Η μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας μπορούν να επιτευχθούν με οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές. Προφανώς σε κάθε χώρα και για κάθε τομέα οι προτεραιότητες για το κλίμα διαφέρουν και χρειάζεται επιστάμενη μελέτη και κατανόηση των προβλημάτων και των αναγκών για τη έγκαιρη αντιμετώπιση ή πρόληψη των ακόμη μεγαλύτερων προβλημάτων που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στο βραχυχρόνιο διάστημα.
Του Γεώργιου Χάλκου*
Το πρόβλημα
Το κλίμα της Γης καθορίζεται από διάφορους φυσικούς και ανθρωπογενείς παράγοντες. Η ενέργεια που παρέχεται από την ηλιακή ακτινοβολία και η απορρόφηση και η αναδιανομή της ακτινοβολίας αυτής μεταξύ ατμόσφαιρας, υδρόσφαιρας και της Γης διαμορφώνει το κλίμα. Τμήμα της ηλιακής ακτινοβολίας αντανακλάται πίσω στο διάστημα, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα της απορροφάται από την ατμόσφαιρα, τους ωκεανούς και τα έμβια όντα.
Η ισορροπία μεταξύ εισερχόμενης και εξερχόμενης ηλιακής ακτινοβολίας καθορίζει το παγκόσμιο κλίμα. Το κλίμα στις μέρες μας αλλάζει και πολλοί έχουν ταυτίσει την κλιματική αλλαγή με το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Τα αέρια του φαινομένου του θερμοκηπίου περιλαμβάνουν:
- το διοξείδιο του άνθρακα (CO2)
- το μεθάνιο (CH4)
- το υποξείδιο του αζώτου (N2O)
- τους υδρατμούς (Η2Ο)
- το όζον (Ο3)
- και τα φθοριούχα αέρια (F-gases), αέρια που έχουν υψηλό δυναμικό θέρμανσης του πλανήτη όπως οι υδροφθοράνθρακες (HFCs), οι υπερφθοράνθρακες (PFCs) και το εξαφθοριούχο θείο (SF6).
Το φαινόμενο του θερμοκηπίου οφείλεται στα αέρια του θερμοκηπίου τα οποία αιχμαλωτίζουν τη θερμότητα. Το οξυγόνο και το άζωτο καλύπτουν περισσότερο από το 95% της ατμόσφαιρας δίχως να επηρεάζουν όμως την εισερχόμενη και την αντανακλώμενη ηλιακή ακτινοβολία. Υπάρχουν όμως κάποια δευτερεύοντα αέρια στην ατμόσφαιρα τα οποία, αφενός επιτρέπουν στην ηλιακή ακτινοβολία να φτάσει στη Γη, αφετέρου εμποδίζουν την αντανακλώμενη υπέρυθρη ακτινοβολία από την επιφάνεια της Γης. Αυτή η ακτινοβολία παγιδεύεται (όπως σε ένα θερμοκήπιο) και επιστρέφεται στην επιφάνεια της Γης δημιουργώντας το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Το δυναμικό θέρμανσης του πλανήτη (ΔΘΠ) είναι ένας δείκτης μέτρησης των εκπομπών αερίων του φαινομένου του θερμοκηπίου τα οποία έχουν διαφορετική διάρκεια ζωής στην ατμόσφαιρα και διαφορετικές ιδιότητες ακτινοβολίας. Η εκτίμηση του δυναμικού θέρμανσης του διοξειδίου του άνθρακα (CO2) ισούται με τη μονάδα για λόγους συγκρισιμότητας. Τα δυναμικά θέρμανσης του μεθανίου (CH4, που παράγεται στη φύση, σε καλλιέργειες, ενώ είναι το κύριο συστατικό του φυσικού αερίου) και του υποξειδίου του αζώτου (N2O, παράγεται από τη φύση, από την καύση ορυκτών καυσίμων, από αζωτούχα λιπάσματα και από βιομηχανικές διεργασίες) αντιστοιχούν σε 25 και 298 έτη αντίστοιχα. Ένα αέριο το οποίο καταπολεμάται σχετικά γρήγορα από την ατμόσφαιρα μπορεί αρχικά να έχει μεγάλη επίδραση αλλά για μεγαλύτερες περιόδους φθίνει, καθώς έχει εξαλειφθεί η σημαντικότητα της επίδρασής του. Το μεθάνιο έχει ΔΘΠ 25 για 100 έτη και 72 για 200 έτη. Ομοίως το SF6 έχει ΔΘΠ 23900 για πάνω από 100 χρόνια και 16300 για 200 έτη.
Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής
Η κλιματική αλλαγή επηρεάζει πολλούς τομείς, όπως μεταξύ άλλων τον αγροτικό, τις παράκτιες περιοχές, τους υδάτινους πόρους, την ανθρώπινη υγεία και τη θνησιμότητα. Προβλέψεις και συνέπειες για το κλίμα είναι πολύ δύσκολες και αβέβαιες. Μία από τις σοβαρότερες συνέπειες είναι η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, ενώ η ξηρασία στο βόρειο ημισφαίριο και οι βροχοπτώσεις στην τροπική ζώνη πρέπει να αναμένονται. Ουσιαστικά, διαφορετικά μέρη του κόσμου θα δεχτούν διαφορετικές επιδράσεις.
