείξει με τις ελάχιστες λέξεις του το πού τελειώνει ο κυνισμός και το πότε ξεκινά η κοινωνική ηθική, ο Μάλαμουντ επιβεβαιώνει το κύρος και την αξία του και είναι ευτύχημα που οι εκδόσεις Καστανιώτη τον έφεραν κοντά μας τα τελευταία χρόνια (έχουν κυκλοφορήσει τα διηγήματα «Το μαγικό βαρέλι» και το μυθιστόρημα «Ο μάστορας») – πολλώ δε μάλλον με μια μετάφραση τόσο ευαίσθητη και πλαστική όπως η μετάφραση της Κατερίνας Σχινά.