Με αφορμή την δολοφονία του Αντώνη Καρυώτη (5 Σεπτ. 2023).
Του Νικόλα Χρηστάκη*
Όπως οι ζωντανοί-νεκροί στις ταινίες της δεκαετίας του 70, τα πολλαπλά ειδεχθή πρόσωπα της κοινοτοπίας του κακού πολιορκούν από παντού τα νεωτερικά κεκτημένα. Έχουμε την εντύπωση ότι ο κόσμος στον οποίο όλοι έχουν τα ίδια στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα καταρρέει. Ο θάνατος του Αντώνη Καρυώτη αποτελεί σίγουρα εξουσιαστικό και οιονεί γραφειοκρατικό έγκλημα , ενώ, με τρόπο που δεν θα μπορούσε παρά να είναι συνειρμικός και συγκινησιακός, θα υπογραμμίσω την κοινωνικο-πολιτισμική του διάσταση.
Ενώ φαίνεται ότι κανείς κανονισμός που διέπει την διαδικασία απόπλου δεν είχε τηρηθεί -«συνενοχή» της εταιρείας και του λιμενικού σώματος-, «εμείς» έχουμε το δικαίωμα (κάποιο είδος μετανεωτερικού τσαμπουκά;) να πετάξουμε τον ενοχλητικό καθυστερηματία στην θάλασσα και να σαλπάρουμε σα να μην τρέχει τίποτα. Κακός υπολογισμός στο πλαίσιο μιας κοινωνίας στην οποία έχουν δοθεί τα όπλα της αποτύπωσης των πάντων (τελευταίο προπύργιο ψυχοκοινωνικής «ελευθερίας» του πολίτη) και η οποία πλέον κοινωνία -με την εξαίρεση κάποιων υπερήλικων τηλεορασόπληκτων- δεν εμπιστεύεται, και καλώς, καμία επίσημη ανακοίνωση και αλήθεια εν γένει.
Δυσκολεύομαι να μην δω σ’ αυτό το συμβάν μια εφιαλτική συμβολική μιας παγιωμένης πλέον γνωστής-άγνωστης κατάστασης: το πλοίο, εικόνα της προόδου («ο τουρισμός είναι η βαριά μας βιομηχανία»), αναχωρεί για καλύτερα πάντα μέρη, με τα δροσερά σαλόνια του γεμάτα κανονικούς ανθρώπους, ενώ οι «απ’ έξω» to the lions, στους κολασμένους παφλασμούς της προπέλας. Ας πρόσεχαν. E la nave va. Εξ ου και η σημασία που αποδίδεται σε κάποιες ανατριχιαστικές, πολιτικά πάντα μιλώντας, λεπτομέρειες, οι οποίες μαρτυρούν την συλλογική αμφιθυμία και τις ταλαντεύσεις του φαντασιακού ανάμεσα στο «καλά να πάθει» και στο να τον θεωρήσουμε δικό μας άνθρωπο (δηλαδή απλώς άνθρωπο). Π.χ.:
– Η επιμονή στο ότι ήταν βιοπαλαιστής, λες και η «κοσμική δικαιοσύνη και ηθική», ο οφθαλμός ός τα πανθ’ ορά, θα έπρεπε να τον προστατεύουν, ενώ ταυτόχρονα ξέρουμε όλοι κάλλιστα ότι «όπου φτωχός -και ΑμεΑ- κι η μοίρα του», δηλαδή πως οι κοινωνικές τάξεις αναπαράγονται, ότι δεν υπάρχουν ίσες ευκαιρίες, ιδίως σε εποχή υπερόξυνσης των ανισοτήτων (o οποίες εμφανίζονται ως παράπλευρο απότοκο -δυσάρεστο, αλλά τι να κάνουμε…- της γενικής οικονομικής προόδου και επιτυχίας: Men of poor beginning…
– Η επιμονή στο αν είχε η όχι εισιτήριο! Τερατώδες; Κι όμως η κατοχή ή όχι του «χαρτιού» παραπέμπει σε ένα κεφαλαιώδη πυρήνα σημασιών και κοινωνικο-γνωστικών αναγκών: αν δεν είχε, θα υπήρχε έστω και μια απειροελάχιστη τρύπα να κατανοηθεί το ακατανόητο και να συγχωρεθεί το ασυγχώρητο, να νομιμοποιηθεί η κατάχρηση εξουσίας της ελληνικής ναυτοσύνης (όπως προσπάθησε ο υπουργός να το πράξει, για να ανακρούσει πάραυτα πρύμναν – όπως το ίδιο το πλοίο, για σκέψου!). Εφόσον όμως είχε (εισιτήριο), η κοινωνική παραφροσύνη μπορεί να αναδειχθεί σε όλο της το ανακουφιστικό μεγαλείο, με το ερώτημα «είχε/δεν είχε» να αφήνει πίσω του να πλανάται το εφιαλτικό εύρος ποινών που επισύρουν τα στραβοπατήματα (των αδυνάτων και αδυνάμων πάντα, εννοείται).
