Ο όρος «BRICS» είναι ακρωνύμιο που αντιπροσωπεύει μια ομάδα πέντε μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική. Αυτές οι χώρες είναι γνωστές για τη σημαντική επιρροή τους στα περιφερειακά και παγκόσμια ζητήματα λόγω του μεγάλου πληθυσμού τους, των αναπτυσσόμενων οικονομιών τους και της γεωπολιτικής τους σημασίας. Ο όρος «BRICS» προέρχεται από τα αρχικά γράμματα των ονομάτων των χωρών μελών και λειτουργεί ως σύμβολο της συλλογικής τους επιρροής στον κόσμο.
Το ακρωνύμιο «BRICs» καθιερώθηκε στις αρχές του 21ου αι. μετά την δημιουργία του από τον οικονομολόγο της Goldman Sachs, Jim O’Neill, σε μία έκθεση του το 2001 (Building Better Global Economic BRICs), στην οποία διέκρινε τέσσερις μεγάλες αναδυόμενες αγορές – τη Βραζιλία, τη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα – ως μελλοντικούς κινητήρες της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Ο O’Neill παρατήρησε ότι το 8% του παγκόσμιου ΑΕΠ που αντιπροσωπεύουν αυτές οι τέσσερις χώρες αντιστοιχούσε στο 23,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά την αγοραστική δύναμη του νομίσματος και προέβλεψε ότι η οικονομική τους επιρροή θα αυξανόταν τα επόμενα 10 χρόνια. Συνεπώς, υποστήριξε την οργανωτική προσαρμογή αυτών των χωρών στα φόρουμ της παγκόσμιας οικονομίας, ειδικότερα την προσθήκη της Κίνας στo τότε G7.
Σύντομα, οι χώρες που έτσι είχαν καθοριστεί, άρχισαν να συσπειρώνoται σε ένα ημιεπίσημο συγκρότημα. Το 2009, διοργάνωσαν την πρώτη τους ετήσια σύνοδο. Το 2011, αυτή η συνάντηση ονομάστηκε «Σύνοδος των BRICS», αφού η Νότιος Αφρική εντάχθηκε ως μέλος.
Πάνω από δύο δεκαετίες αργότερα και βρισκόμαστε σε μία διαφορετική, όλο και πιο γρήγορα εξελισσόμενη εποχή της σύγχρονης ιστορίας.
Ο κόσμος περνάει μια μεταμόρφωση κατά την οποία οι παραδοσιακές συμμαχίες επανεξετάζονται και νέες ομάδες με νέες ατζέντες εμφανίζονται. Πολλές χώρες, πέρα από τα έθνη των BRICS, βρίσκουν κοινό έδαφος και σχηματίζουν συμμαχίες, συχνά χωρίς τη συμμετοχή δυτικών δυνάμεων. Αυτή η τάση σηματοδοτεί μια αλλαγή στη δυναμική της παγκόσμιας σκακιέρας.
Οι δυτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους, παραδοσιακά έπαιζαν κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση παγκόσμιων συμμαχιών και θεσμών. Ωστόσο, το εξελισσόμενο τοπίο έχει θέσει προκλήσεις για τις δυτικές δυνάμεις όσον αφορά τη διατήρηση της κυρίαρχης θέσης τους. Η άνοδος των ασιατικών οικονομιών, ιδιαίτερα της Κίνας, έχει μετατοπίσει την οικονομική ισχύ προς τα ανατολικά. Οι ασιατικές χώρες οδηγούν πλέον την παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη και η επιρροή τους αντικατοπτρίζεται ολοένα και περισσότερο στα διεθνή φόρουμ.
