Η Αριστερά μετρά δύο αιώνες γεμάτους ήττες. Ο Τραβέρσο είχε πει ότι οι ήττες αυτές δημιουργούσαν πάντοτε μια μελαγχολία που επί της ουσίας είναι μια μορφή πάλης, ένα σημάδι άρνησης αποδοχής τους. Η ήττα λοιπόν μετασχηματίζεται σε σπόρο αναστοχασμού που θα ατσαλώσει και θα δυναμώσει τους μελλοντικούς αγώνες που μπορούν να είναι νικηφόροι.
Του Θάνου Νασόπουλου
Στην πραγματικότητα ωστόσο οι Αριστεροί, ειδικά τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, απέκτησαν μια φετιχιστική σχέση με την ήττα. Σαν να ήταν η μόνη κατάληξη, το μοναδικό σενάριο που μπορούσαν να διαχειριστούν, να ερμηνεύσουν και να μεταβολίσουν. Η Αριστερά όχι απλά δεν είχε μάθει να κερδίζει, αλλά πολλές φορές έμοιαζε να επιδιώκει την ήττα για να νοηματοδοτείται και να μπορεί να αναπαράγεται.
Σήμερα μεταξύ ενός κόσμου, αυτό το φετίχ της ήττας μοιάζει να έχει δώσει τη θέση του στο φετίχ της νίκης. Υπάρχω μόνο αν κερδίζω. Χωρίς να έχει σημασία τι κερδίζω και για ποιον το κερδίζω. Μπορεί μάλιστα ακόμα και να ερμηνεύεται η ήττα ως νίκη. Το φετίχ της νίκης σχετικοποιεί έτσι κι αλλιώς την ίδια τη νίκη.
Αυτό το φετίχ δημιουργεί με τη σειρά του διαστρεβλωμένες πραγματικότητες. Και υπεραπλουστευμένες πραγματικότητες. Υπάρχουν άνθρωποι που θέλουν τόσο πολύ να κερδίσουν που καταντούν να το επιδιώκουν με όρους ποδοσφαιρικού παιχνιδιού. Περιορίζουν τη νίκη σε ένα εκλογικό αποτέλεσμα γιατί όσο πιο μικρή είναι, τόσο πιο δυνατή είναι. Αυτό είναι το φετίχ της νίκης. Μου αρκεί να πέσει ο Μητσοτάκης και να κυβερνήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και αν δεν αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων, ακόμα και αν το κάνει όπως ο Μπλερ μετά την παντοδυναμία της Θάτσερ. Αν δηλαδή για να κερδίσω μπορώ απλά να μετονομάσω την ήττα σε νίκη, θα το κάνω.
Οι φετιχιστές της νίκης δαιμονοποιούν την ήττα. Δεν αναζητούν τις εμπειρίες, τα λάθη και τη συλλογική κληρονομιά της για να μπορέσουν να την αποφύγουν στο μέλλον. Παύουν πια να διακρίνουν την ήττα από τη νίκη και όλα αυτά που τους δίνουν περιεχόμενο, προσπαθούν απλά να μετακινηθούν προς τη νίκη χωρίς καν να το συνειδητοποιούν. “Αν χάνω εδώ, απλά αρκεί να πάω εκεί που κερδίζουν.”
Αναζητούν μόνο κάποιον υπεύθυνο που δεν μπορεί ποτέ φυσικά να είναι ο εαυτός τους, δεν μπορεί ποτέ να είναι το ευρύτερο περιβάλλον, αλλά πάντα κάποιος άλλος, που μπορούν να του προσάψουν την ήττα, ώστε να προχωρήσουν εύκολα και γρήγορα μετά προς τη νίκη. Σαν τον δυστυχισμένο φτωχοποιημένο εργάτη που θεωρεί πηγή της δυστυχίας του τον δυστυχισμένο φτωχοποιημένο μετανάστη, γιατί αυτόν νιώθει ότι μπορεί να τον κερδίσει.
“Ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε γιατί κάποιοι έσκαβαν τον λάκκο του Τσίπρα.” Τόσο απλά. Γιατί; Γιατί για να κερδίσεις αρκεί μόνο να διώξεις αυτούς “που έσκαβαν τον λάκκο του Τσίπρα”. Γιατί αν η ήττα ήταν κάτι πιο μεγάλο και σύνθετο από αυτό, τότε και η νίκη είναι μια υπόθεση πολύ πιο δύσκολη. Και η νίκη δεν πρέπει να είναι επίπονη και δύσκολη αν ο αυτοσκοπός σου είναι ένας τίτλος νικητή.
Από την αριστερή μελαγχολία που κάνει την ήττα καύσιμο, χωρίς να μπορεί πολλές φορές να επιδιώξει ως καύσιμο τη νίκη στην φετιχοποίηση της νίκης που μας αρκεί να έρθει ακόμα και αν κουβαλά χιλιάδες ήττες πάνω της, μια “νίκη” γεμάτη σκατά που έχουν πασπαλιστεί με γκλίτερ.
*ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ
- Δύο άνθρωποι επικοινώνησαν για πρώτη φορά μέσα από τα όνειρά τους
- Φαρμακευτικά φυτά «χρωματίζουν» υφάσματα και έχουν αντηλιακή προστασία
- Πέθανε η Αλέκα Τουμαζάτου
- Ποιές διασημότητες βρίσκονται στο πλευρό της Χάρις και του Τραμπ στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο
- Ιράν, Ρωσία και Ομάν διεξάγουν ναυτικά γυμνάσια στον Ινδικό Ωκεανό