«Το φυσικό σου πρόσωπο έχει μια χορδή ο νους που την κουρδίζει, είναι το ζητούμενο στην ύπαρξη, και αυτό που θα βγει προς τα έξω να το αναγνωρίζουν και να ξέρουν ότι εσύ έρχεσαι.
Μ’ αυτό το μοναδικό σαν σήμα μορς δεν σε καταπίνει το χάος», έγραφε το 2006 στο βιβλίο του για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου ο Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, με τίτλο «Ένα μπλουζ για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου» που κυκλοφόρησε τότε από τις βραχύβιες εκδόσεις Ηλέκτρα στη σειρά «Βίοι Αγίων».
Αυτό το φυσικό της πρόσωπο που κυριαρχεί και ξεκλειδώνει τον αφηγηματικό μονόλογο του Γιάννη Bach Σπυρόπουλου είναι εκείνο το ίδιο που «κούρδισε» μαζί με τους αξέχαστους στίχους των τραγουδιών της την ταινία αφιερωμένη σ’ αυτή, την «Ευτυχία» που από τις 15 Αυγούστου είναι διαθέσιμη πλέον στην πλατφόρμα του Netflix.
Η ταινία για τη ζωή της
Στο πολυβραβευμένο κινηματογραφικό έργο του 2019, σε σενάριο Κατερίνας Μπέη και σκηνοθεσία Άγγελου Φραντζή, αυτή η ίδια χορδή πάλλεται πάνω στα τόσο εκφραστικά πρόσωπα της Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη και της Κάτιας Γκουλιώνη που με τις ερμηνείες τους άφησαν το στίγμα της προσωπικότητας της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου στο σελιλόιντ αλλά και στη συνείδηση του κοινού.
Έδωσαν «πρόσωπο» στα λόγια που ψιθυρίζει στα τραγούδια που άλλα φέρουν το όνομά της και άλλα όχι, γι’ αυτό είναι και πολύ δύσκολη η καταγραφή τους που έχει επιχειρηθεί κατά καιρούς από μελετητές. Έγραφε ακατάπαυστα, αλλά πουλούσε τους στίχους της για ένα κομμάτι ψωμί, χωρίς να διεκδικεί τα πνευματικά της δικαιώματα, υποκύπτοντας στο πάθος της για τον τζόγο. Μια ρωγμή που άφησε πάνω της η δύσκολη ζωή της, αλλά και η ανυπότακτη και εκρηκτική της φύση.
Ο βίος και η πολιτεία της
«Αν κάποιος βάλει στη σειρά που πρέπει τα στιχάκια μου θα είναι σαν μια τραγωδία. Σκόρπια χορικά για το δράμα έγραψα, μόνο αυτό έκανα. Να πω πως ο άνθρωπος είναι μια τραγική ύπαρξη… από παντού μ’ έβρισκαν κατάσαρκα οι καιροί, αντέχει ο άνθρωπος, άκουσέ με, σου το λέω εγώ, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου…
Όταν απευθύνεται σ’ εσένα ο πόνος είναι σαν να σε παίρνει στα σοβαρά ο Θεός, πώς να τον καταλάβεις αλλιώς τον Θεό! Ο πόνος σε βάζει στον κόπο του διπλανού σου και τον μοιράζεσαι έτσι» (Γιάννης Bach Σπυρόπουλος, 2006, εκδόσεις Ηλέκτρα, «Ένα μπλουζ για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου).
Πιάνοντας το νήμα από την αρχή, στην ίδια έκδοση του 2006, αναφέρεται ότι η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου γεννήθηκε το 1896 (στην ταινία και στη Wikipedia ως έτος γέννησής της καταγράφεται το 1893) στη Μικρά Ασία, στο Αϊδίνι. Τελείωσε το Γυμνάσιο και ήδη στα 16 της κατείχε πτυχίο δασκάλας, ως ιδιαίτερα ευφυής που ήταν. Μάλιστα, άσκησε και το επάγγελμα.
Η Μικρασιατική Καταστροφή έρχεται να ανατρέψει και τη δική της ζωή, έτσι το 1922, ακολούθησε τον δρόμο της προσφυγιάς όπως χιλιάδες άλλοι Έλληνες. Ο άνθρωπος που έχει ζήσει στο πετσί του τις διαρκείς ανατροπές του βίου και μπορεί να αποτυπώσει στο τραγούδι της «Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά».
Η παιδεία της την οδήγησε να παρακολουθεί μαθήματα Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο. Σε συνέντευξή της στην Ελισάβετ και τον Πανιαγιώτη Κουνάδη, η ίδια είχε πει ότι ήταν διορισμένη δασκάλα στον Άγιο Νικόλαο στην Κρήτη. Εκεί πήγε ο θίασος του Βέακη και η ίδια ως δασκάλα έλαβε μέρος στην παράσταση. Στην ίδια συνέντευξη λέει πόσο μεγάλος και περίφημος ήταν ο Βεάκης και πόσο θαύμαζε τη Μαρίκα Κοτοπούλη.