Ο κόσμος διαιρείται σε πολλαπλά κέντρα εξουσίας. Τα δυτικά έθνη δεν είναι πλέον οι μοναδικοί «διαιτητές» των παγκόσμιων υποθέσεων και πρέπει να αντιμετωπίσουν τα συμφέροντα και τις φιλοδοξίες των αναδυόμενων δυνάμεων. Οι πολιτικές των κρατών ευθυγραμμίζονται με βάση τις σύγχρονες ανάγκες τους, οι οποίες συχνά μπορεί να πηγαίνουν κόντρα στις δυτικές ατζέντες. Για παράδειγμα, πολλά έθνη δίνουν έμφαση στην περιβαλλοντική βιωσιμότητα, την τεχνολογική καινοτομία και την περιφερειακή ασφάλεια, οδηγώντας σε νέες συμμαχίες και πλαίσια συνεργασίας.
Οι δυτικές δυνάμεις βρίσκονται μπροστά σε ένα δίλημμα. Από τη μια πλευρά, πρέπει να προσαρμοστούν σε έναν κόσμο όπου η επιρροή τους δεν είναι πλέον αδιαμφισβήτητη. Από την άλλη, έχουν την ευκαιρία να συνεργαστούν με αναδυόμενες δυνάμεις και να συμβάλουν σε συνεργατικές λύσεις για παγκόσμια ζητήματα. Τα δυτικά έθνη πρέπει να αποφασίσουν εάν θα συμμετάσχουν σε νέες συμμαχίες και θα συμβάλουν εποικοδομητικά στην επίλυση παγκόσμιων προβλημάτων ή αν θα απομονωθούν και θα κινδυνεύσουν να χάσουν την επιρροή τους με αποτέλεσμα την απόλυτη κοινωνική και οικονομική κατάρρευση τους. Η εκτίμηση ότι οι δυτικές δυνάμεις αντιμετωπίζουν σημαντικές προκλήσεις και περιορισμούς σε διάφορες πτυχές, συμπεριλαμβανομένων των ενεργειακών πολιτικών, των οικονομικών συστημάτων, της δημοκρατικής συνεργασίας και διακυβέρνησης και των πολιτιστικών – κοινωνικών διαιρέσεων και συγκρούσεων είναι ένα σύνθετο θέμα.
Πολλές δυτικές χώρες όλο και περισσότερο συνεχίζουν να βασίζονται στα ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή και τη μεταφορά ενέργειας. Αυτή η εξάρτηση από μη ανανεώσιμους πόρους έχει περιβαλλοντικές, οικονομικές και γεωπολιτικές συνέπειες. Επιδεινώνει την κλιματική κρίση, καθιστά τις οικονομίες ευάλωτες στον πληθωρισμό και οδηγεί σε πολεμικές συγκρούσεις σχετικά με την πρόσβαση σε πόρους. Οι δυτικές οικονομίες αντιμετωπίζουν ένα όλο και αυξανόμενο κενό ανάμεσα στους πλούσιους και τους ακραία φτωχούς. Η όλο και μεγαλύτερη συγκέντρωση του πλούτου και της οικονομικής δύναμης στα χέρια λίγων εμποδίζει την οικονομική κινητικότητα, την κοινωνική συνοχή και έχει οδηγήσει την πολιτική αστάθεια σε επικίνδυνα επίπεδα. Οι δυτικές οικονομίες εμφανίζουν στοιχεία παρασιτικής συμπεριφοράς, όπου τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι μεγάλες εταιρείες επωφελούνται δυσανάλογα σε βάρος του ευρύτερου πληθυσμού ενώ ταυτόχρονα όλο και περισσότερο επικρατεί η αποεπένδυση και η ιδιωτικοποίηση σε υποδομές, βιομηχανίες, χώρους εργασίας και ολόκληρους οικονομικούς τομείς. Η παγκοσμιοποιημένη φύση των δυτικών οικονομιών τις καθιστά ευάλωτες σε εξωγενείς κινδύνους, όπως οικονομικές κρίσεις και χρηματοπιστωτικές «βουτιές», διαταραχές του εμπορίου, πανδημίες, φυσικές καταστροφές και πολέμους. Η εξάρτηση των δυτικών χωρών σε πολύπλοκες αλυσίδες εφοδιασμού οδηγεί σε αδιέξοδα όταν δεν υπάρχει ουσιαστικό σχέδιο πέρα από το ανταγωνιστικά άνισο υπερκέρδος μερικών μονοπωλίων.
