Ο Αμερικανός οικονομολόγος κάνει λόγο, σε άρθρο του στους ΝΥΤ, για τον «αλλόκοτο» ρόλο της σύγχρονης τεχνολογίας στη βιομηχανία των συναυλιών.
Όπως περίπου όλες οι χώρες του κόσμου, έτσι και η Σουηδία βρέθηκε πρόσφατα αντιμέτωπη με υψηλό πληθωρισμό, αναφέρει σε ανάλυσή του στους New York Times ο οικονομολόγος Πολ Κρούγκμαν.
Οι τιμές κατανάλωσης ανέβηκαν κατά 9,7% κατά το προηγούμενο έτος εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων: τις μεγάλες δαπάνες για τη στήριξη των νοικοκυριών κατά τη διάρκεια της πανδημίας, τα προβλήματα που προκάλεσε η Covid στις εφοδιαστικές αλυσίδες, τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη… Μπιγιονσέ.
«Σοβαρολογώ», αναφέρει ο Κρούγκμαν, εξηγώντας ότι η Αμερικανίδα τραγουδίστρια άρχισε την παγκόσμια περιοδεία της από τη Σουηδία τον περασμένο μήνα, ενώ πολλοί είναι εκείνοι που υποστηρίζουν πως ο τεράστιος αριθμός επισκεπτών που έφτασε στη βορειοευρωπαϊκή χώρα για να παρακολουθήσει τις πρώτες δύο συναυλίες της προκάλεσε μια σημαντική – και ίσως προσωρινή – αύξηση στις τιμές των ξενοδοχείων και των εστιατορίων. Οπως αναφέρει μάλιστα ο Κρούγκμαν, η αύξηση ήταν αρκετά μεγάλη ώστε να γίνουν ορατές οι συνέπειές της στον πληθωρισμό της Σουηδίας γενικότερα.
Ο Αμερικανός οικονομολόγος αναφέρει πως δεν έχει παρατηρήσει παρόμοια στοιχεία για μια άλλη μεγάλη περιοδεία που βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη, αλλά – όπως σημειώνει – δεν θα τον εξέπληττε εάν και οι συναυλίες της Τέιλορ Σουίφτ οδηγούσαν σε παρόμοιες αυξήσεις τιμών στα ξενοδοχεία και εστιατόρια των πόλεων, όπου κάνει τα shows της η καλλιτέχνις. Η ζωντανή μουσική είναι σημαντική βιομηχανία, υπογραμμίζει ο Κρούγκμαν.
Γιατί όμως ισχύει αυτό;
Ο οικονομολόγος επιχειρεί να δώσει απάντηση στο παραπάνω ερώτημα, σημειώνοντας μεταξύ άλλων ότι η βιομηχανία των συναυλιών μας διδάσκει ορισμένα ενδιαφέροντα πράγματα για τον «αλλόκοτο» ρόλο που μπορεί να παίξει η τεχνολογία στη καθορισμό των εσόδων.
Ειδικότερα, όπως εξηγεί, το πραγματικό ερώτημα στην προκειμένη περίπτωση είναι γιατί η Τέιλορ Σουίφτ δεν βγάζει ακόμη περισσότερα χρήματα. Η εν λόγω τραγουδίστρια, αναφέρει ο οικονομολόγος, είναι μια εξαιρετικά ταλαντούχα μουσικός αλλά και στιχουργός με αξιοσημείωτη παρουσία στη σκηνή. Ακόμη και αν κάποιος δεν είναι θαυμαστής της, οφείλει να παραδεχτεί ότι είναι μοναδική, τονίζει ο ίδιος.
Υπάρχουν, ωστόσο, και πολλοί άλλοι ταλαντούχοι καλλιτέχνες. Ποιος είναι λοιπόν ο λόγος που μόνο μερικοί εξ’ αυτών βγάζουν τόσα πολλά χρήματα;
Ο Κρούγκμαν εξηγεί πως υπάρχει μια βασική οικονομική θεωρία σχετικά με αυτό, η οποία διατυπώθηκε στη διάσημη εργασία του οικονομολόγου Σέργουιν Ρόζεν «Η Οικονομία των Superstars».
Ο Ρόζεν υποστήριξε ότι η άφιξη των σύγχρονων τεχνολογιών σήμαινε πως η πιθανή εμβέλεια των ερμηνευτών έγινε πολύ μεγαλύτερη από ό,τι όταν οι live εμφανίσεις ήταν ο μόνος τρόπος για να ψυχαγωγηθεί το κοινό. Κατά συνέπεια, ένας μουσικός που είναι ή θεωρείται, έστω και λίγο καλύτερος από τους ανταγωνιστές του, θα μπορούσε να κερδίσει μεγάλα ποσά με εμφανίσεις στα ΜΜΕ, με πωλήσεις δίσκων και ούτω καθεξής.
Οπως επισημαίνει, ωστόσο, ο Κρούγκμαν, δεν φαίνεται να ισχύει το ίδιο στην περίπτωση της Τέιλορ Σουίφτ και της Μπιγιονσέ, οι οποίες κερδίζουν τεράστια ποσά όχι μέσα από δισκογραφικές εταιρείες ή πλατφόρμες streaming αλλά από τις συναυλίες τους – κάτι που – όπως σημειώνει ο οικονομολόγος – είναι φυσιολογικό.