Δεν την χώραγαν όμως οι συμβατικότητες, ερχόμενη στην Αθήνα να αναδιοριστεί, βγήκε στο θέατρο. Αν και παντρεμένη από νωρίς (1914) με τον μεγαλύτερό της έμπορο Κώστα Νικολαΐδη, ο οποίος είχε διασωθεί κι αυτός από τη Μικρασιατική Καταστροφή, στην Ελλάδα η Ευτυχία είχε περάσει μαζί με τη μητέρα και τις δυο της κόρες, εμφανίζεται όπως θέλουν φήμες της εποχής –ακόμη παντρεμένη με τον πρώτο της σύζυγο- λίγα χρόνια αργότερα να υιοθετεί το επώνυμο ενός καλλιτεχνικού ιμπρεσάριου που είχε γνωρίσει, και να κάνει καριέρα πλέον στο θέατρο. Έπαιξε κλασικούς και σύγχρονους ρόλους της εποχής.
Εκείνα τα χρόνια, πολύ δημιουργική η ίδια, εξέδωσε δύο ποιητικές συλλογές, με τίτλο «Πνοές» και «Άρπα και φλογέρα» που έχουν έντονη την επιρροή από τη γραφή του Κώστα Κρυστάλλη και του Ιωάννη Γρυπάρη.
Δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής, όπως η «Μακεδονία», παρουσιάζουν στίχους της και από τότε διαφαίνεται ήδη το στιχουργικό της ταλέντο που παρακάτω θα κάνει όλη την Ελλάδα να τραγουδάει τους καημούς της μέσα από τα λόγια της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Το 1932 πεθαίνει ο πρώτος της άντρας και εκείνη ξαναπαντρεύεται, αυτή τη φορά με τον αστυνομικό Παπαγιαννόπουλο που κρατά και το όνομά του.
Το πέρασμα στη στιχουργική
Στο μεταξύ, η μεγαλύτερη κόρη της έχει γίνει κι εκείνη ηθοποιός και παντρεύεται, μετά το 1940, τον Φραγκίσκο Μανέλλη. Αυτός θα είναι και ο συνδετικός της κρίκος με τον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, καθώς φέρεται εκείνος να γνωρίζει τη Μαρίκα Νίνου και μέσω αυτής να φτάνει η Ευτυχία στον Βασίλη Τσιτσάνη αργότερα.
Μεταπολεμικά τη βρίσκουμ,ε να έχει φύγει ήδη η μητέρα της από τη ζωή, να χάνει τον άντρα της τον Παπαγιαννόπουλο και αργότερα το 1960 τη μεγαλύτερη κόρη της. Ο πόνος της αβάσταχτος. Γι’ αυτό έγραψε και το θρυλικό τραγούδι «Δυο πόρτες έχει η ζωή» κατά δική της μαρτυρία.
Μπόρεσε να εκφράσει παρακάτω και τον καημό και τον πόνο μια ολόκληρης γενιάς στην Ελλάδα της προσφυγιάς, με τη φωνή του Γρηγόρη Μπιθικώτση («Είμαι αητός χωρίς φτερά»), του Στέλιου Καζαντζίδη («…Να σου δώσω μια να σπάσεις, αχ βρε κόσμε γυάλινε, και να φτιάξω μια καινούργια κοινωνία άλληνε…»), της Βίκυς Μοσχολιού («Τι έχει και κλαίει το παιδί»). Η ζωή της σημαδεύτηκε από την ισχυρή και απρόβλεπτη προσωπικότητά της. Από την εξάρτησή της από τον τζόγο επίσης, καθώς ζούσε διαρκώς σε οικονομική κατάσταση δεινή ή όταν αποκτούσε χρήματα, έφευγαν από τα χέρια της.
Το ντοκουμέντο που διασώζεται από κείνη, έχει περιληφθεί στην έκδοση της Ηλέκτρας του 2006 όπου υπάρχει η συνέντευξη –ηχητικό ντοκουμέντο 80 λεπτών- της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου (1971), ένα χρόνο πριν πεθάνει εκείνη, από το αρχείο του Παναγιώτη Κουνάδη σε CD, της οποίας η απομαγνητοφώνηση υπάρχει επίσης στο βιβλίο. Εκεί θα πει πόσο παραδεχόταν τον Κωστή Παλαμά ως μεγάλο ποιητή, «προφήτη» τον αποκαλεί, ενώ εκφράζει και τον θαυμασμό της για τον Νίκο Καββαδία. Όπως χαρακτηριστικά η ίδια αναφέρει, «Είναι φοβερός άνδρας. Είναι πολύ φίλος μου».
Έφυγε από τη ζωή η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, στις 7 Ιανουαρίου του 1972, στην Αθήνα, αφήνοντας πίσω της τον μύθο να τραγουδιέται μέσα από τα αισθήματα όλων μας, αλλά πια και με τη ζωή της αποτυπωμένη στο κινηματογραφικό πανί, διασώζεται κάτι και από την υποκριτική της αχλύ. Ο θρύλος της κατακτά και το εξωτερικό, άραγε ακόμη το «πρόσωπό» της ξεκλειδώνει και το μέλλον;
(Πηγή φωτογραφιών: Από την ταινία «Ευτυχία»)