Θυμάμαι πριν κάποια χρόνια έναν πατέρα (τσιγγάνο νομίζω), ακούσιο πρωταγωνιστή τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων (εύσχημος όρος της θεσμοποιημένης κοινωνικής ανθρωποφαγίας μας), συνεχεία του σκοτωμού του γιού του από την αστυνομία μετά από κυνηγητό με κλοπή αυτοκινήτου, να λέει: «Μα τι έκανε το παιδί, ένα αυτοκίνητο έκλεψε!» Δεν ξέρει φαίνεται πως το να απλώσει κανείς χέρι στα άγια των αγίων τετράτροχα είναι χειρότερο από τις καταχρήσεις και τις δωροδοκίες που «στοιχειώνουν» την εγχώρια και παγκόσμια πολιτικο-οικονομική ζωή, πριονίζοντας κάθε εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς θεσμούς, στον πολιτικό και δημοσιογραφικό κόσμο και εντείνουν τον συλλογικό κυνισμό…; Όσο κι αν έτσι βολεύεται η -κεντρώα ή μη- επώαση του αυγού του φιδιού, πόσο ακόμα θα προχωρήσει αυτό;…
Ζούμε ένα ασυμπτωτικό ψυχορράγημα του κοινωνικού που εντάθηκε με την παγκόσμια κρίση (και τα «ντόπια και ξένα» μνημόνια) και τους εγκλεισμούς, δαγκώνοντας πλέον όπου τύχει δεξιά-αριστερά με την «επιστροφή στην κανονικότητα». Αλήθεια, αυτή θα είναι η κανονικότητά μας πλέον; Κάτι παραπάνω και αγριότερο από τον παλιό-καλό και απλό ατομικισμό με τον οποίον εκόντες άκοντες μοιραζόμασταν την ίδια στέγη ως νόθο (αλλά χαϊδεμένο) παιδί του φιλελευθερισμού (τουλάχιστον της ήπιας εκδοχής του); Θα είναι η αγνόηση (έως εξόντωσης) του άλλου;
Κάποιοι ομαλοδημοκρατικοί πολίτες (και τα βλαστάρια τους) έβγαιναν βόλτα την νύχτα στις αρχές της δεκαετίας του 90 για να δείρουν Αλβανούς. Σήμερα ο «σερίφης του Έβρου» δηλώνει ότι «κάνει το καθήκον του» και αναρτά ο ίδιος μέρα-μεσημέρι το βίντεο με τα κατορθώματά του, ενώ δεν έλειψαν τα θεσμικά πρόσωπα που υπονόησαν την θεωρία του πρόσφυγα-εμπρηστή, εν τέλει του γενικευμένου πρόσφυγα-απειλή (απειλή κοινωνική, πολιτισμική, φυλετική), έτοιμου να πάει κι αυτός κατά εκατοντάδες στον πάτο της θάλασσας, προς όφελος (με θετικό ή αρνητικό τρόπο) του φαντάσματος της κοινωνικής μας συνοχής.