Ο ίδιος τονίζει ότι ένα από τα πράγματα που του δίδαξε η περίπτωση του οικονομολόγου Αλαν Κρούγκερ είναι ότι οι μουσικοί έβγαζαν πάντοτε χρήματα κυρίως από τις περιοδείες. Αυτό ίσχυε ακόμα και στην εποχή των CD, όταν οι εταιρείες έβγαζαν κέρδη με μεγάλη ταχύτητα αλλά πολύ λίγα εξ αυτών περνούσαν στους καλλιτέχνες. Αυτό ισχύει σε ακόμα μεγαλύτερο βαθμό σήμερα που είναι η εποχή του streaming.
Υπάρχουν όμως διάφορα είδη ζωντανών παραστάσεων και συναυλιών. Τα κέρδη από τις πωλήσεις εισιτηρίων για κάθε μία από τις συναυλίες της Σουίφτ υπολογίζονται σε 11 με 12 εκατομμύρια δολάρια, σημειώνει ο Κρούγκμαν. Ποια τεχνολογία όμως το εξηγεί αυτό;
Η απάντηση, εάν το σκεφτεί κανείς, έχει να κάνει με την τεχνολογία που σχετίζεται με τα μικρόφωνα, σημειώνει ο οικονομολόγος. Για την ακρίβεια, συνεχίζει , τόσο τα μικρόφωνα όσο και τα σύγχρονα συστήματα ήχου επιτρέπουν στον κόσμο να ακούει δυνατά και καθαρά τους καλλιτέχνες σε γήπεδα και αρένες (αλλά επιτρέπουν και στους καλλιτέχνες να ακούν τους εαυτούς τους).
Το παράδειγμα της Τζένι Λιντ
Αλλά το θέμα είναι το εξής, γράφει ο Κρούγκμαν: Οι εξαιρετικά προσοδοφόρες περιοδείες από σούπερ σταρ της μουσικής δεν αποτελούν νέα εξέλιξη. Χρονολογούνται τουλάχιστον από τη δεκαετία του 1850, όταν η Τζένι Λιντ έκανε περιοδεία στην Αμερική με 95 συναυλίες και πωλήσεις εισιτηρίων άνω των 700.000 δολαρίων ή άνω των 7.000 δολαρίων ανά συναυλία.
Ισως αυτά τα ποσά να μην ακούγονται ιδιαίτερα μεγάλα, και μάλιστα η Λιντ έλαβε πολύ λιγότερα από αυτά, αλλά – όπως σημειώνει μεταξύ άλλων ο οικονομολόγος – οι τιμές καταναλωτή στις αρχές της δεκαετίας του 1850 στις ΗΠΑ ήταν περίπου 40 φορές χαμηλότερες από ό,τι είναι τώρα. Για αυτό λοιπόν, τα έσοδα της Λιντ δεν ήταν τόσο αμελητέα όσο μπορεί να φαίνονται.
Και αναμφισβήτητα, ακόμη και αυτό υποδηλώνει πόσο καλά τα πήγε η Τζένι Λιντ σύμφωνα με τα σύγχρονα πρότυπα. Ο Κρούγκμαν εξηγεί ότι το ποσό που οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν για να παρακολουθήσουν ένα μεγάλο πολιτιστικό γεγονός εξαρτάται προφανώς από το πόσα μπορούν να αντέξουν οικονομικά, και η Αμερική είναι, ακόμη και εν μέσω προσαρμογών κατά του πληθωρισμού, μια πολύ πλουσιότερη χώρα τώρα από ό,τι πριν από 170 χρόνια.
Ειδικότερα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι επί του παρόντος περίπου 600 φορές υψηλότερο από ό,τι ήταν το 1850. Αν προσαρμόσουμε, αντιστοιχίσουμε τα δεδομένα εκείνης της εποχής στα σημερινά, τότε κάθε συναυλία της Λιντ θα κέρδιζε περίπου 4,5 εκατομμύρια δολάρια.
Οι συναυλίες της Σουίφτ αποφέρουν υπερδιπλάσια κέρδη. Αλλά, όπως διερωτάται ο Κρούγκμαν γιατί όχι και περισσότερα; Άλλωστε, η Λιντ εμφανίστηκε σε αίθουσες συναυλιών που έπρεπε να είναι αρκετά μικρές ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να την ακούν καλά, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν τα τεχνολογικά μέσα ενίσχυσης της φωνής. Η Σουίφτ, από την άλλη, γεμίζει στάδια που χωρούν 50.000 ή περισσότερα άτομα.
Σε κάθε περίπτωση, εκτός από τη μουσική της, το παράδειγμα της Τέιλορ Σουίφτ μας δίνει τροφή για σκέψη και αποτελεί υπενθύμιση ότι τα αποτελέσματα της τεχνολογικής προόδου μπορεί να είναι πιο περίπλοκα από όσο νομίζουμε καθώς και ότι οι τεχνολογίες που έχουν τη μεγαλύτερη σημασία μπορεί επίσης να μην είναι εκείνες που νομίζουμε, καταλήγει ο οικονομολόγος.
Πηγή: NYT