Η Ελλάδα της περασμένης δεκαετίας ήταν ένα μεγάλο πειραματικό εργαστήριο.
Του Λευτέρη Χαραλαμπόπουλου
Αφενός, γιατί έγινε πειραματόζωο για μια «θεραπεία σοκ» που συνδύαζε τα χειρότερα στοιχεία της ΕΕ και του ΔΝΤ.
Αφετέρου, γιατί στην πράξη απέδειξε ότι ήταν εφικτό ένα κόμμα της Αριστεράς (και όχι της σοσιαλδημοκρατίας) να ανέβει στην εξουσία.
Προφανώς, πολλά μπορούν να ειπωθούν για το εάν ήταν προετοιμασμένο να το κάνει και για το πώς και το γιατί υποχρεώθηκε σε πολύ οδυνηρούς συμβιβασμούς που δεν αξιοποίησαν τη μεγάλη πραγματική ισχύ που έδινε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Όμως, εγώ στέκομαι στο ουσιώδες. Δηλαδή, ότι κατέστη εφικτό μέσα σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής κρίσης και μεγάλων μετατοπίσεων στις σχέσεις εκπροσώπησης, ένα κόμμα που δεν είχε την εκλογική απήχηση της σοσιαλδημοκρατίας, ούτε ανάλογη πολιτική, να κερδίσει εκλογές.
Βεβαίως, αποδείχτηκε ότι η αναμέτρηση με την εξουσία δεν είναι εύκολη.
Δεν αναφέρομαι μόνο στο ότι η εξουσία διαφθείρει, με διάφορους τρόπους.
Κυρίως αναφέρομαι στο ότι όταν διαχειρίζεσαι την κρατική εξουσία, το κράτος επιβάλλει τους δικούς του όρους και κανόνες. Τη δική του λογική, τη δική του ιστορία.
Ακόμη περισσότερο, είναι σαφές ότι μια αριστερή πολιτική συνεπάγεται και σύγκρουση. Με συμφέροντα, δομές και νοοτροπίες. Των «από πάνω» πρωτίστως, αλλά και των «από κάτω» ως ένα βαθμό. Και αυτό δεν είναι πάντα εύκολο.
Και βέβαια η μεγαλύτερη πρόκληση είναι ότι μια αριστερή πολιτική, δηλαδή μια πολιτική που θεωρεί πρώτη προτεραιότητα τις κοινωνικές ανάγκες και τα δημόσια αγαθά, δεν είναι εύκολο να συνυπάρξει με τις λογικές «η αγορά αποφασίζει» και «η παγκοσμιοποίηση επιβάλλει», ακόμη και για όσους δεν ανεβαίνουν στην εξουσία υποσχόμενοι να καταργήσουν τον καπιταλισμό.
Αυτό σημαίνει ότι η αριστερή διακυβέρνηση αναγκαστικά θα είναι μια διαρκής σύγκρουση και ταυτόχρονα αναζήτηση νέων ισορροπιών.
Ανάμεσα στο κράτος και την αγορά, το δημόσιο και το ιδιωτικό, το συλλογικό και το ατομικό.
Όμως, αυτό έχει απαιτήσεις. Καταρχάς χρειάζεται όντως «πρόγραμμα». Όχι με την έννοια κάποιων αιτημάτων, αλλά με την έννοια ενός σχεδίου πολιτικού για τις αλλαγές που θα πρέπει να γίνουν, πώς πρέπει να γίνουν και πώς θα υλοποιηθούν. Αυτό πρέπει να στηρίζεται σε γνώση της «πραγματικής οικονομίας», αλλά και της «πραγματικής κοινωνίας» και να μπορεί να τροφοδοτείται από την επιστημονική έρευνα.
Έπειτα χρειάζεται μια εκτίμηση του σε ποιο βαθμό χρειάζεται κινητοποίηση της κοινωνίας, ενεργό στήριξη, πρωτοβουλία. Γιατί ιδίως οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις χρειάζονται και τη στήριξη της κοινωνίας. Αρκεί να αναλογιστούμε πόση κινητοποίηση και συμμετοχή θα απαιτήσει μια πραγματικά δίκαιη πράσινη μετάβαση.
Και βέβαια χρειάζεται και μια σωστή εκτίμηση του συσχετισμού δύναμης, εσωτερικού και διεθνούς. Για να αποφεύγονται οι ήττες που συχνά είναι μη αντιστρέψιμες και να επιδιώκονται συμβιβασμοί προωθητικοί.