Εδώ και χρόνια ο δυτικός κόσμος βιώνει μια παρακμή στη δημοκρατική συνεργασία και διακυβέρνηση του η οποία χαρακτηρίζεται από αυξανόμενη πόλωση, εθνικισμό, αυταρχισμό και απροθυμία για συμμετοχή σε πολυμερή διπλωματία. Οι δυτικές κοινωνίες αντιμετωπίζουν πολιτιστικές αλλαγές, συμπεριλαμβανομένης της αλλαγής δημογραφικών, των ταυτοτικών ζητημάτων και τις αξίες και την επιρροή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αυτές οι αλλαγές ενώ θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε έναν πιο πλούσιο πολιτισμικά και μορφωτικά κόσμο υπό άλλες συνθήκες, οδηγούν αντίθετα σε διαιρέσεις, πόλωση, συγκρούσεις και κινδύνους για την αντιμετώπιση σύνθετων ζητημάτων όπως η μετανάστευση, η φυλετική και έμφυλη ανισότητα, η πολιτιστική ενσωμάτωση και κυρίως οι ταξικές ανισότητες.
Οι παράγοντες αυτοί μπορούν να αποτελέσουν αδιέξοδα για τις δυτικές δυνάμεις, ειδικά σε σύγκριση με την πρόοδο που αρχίζουν να βιώνουν οι αναδυόμενες οικονομίες. Η Δύση πνίγεται στις αντιφάσεις της και τα εμπόδια που βάζει η ίδια σαμποτάρουν τις προσπάθειες να προσαρμοστεί στις μεταβαλλόμενες παγκόσμιες δυναμικές.
Όπως φαίνεται όμως δεν είναι όλες οι δυτικές δυνάμεις στην ίδια σελίδα. Άλλες κάνουν ήδη βήματα προς την προσαρμογή τους στο νέο παγκόσμιο τοπίο και η αντζέντες τους όλο και διαφοροποιούται από άλλες οικονομίες οι οποίες έχουν πάρει τον δρόμο της αναπόσπαστης επιρροής τους από τις μητροπόλεις των ΕΕ και ΗΠΑ.
Το φαινόμενο των χωρών στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία, συμπεριλαμβανομένων των παραδοσιακών δυτικών συμμάχων όπως η Σαουδική Αραβία, η Τουρκία, χώρες της Βόρειας Αφρικής κ.α. να εξετάζουν συμμαχίες με μη δυτικές δυνάμεις αντανακλά ένα μεταβαλλόμενο παγκόσμιο τοπίο που καθοδηγείται από διάφορους γεωπολιτικούς, οικονομικούς και στρατηγικούς παράγοντες.
Οι μη δυτικές δυνάμεις, ιδιαίτερα η Κίνα, έχουν γίνει οι κύριοι μοχλοί της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης. Οι χώρες που αναζητούν οικονομικές ευκαιρίες έλκονται από συνεργασίες με αυτούς τους αναδυόμενους οικονομικούς γίγαντες. Βλέπουν πιθανά οφέλη όσον αφορά το εμπόριο, τις επενδύσεις και την πρόσβαση σε τεράστιες καταναλωτικές αγορές. Για να μειώσουν την εξάρτηση τους από έναν μόνο σύμμαχο ή εμπορικό έταιρο, χώρες οι οποίες είναι οικονομικά ισχυρές διευρύνουν τις διεθνείς τους σχέσεις. Αυτή η στρατηγική ενισχύει την οικονομική και πολιτική τους ανθεκτικότητα. Για παράδειγμα, οι ευρωπαϊκές χώρες, ενώ παραδοσιακά διατηρούν δεσμούς με τις Ηνωμένες Πολιτείες, διερευνούν επίσης συνεργασίες με την Κίνα ενώ άλλες αναγνωρίζουν κιόλας πως οι κυρώσεις προς την Ρωσία μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία δεν βοηθούν στην πραγματοποίηση των στόχων τους και συνεχώς ψάχνουν για «παραθυράκια». Άλλες έχουν προτάσεις και προσδοκίες για την προσαρμογή τους στην ενεργειακή κρίση όπως η Γαλλία ενώ άλλες που επηρεάζονται στενά από τις Γερμανικές και Αμερικάνικες πολιτικές όπως η Ελλάδα, δεν έχουν ουσιαστικές βλέψεις.
