Τις νύχτες που ο ουρανός της Χώρας κόβεται μπακλαβαδωτά από κινούμενους προβολείς στις ταράτσες των κλαμπ -σαν να μην έφτανε η μόλυνση από τα φουγάρα των κουραδοκρουαζιερόπλοιων- συλλογίζομαι τον Άλμπερτ Σπέερ, πρωτοπαλίκαρο του Χίτλερ στους εξοπλισμούς και στους «Καθεδρικούς Ναούς Φωτός» που επινόησε για το “πάρτυ”.
Σε όλα αυτά, ακόμη ανθίσταται η Παραπορτιανή αχειροποίητη και πρωτεϊκή, έκθετη στους αιώνες των γαλάζιων ανέμων.
Αλλά δεν θα την ξαναεπισκεφτεί ο Λε Κορμπυζιέ, ούτε ο Ανδρέας Καραντώνης θα γράψει: «μια φούχτα βυζαντινές καμπύλες κι ευθείες πεταγμένες στο μελτέμι και στο γαλάζιο, κι έτοιμες κάθε στιγμή να γίνουν σύννεφο».
Η Μύκονος φέτος βρίσκεται υπό αναγκαστική διαχείριση του εαυτού της. Τα πεντάστερα των 3.500 ευρώ κάνουν σκόντο. Τα Ζuma και τα Paradise σκοτώνουν μύγες. Το Principote στον Πάνορμο είναι κλειστό. Τα κεφτεδάκια στις ταβέρνες της Άνω Μεράς δεν πέφτουν κάτω από 14 ευρώ (δύο ευρώ έκαστο).
Αλλά οι Μυκονιάτες δεν κατάλαβαν ότι το παιχνίδι έχει χαθεί. Ποντάρουν ακόμη στις κελεμπίες και τους κατουροτουρίστες που ρωτάνε αγχωμένοι στα μαγαζιά: “Where is the toilet please?” Παρατηρώ τους επιχειρηματίες σκυφτούς τα πρωϊνά έξω από τις τράπεζες. Δεν καταθέτουν πλέον τα πάκα στις νάιλον σακούλες. Καταθέτουν την ψυχή τους στον Μαμωνά και δεν τους την επιστρέφει παρά τα ψυχοφάρμακα και την Ταϊλάνδη τον χειμώνα.
Κάθε χρόνο υπόσχομαι στον εαυτό μου πως θα είναι η τελευταία φορά στη Μύκονο. Αλλά το φως των παιδικών μου χρόνων και το σπίτι δεν με αφήνουν. Κοιτώ από το παράθυρο τον φοίνικα και τον ήλιο να δύει στα Γιούρα. Δεν σβήνουν εύκολα οι εικόνες. Το νεύρο τις συνήθισε, θέλει-δεν θέλει το μυαλό. Ύστερα ανάβουν οι προβολείς του Σπέερ και κάθομαι στον αντιαεροπορικό μου γραφείο για να διώχνω τα drones και τις μύγες με ποιήματα.
Σφαλνώ πόρτες και παράθυρα να μη με πάρει-να μη με σηκώσει. Μαζεύω το αλάτι από τα βράχια της Μυρσίνης στα τουλπάνια, να είναι καθαρό, να είναι νόστιμο. Δεν παλλινοστώ στη Μύκονο. Πλένω στο ήμαρ τα ξεραμένα της οστά. Μετά κοιμάμαι με τις καινούργιες μου ωτοασπίδες ευχαριστημένος ότι γλύτωσα από τον καύσωνα στην Αθήνα. Το μελτέμι συνεχίζει εδώ το έργο του όπως οι Ετησίες και η Πάραλος που έστελνε η Αθήνα στο θησαυροφυλάκιό της, τη Δήλο. Τώρα τα θησαυροφυλάκια είναι ο Σκορπιός και το Τζάκι Ο.
Έμεινε το YouTube. Βλέπω τα βράδυα με τον Ηλία τον Μενουχίν και τη Σαμίου να τραγουδά. Γνώρισα τον Μενουχίν όταν έμενε εδώ, πάνω από την Μεγάλη Άμμο. Είδα τις “σπίθες” -το πράσινο και το κόκκινο φανάρι- στους μώλους να αναβοσβήνουν συνθηματικά. Ακόμη μου κλείνει το μάτι από τον Τσικνιά, ο Αίολος.
*Η φωτογραφία της Παραπορτιανής είναι της Καίτης Φούσκη.
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