Οι επιπτώσεις της ανόδου της θερμοκρασίας αναμένεται να ανεβάσουν το επίπεδο της επιφάνειας της θάλασσας με αύξηση της θερμοκρασίας 2-5ο C. Η αύξηση της θερμοκρασίας για κάθε αέριο του φαινομένου του θερμοκηπίου είναι συνάρτηση της διάρκειας ζωής του αερίου στην ατμόσφαιρα, των υπαρχουσών συγκεντρώσεων των αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα και των δυνατοτήτων ενός μορίου του αερίου να απορροφά τη θερμότητα που εκπέμπει η Γη προς το διάστημα.
Το άμεσο επακόλουθο των παραπάνω είναι τα ακραία καιρικά φαινόμενα όπως οι πλημμύρες, οι ξηρασίες και οι καύσωνες. Η λειψυδρία άρχισε να κάνει έντονη την παρουσία της σε αρκετά σημεία του πλανήτη, ενώ είναι πιθανόν να έχουμε έξαρση επιδημικών τροπικών ασθενειών, όπως η ελονοσία. Η κλιματική αλλαγή θα αυξήσει: τον κίνδυνο των πυρκαγιών και τις καμένες περιοχές στην νότια Ευρώπη και θα αλλάξει: συχνότητα, σφοδρότητα και περιόδου εμφάνισης.
Βάσει της μελέτης της Τράπεζας της Ελλάδος (Ιούνιος 2011) υπό τον τίτλο «Οικονομικές και φυσικές επιπτώσεις της κλιματικής μεταβολής στα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα της Ελλάδας», η συνολική άμεση υλική ζημιά προσέγγισε τότε το 1 δισ. ευρώ. Ενδεικτικά, σύμφωνα με μελέτη της ΤτΕ αναφέρονται τα εξής κόστη που συνδέονται με τις πυρκαγιές:
* Διαχείριση δασών και πυρόσβεση: 550,5 εκατ. ευρώ ετησίως
* Έργα αποκατάστασης: 220,2 εκατ. ευρώ ετησίως
* Ζημία στην κτηνοτροφία και τις ζωοτροφές: 220,2 – 413 εκατ. ευρώ ετησίως
* Ζημία στην ευρύτερη βιομηχανία ξυλείας 220,2 – 537 εκατ. ευρώ ετησίως
Δηλαδή το κόστος σε τιμές 2023 είναι στο εύρος των 1,2 – 1,7 δις €.
Η Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρει για την Ελλάδα ένα ετήσιο κόστος κλιματικής αλλαγής το οποίο μπορεί να προσεγγίσει τα 9 δισ. ευρώ ετησίως, εκτιμώντας ένα συνολικό κόστος που μπορεί να φτάσει τα 701 δισ. ευρώ έως το 2100. Να σημειώσουμε ότι έχουμε απώλεια εσόδων από τις άμεσες και μεγάλες συνέπειες που επιφέρουν τα παραπάνω φαινόμενα στον τουρισμό, με τους δυνητικούς επισκέπτες να αποφεύγουν διακοπές σε χώρες υψηλού κινδύνου. Παράλληλα, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της Ελλάδας αναμένεται να μειώνεται εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής κατά κάποιο ποσοστό ετησίως.
Ταυτόχρονα, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (World Bank) η κλιματική αλλαγή θα μπορούσε να οδηγήσει 216 εκατομμύρια ανθρώπους να μεταναστεύσουν εντός των χωρών τους έως το 2050, ενώ ενδέχεται να μειώσει τις αποδόσεις των καλλιεργειών. Επιπρόσθετα, οι περιβαλλοντικοί πρόσφυγες θα αποτελέσουν διεθνώς ένα ανερχόμενο φαινόμενο.
Κοιτώντας στα δεδομένα της Παγκόσμιας Τράπεζας αλλά και στην ιστοσελίδα Οur World In Data και μελετώντας σε βάθος χρόνου της πρόσφατης δεκαετίας 2011-2021 για τo πόσο CO2 εκπέμπει ο μέσος άνθρωπος έχουμε
– Ελλάδα 8,6 τόνους το 2011 και 5,4 τόνους το 2021 (με μείωση 3,2 τόνους ή 37%)
– Ευρώπη 8,2 τόνους το 2011 και 7,1 τόνους το 2021 (με μείωση 1,1 τόνους ή 13%)
– ΕΕ-28 7,5 τόνους το 2011 και 6,1 τόνους για το 2021 (με μείωση 1,4 τόνους ή 19%) – Παγκοσμίως 4,9 τόνους το 2011 και 4,7 τόνους το 2021 (με μείωση 0,2 τόνους ή 4%).
Δηλαδή η μείωση του 37% είναι υψηλότερη σε σύγκριση με την Ευρώπη, την ΕΕ των 28 αλλά και παγκοσμίως.