Χώρες σχηματίζουν συμμαχίες που ευθυγραμμίζονται με τα στρατηγικά τους συμφέροντα. Στη Μέση Ανατολή, για παράδειγμα, η Σαουδική Αραβία έχει ενισχύσει τους δεσμούς με την Κίνα και τη Ρωσία στο πλαίσιο των προσπαθειών της να διευρύνει τις συνεργασίες της και να αντιμετωπίσει τις περιφερειακές προκλήσεις. Η Τουρκία, η Ιαπωνία, η Κορέα και χώρες της Βόρειας Αφρικής που ανησυχούν για τη δική τους ασφάλεια και οικονομικά συμφέροντα, έχουν επίσης εμβαθύνει τη συνεργασία με διάφορους περιφερειακούς παράγοντες. Οι περιφερειακές συγκρούσεις και εντάσεις στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Ασία έχουν ωθήσει τις χώρες να διερευνούν συμμαχίες και συνεργασίες με φορείς εκτός της δυτικής σφαίρας. Για παράδειγμα, στη Μέση Ανατολή και την Αφρική, η Ρωσία έχει παίξει μεγάλο ρόλο στη διαμεσολάβηση των συγκρούσεων, καθιστώντας την περιζήτητη έταιρο στις περιοχές αυτές.
Ορισμένες χώρες επαναξιολογούν τις παραδοσιακές τους συμμαχίες λόγω αλλαγών στην εσωτερική πολιτική ή αλλαγών στην ηγεσία. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων της εξωτερικής πολιτικής και την ευθυγράμμιση τους με μη δυτικές δυνάμεις. Οι παγκόσμιοι κίνδυνοι όπως η κλιματική αλλαγή, οι πανδημίες και η οικονομική αστάθεια απαιτούν διεθνή συνεργασία. Υπάρχουν χώρες οι οποίες είναι ανοιχτές να συνεργαστούν με ένα ευρύ φάσμα εταίρων, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση αυτών.
«Αναθεωρώντας τους BRICS»
Στη Σύνοδο Κορυφής των BRICS στο Γιοχάνεσμπουργκ τον περασμένο Αύγουστο, η ομάδα αποφάσισε να υποδεχθεί έξι νέα μέλη από το 2024: Την Αργεντινή, την Αίγυπτο, την Αιθιοπία, το Ιράν, την Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Τα πέντε από αυτά αντιπροσωπεύουν τη Μέση Ανατολή ή την Αφρική. Ο Jim O’Neill, δημιουργός του αρχικού ακρωνύμιου, αμφισβήτησε τα κίνητρα πίσω από αυτή την επιλογή. «Γιατί, για παράδειγμα, δεν μπήκε η Ινδονησία; Γιατί η Αργεντινή και όχι το Μεξικό ή η Αιθιοπία και όχι η Νιγηρία;»
«Είναι ιδιαίτερα δύσκολο να κατανοήσουμε την επιλογή του Ιράν, μιας φονταμενταλιστικής θεοκρατίας και της Αργεντινής, η οποία βρίσκεται διαρκώς στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης. Για μια ομάδα που ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί τον Παγκόσμιο Νότο, περιλαμβάνει πάρα πολλά προβληματικά παιδιά – μεταξύ αυτών φυσικά και η Ρωσία μετά την εισβολή της στην Ουκρανία. Για πολλά χρόνια, η Ανατολική Ασία στο σύνολό της θεωρούνταν ο παγκόσμιος κόμβος οικονομικής ανάπτυξης, αλλά αυτές οι