Παράλληλα, και ενώ μπορούμε να κάνουμε tracking στις οθόνες μας πού ακριβώς βρίσκεται η παραμικρή μας διαδικτυακή παραγγελία, δύο τρένα κινούντο αντίθετα στην ίδια γραμμή επί 12 λεπτά ωσότου συγκρούστηκαν σε ένα δυστύχημα που δεν είχε προβλέψει ούτε το πλέον διαστροφικό σενάριο b-movie του Χόλυγουντ, χωρίς κανείς να μοιάζει να νοιάζεται (πλέον, αλλά και τότε) ιδιαίτερα. Εξαιρούνται οι ειρηνικές διαδηλώσεις που οδήγησαν στις γνωστές γκλομπιές και δακρυγόνες ουσίες – λες και δεν μπορούμε να κλάψουμε ιδίοις όμμασιν με τα χάλια μας. Όταν μάλιστα υπονοείται από κυβερνητικό στέλεχος η εκλογική επίπτωση τέτοιου «ατυχούς συμβάντος» (και ταυτόχρονα καταδικαζόμαστε για πολιτική εκμετάλλευση όσοι τραβάμε τα μαλλιά μας) δεν ζούμε το πέρασμα από το στάτους του ανθρώπου σ’ αυτό του ψηφοφόρου-κομματικού και συστημικού νομιμοποιητή; Πέρα ακόμα από την καστοριαδική «κοινοβουλευτική ολιγαρχία» δεν είμαστε στην πλήρη ανομία (με την βαρύτερη έννοια του όρου);
Με την δολοφονία του Blue Horizon γίνεται σαφές σε όλους ότι πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα, και όχι μόνο τα γκλομπς, καθώς ο επικίνδυνος άλλος είναι παντού. Επί πανδημίας ήταν αυτός που δεν έπρεπε να πλησιάσουμε παρά μόνο μέσω μάσκας ή οθόνης για να «γίνει η δουλειά» (οι οθόνες αποδεικνύονται θησαυρός για κάθε δουλειά και σχόλη, φτάνει να μας κρατάνε μακριά – οι λίγοι που επιμένουν να φέρνουν στο τραπέζι τις επιπτώσεις διαπομπεύονται ως γραφικοί). Σήμερα ο άλλος είναι αυτός, ο οποιοσδήποτε, θέλει να ανέβει στο πλοίο μας, στο πλοίο μου, ή στην βάρκα μου, το ίδιο είναι. Κι όταν ο κυνισμός χτυπάει κόκκινο ο καθένας καταλήγει να υποπτεύεται ότι ο κάθε άλλος απειλεί τα (έστω και προ πολλού στην πράξη καταπατημένα) δικαιώματά του, τον (ασφυκτικά πλέον περιορισμένο) ζωτικό του χώρο, ότι ο κάθε άλλος αποτελεί δυνητικό καταχραστή του οξυγόνου του και της προσωπικής του «ελευθερίας κινήσεων» (όπως νιώθουμε με τα οχήματα που κινούνται λίγο πιο αργά από μας στους μποτιλιαρισμένους δρόμους ή με τους πεζούς που ως κοινωνία πατάμε κατά δεκάδες).
Βλέποντας τον «σερίφη» και το πλήρωμα να στοιβάζει και να σπρώχνει αντίστοιχα ανθρώπους, αναρωτιέται εν τέλει κανείς τι έχει απομείνει όχι πλέον στο επίπεδο ενός προσομοιώματος έστω κοινωνικής συνοχής (που ο ανεξέλεγκτος νεοφιλελευθερισμός μετά βίας και για τα προσχήματα συντηρεί στην κοινωνικο-πολιτισμική ΜΕΘ), αλλά τι έχει απομείνει από το ίδιο το ταμπού που -σε μία αληθινή κοινωνία- εμπνέει ο κάθε άνθρωπος, εχθρός ή φίλος, με τον οποίο οι δρόμοι μας διασταυρώνονται: δεν αναφέρομαι σε ένα ζήτημα «τρόπων» ή «αστικού σεβασμού» του άλλου, αλλά σε ένα θεμελιώδες δέος που θα έπρεπε να μας ωθεί να μην τολμάμε καν να τον αγγίξουμε, να τον προσβάλλουμε, να παραβιάσουμε τα στοιχειώδη (σωματικά και ψυχικά) όρια της ύπαρξής του. Έφυγαν κι αυτά με το πλοίο;
*Καθηγητής Κοινωνικής Ψυχολογίας, Τμήμα Επικοινωνίας & ΜΜΕ, ΕΚΠΑ