Όμως, την ίδια στιγμή είναι ανάγκη να θυμόμαστε ότι η Αριστερά για να φτάσει στην εξουσία, χρειάζεται να θέλει και η κοινωνία μια τέτοια αλλαγή.
Αυτό σημαίνει ότι η Αριστερά κερδίζει όταν η κοινωνία είναι σε αναβρασμό, όταν έχει αισιοδοξία, όταν πιστεύει ότι μπορεί να αντισταθεί και να νικήσει, όταν ο κόσμος ελπίζει.
Αντιθέτως, όταν ο κόσμος απλώς επιδιώκει την «κανονικότητα» ή πιστεύει ότι «τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει», τότε η Αριστερά συναντά πραγματική δυσκολία να κερδίσει.
Όλα αυτά σημαίνουν ένα πράγμα. Η Αριστερά δεν μπορεί να είναι ποτέ ένα κόμμα διακυβέρνησης.
Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι ένα κόμμα διαμαρτυρίας.
Σημαίνει ότι δεν πρέπει να υιοθετεί απλώς τις πρακτικές των κομμάτων εξουσίας.
Αντιθέτως, πρέπει να είναι ένα κόμμα που θα είναι ταυτόχρονα κίνημα. Θα προετοιμάζεται για να κυβερνήσει, αλλά ταυτόχρονα θα προετοιμάζει και μια κοινωνία να το βοηθήσει να φέρει τις μεγάλες αλλαγές.
Ακόμη περισσότερο, η Αριστερά ακόμη και το «προετοιμάζεται να κυβερνήσει», δεν μπορεί να το κάνει όπως τα συστημικά κόμματα.
Αυτά είναι κόμματα που θέλουν να διοικήσουν το κράτος όπως περίπου έχει και που λίγο πολύ θα κινηθούν με έναν νεοφιλελεύθερο «αυτόματο πιλότο».
Για την Αριστερά «προετοιμάζεται να κυβερνήσει» σημαίνει ότι σκέφτεται και προετοιμάζει τις αλλαγές, σταθμίζει, αναζητά στηρίγματα, διαμορφώνει όρους, «διαπαιδαγωγεί» την εξουσία, συνολικά προσπαθεί να πετύχει την ηγεμονία.
Και αυτό έχει μια συγκεκριμένη συνέπεια σήμερα που όταν γράφεται η λέξη Αριστερά, δίπλα πρέπει να γράφεται επανίδρυση.
Ότι δεν μπορεί ένα αριστερό κόμμα που θέλει να διεκδικήσει με αξιώσεις την κυβερνητική εξουσία, απλώς να κάνει «εκλογική δουλειά», ή να παίρνει αποφάσεις με μόνο αυτό το κριτήριο, ή να εκλέγει ηγεσία με μόνο κριτήριο ποιος θα σταθεί καλύτερα στο επόμενο debate.
Αντιθέτως, πρέπει να σκέφτεται πώς θα συγκροτηθεί ως πολιτικός οργανισμός, πώς θα αποκτήσει δεσμούς με την κοινωνία, πώς θα εμπλουτίσει τον λόγο της, πώς θα συμβάλλει σε πραγματικά και ει δυνατόν νικηφόρα κινήματα, πώς θα αλλάζει την κοινωνία για να μπορεί αυτή τελικά να βρει την εκπροσώπησή της στην Αριστερά.
Διαφορετικά, δεν έχει μεγάλη ελπίδα απέναντι στα συστημικά κόμματα, που πάντα θα μπορούν να την κατηγορήσουν ότι είναι «ανεύθυνη», ή «ερασιτεχνική» και που στην κοινωνία θα στέλνουν το μήνυμα «Αριστερά σημαίνει αναστάτωση, εμείς είμαστε η σιγουριά και η κανονικότητα».
Στην πραγματικότητα, ούτε η ιστορία έχει τελειώσει, ούτε το αίτημα για δικαιοσύνη, δημοκρατία και ισότητα έχει χάσει την απήχησή του, ούτε οι «από κάτω» έχουν εκμαυλιστεί.
Όμως, κάπως πρέπει να ξανασυναντήσουν μια αξιόπιστη και συνάμα μαχητική Αριστερά.
Και αυτό θέλει πολύ δουλειά.
Που δεν θα γίνει ούτε στα πάνελ, ούτε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
ΥΓ: «Αριστερός: ένας λάτρης της εξουσίας, χωρίς εξουσία».
Τζορτζ Όργουελ
Πηγή: In.gr