μέρες έχουν περάσει. Η Κίνα, η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν (όπως η Ιαπωνία) αντιμετωπίζουν όλες το βασικό πρόβλημα της μείωσης του πληθυσμού. Το 2022, το συνολικό ποσοστό γονιμότητας της Κίνας (ο μέσος αριθμός παιδιών που γεννήθηκαν από μια γυναίκα κατά τη διάρκεια της ζωής της) ήταν 1,09, ενώ στη Νότια Κορέα ήταν μόλις 0,78. Και τα δύο στοιχεία υπολείπονται κατά πολύ από το «επίπεδο αναπλήρωσης των δημογραφικών», του ποσοστού 2,1 που απαιτείται για να παραμείνει ο πληθυσμός σταθερός. Μια περιοχή με τέτοια δημογραφικά στοιχεία δεν μπορεί να αναμένεται να τροφοδοτήσει την παγκόσμια ανάπτυξη» αναφέρει σε ανάλυση του ο Ιάπωνας δημοσιογράφος και οικονομολόγος Χίντεο Τσουτσίγια.
Ο οικονομολόγος συνεχίζει στην ανάλυση του λέγοντας:
«Οι κορυφαίοι υποψήφιοι για να αναλάβουν αυτόν τον ρόλο είναι η Ινδία και η Ένωση Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας. Αυτή είναι η περιοχή στην οποία τόσες πολυεθνικές, τρομαγμένες από τον κίνδυνο της Κίνας, μεταφέρουν τις βάσεις παραγωγής τους. Το εργοστάσιο του κόσμου αλλάζει σπίτι. Με βάση το μέγεθος της αγοράς, το γκρουπ μπορεί να περιοριστεί περαιτέρω στην πολλά υποσχόμενη τετράδα του Βιετνάμ, της Ινδίας, της Ινδονησίας και των Φιλιππίνων, με πληθυσμό που υπερβαίνει τα 100 εκατομμύρια. Θα μπορούσαμε να προτείνουμε το «the VIIPs» ως κατάλληλο αρκτικόλεξο για την επόμενη γενιά οικονομικών δυνάμεων;».
«Τι γίνεται, λοιπόν, με το γειτονικό Μπαγκλαντές; Αυτό το πυκνοκατοικημένο έθνος -που περιλαμβάνει περίπου 170 εκατομμύρια ανθρώπους σε μια περιοχή λιγότερο από το διπλάσιο του Χοκάιντο της Ιαπωνίας – έχει σημειώσει σημαντική οικονομική πρόοδο τα τελευταία χρόνια και δεν κατατάσσεται πλέον στις φτωχότερες χώρες του κόσμου. Ωστόσο, με πεδινές εκτάσεις να αποτελούν τη μισή της έκταση, παραμένει ευάλωτο σε καταστροφικές πλημμύρες. Δεδομένων των αυξανόμενων κινδύνων που αντιμετωπίζει η χώρα καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη προκαλεί άνοδο της στάθμης της θάλασσας, φαίνεται συνετό να αναβληθεί η επιλογή του Μπαγκλαντές», καταλήγει ο Τσουτσίγια.
Φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που αναδυόμενα έθνη πέρα από τους BRICS θα σχημάτιζαν συμμαχίες και θεσμούς:
- SCO (Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης): Αυτός ο οργανισμός περιλαμβάνει την Κίνα, τη Ρωσία, την Ινδία, το Πακιστάν και πολλά κράτη της Κεντρικής Ασίας. Έχει αποκτήσει μεγαλύτερη σημασία ως πλατφόρμα για ασφάλεια, οικονομική και πολιτική συνεργασία.