Ομοίως, σχετικά με το μερίδιο των παγκόσμιων εκπομπών CO2 που εκπέμπονται έχουμε:
– Ελλάδα 0,27% το 2011 και 0,15% το 2021 (μείωση 0,12 ποσοστιαίων μονάδων ή 45%)
– Ευρώπη 17,53% το 2011 και 14,29% το 2021 (μείωση 3,23 ποσοστιαίων μονάδων ή 18%)
– ΕΕ-28 11,03% το 2011 και 8,46% το 2021 (μείωση 2,57 ποσοστιαίων μονάδων ή 23%)
Δηλαδή η χώρα μας μείωσε κατά 45% το μερίδιο της στις παγκόσμιες εκπομπές CO2 σε σχέση με τις μειώσεις των 18% και 23% της Ευρώπης συνολικά και της ΕΕ των 28 αντίστοιχα. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να τονιστεί ότι οι χώρες υψηλού και μεσαίου εισοδήματος είχαν 43,06% το 2011 και 45,80% το 2021, δηλαδή μία αύξηση 2,74 ποσοστιαίων μονάδων ή 6%.
Η ενέργεια συνεισφέρει σημαντικά στις εκπομπές CO2 και η ενεργειακή ένταση (ποσότητα καταναλισκόμενης ενέργειας ανά μονάδα ΑΕΠ) απεικονίζει την αποτελεσματικότητα στη χρήση ενέργειας για δεδομένη παραγόμενη ποσότητα μιας οικονομικής δραστηριότητας. Χαμηλότερη ενεργειακή ένταση δείχνει λιγότερη ενέργεια ανά μονάδα ΑΕΠ. Για την Ελλάδα και τη χρονική περίοδο αναφοράς 2011-2021 έχουμε μία μείωση ύψους 27%, όταν για την Ευρώπη, την ΕΕ-28 και Παγκοσμίως οι μειώσεις είναι 9%, 11% και 6% αντίστοιχα.
Εξέλιξη και προβλέψεις των εκπομπών ρύπων
Οι κύριοι συντελεστές καθορισμού του επιπέδου της ανθρώπινης επίδρασης στο κλίμα με τη μορφή των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα (CO2) μπορούν να συναρτώνται με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ (δείχνοντας το βιοτικό επίπεδο), την ενεργειακή ένταση (προσδιοριζόμενη ως ενέργεια προς το ΑΕΠ), την ένταση του άνθρακα (προσδιοριζόμενη ως εκπομπές άνθρακα ως προς την ενέργεια) και τον πληθυσμό.
Οι απαραίτητες περιοχές για την παροχή των απαιτούμενων οικολογικών υπηρεσιών για τη διατήρηση της ζωής μπορούν να εκτιμηθούν από την έννοια του Οικολογικού Αποτυπώματος (ECological Footprint, ECF). Η έννοια αυτή υπολογίζει την περιοχή που χρειάζεται για να προσφέρει ότι χρειάζεται η κοινωνία ή η οικονομία για να καταναλώσει αλλά και για να απορροφήσει τα επακόλουθα απόβλητα. Με αυτό τον τρόπο είναι φανερό ότι το οικολογικό αποτύπωμα πρέπει να είναι μικρότερο από τη διαθέσιμη περιοχή.
Ο 13ος Στόχος, από τους 17 Στόχους Βιώσιμης Ανάπτυξης (ΣΒΑ) των Ηνωμένων Εθνών, αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της, λαμβάνοντας επείγουσα δράση και προωθώντας την ενσωμάτωση μέτρων για την κλιματική αλλαγή σε κάθε εθνική πολιτική και στρατηγική. Επιπλέον, στοχεύει στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας κάθε χώρας, καθώς και της προσαρμοστικής ικανότητάς τους για κινδύνους και φυσικές καταστροφές που σχετίζονται με το κλίμα, ενώ παράλληλα προωθεί την εκπαίδευση και την ευαισθητοποίηση σχετικά με το μετριασμό και την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή.
Προτροπή
Εν κατακλείδι, η μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και η ενίσχυση της ανθεκτικότητας μπορούν να επιτευχθούν με οικονομικές, κοινωνικές και τεχνολογικές αλλαγές. Προφανώς σε κάθε χώρα και για κάθε τομέα οι προτεραιότητες για το κλίμα διαφέρουν και χρειάζεται επιστάμενη μελέτη και κατανόηση των προβλημάτων και των αναγκών για τη έγκαιρη αντιμετώπιση ή πρόληψη των ακόμη μεγαλύτερων προβλημάτων που ενδεχομένως να αντιμετωπίσουμε στο βραχυχρόνιο διάστημα.
Χρήσιμες ιστοσελίδες
https://www.ourworldindata.org
*Καθηγητής Οικονομικής Φυσικών Πόρων
Τμήμα Οικονομικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας
Επισκέπτης Καθηγητής Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Εξωτερικός Συνεργάτης στη Μονάδα Αειφόρου Ανάπτυξης στο ΕΚ ΑΘΗΝΑ