- EAEU (Ευρασιατική Οικονομική Ένωση): Αποτελούμενη από τη Ρωσία, την Αρμενία, τη Λευκορωσία, το Καζακστάν και την Κιργιζία, αυτή η ένωση εστιάζει στην οικονομική δραστηριότητα της ευρασιατικής περιοχής.
- ASEAN (Ένωση Εθνών της Νοτιοανατολικής Ασίας): Οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας ενισχύουν την περιφερειακή τους συνεργασία απέναντι σε διάφορες προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένων των συνοριακών συγκρούσεων στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.
Ο μεγαλύτερος θεσμός αναδυόμενων οικονομιών πρόσφατα συνεδρίασε στην Αβάνα της Κούβας στις 15-16 Σεπτεμβρίου και είναι το G77.
«Πρόκειται για τον πολυπληθέστερο συνασπισμό των αναπτυσσόμενων χωρών στα Ηνωμένα Έθνη, καθώς απαρτίζεται από 134 κράτη μέλη, που συγκεντρώνουν το 80% του παγκόσμιου πληθυσμού. Το επίσημο όνομα του (G77) προέρχεται από τον αριθμό των ιδρυτικών μελών, που υπέγραψαν την «Κοινή Διακήρυξη των Εβδομήντα Επτά Αναπτυσσόμενων Χωρών» στις 15 Ιουνίου 1964. Η προσέγγιση της Κίνας, το 1992, ως εξωτερικού συνεργάτη της «Ομάδας των 77» θεωρήθηκε ιδιαίτερα σημαντική, όπως μαρτυρά η μετέπειτα χρήση του ονόματος «G77+Kίνα». Άλλωστε, η κινεζική κυβέρνηση συμβάλλει με σημαντικά κεφάλαια για την ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων εθνών, των οποίων «θα είναι πάντα μέλος» όσο και να αναπτυχθεί, όπως δήλωσε ο Κινέζος πρόεδρος στην πρόσφατη Σύνοδο των ΒRICS στο Γιοχάνεσμπουργκ» αναφέρει σε ανάλυση του ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Παναγιώτης Παπαδομανωλάκης.
«Η αναζήτηση ενός νέου παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος συνοδεύει την «Ομάδα των 77» από την ίδρυσή της και για αυτό το λόγο έχει αντιμετωπίσει μεγάλες πιέσεις από κάποιες ανεπτυγμένες χώρες και κυρίως τις ΗΠΑ, που δεν επιθυμούν για κανένα λόγο την ανάπτυξη των αναπτυσσόμενων εθνών. Όμως, τα παραπάνω ζητήματα επανέρχονται πιο δυναμικά στον διεθνή διάλογο, στον απόηχο των συζητήσεων για την αποδολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας και την ανάδειξη ενός πλουραλιστικού κόσμου, με πρόσφατο παράδειγμα τη Σύνοδο των BRICS στη Νότιο Αφρική» υποστηρίζει ο κ. Παπαδομανωλάκης.
Είναι προφανές από τα παραπάνω πως τα παγκόσμια ζητήματα γίνονται όλο και πιο περίπλοκα. Το παιχνίδι της επιβολής και της κυριαρχίας παίζεται όλο και από περισσότερους και τα πράγματα φαίνονται όλο πιο αβέβαια και ελαστικά. Η ιστορία όμως έχει δυστυχώς δείξει πως τις πολλές διαιρέσεις μπορεί να τις εξαλείψει συνήθως με βίαιο και καταστροφικό τρόπο. Η Ευρώπη πάντως αυτή τη στιγμή βρίσκεται στο μάτι ενός κυκλώνα που δημιουργείται για ακόμη μια φορά και το μέλλον φαίνεται τρομακτικό γι’ αυτούς που ζουν σε αυτή.
Πηγές: Nippon.com, TPP.gr
Συντάκτης: Χάρης Παναγόπουλος (IkarosAsteras)
Διαβάστε ακόμη: