Αν για τους νεοφιλελεύθερους, το κράτος ασφάλειας ταυτίζεται με το ποινικό και το ατελέσφορο ρυθμιστικό κράτος, για τους προοδευτικούς η ασφάλεια ξεκινάει από το κοινωνικό κράτος για το οποίο security και safety αποτελούν εξίσου κεντρικές αρμοδιότητες και ευθύνες
Του Κώστα Δουζίνα
Τέμπη, Πύλος, Δαδιά, Καρδίτσα/Βόλος – φονικά δυστυχήματα, πνιγμοί, φωτιές, πλημμύρες, λιμοί, σεισμοί και καταποντισμοί. Μια κυβέρνηση που θεμελιώνει την ηγεμονία της στην προστασία της ασφάλειας, αδυνατεί να προβλέψει και να αποτρέψει τις καταστροφές. Μάθαμε πρόσφατα κάτι που υποπτευόμαστε: υπήρχαν ολοκληρωμένα αντιπλημμυρικά σχέδια από το 2018, αλλά δεν έγιναν. Το ίδιο με τις υποσχέσεις μετά τον «Ιανό», την πλημμύρα του 2020. Η πολυδιαφημισμένη αντιπυρική προστασία αποδείχτηκε λόγια του αέρα στην Εύβοια, τη Ρόδο, τη Θράκη. Αλλά και μετά τις καταστροφές, η κυβέρνηση, παρά τις υποσχέσεις, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματά τους. Κοιτάξτε την καμένη Εύβοια, την πλημμυρισμένη Θεσσαλία. Πώς εξηγείται η αντίφαση ότι το «κράτος της ασφάλειας» οδηγεί σε συνεχή ανασφάλεια;
Τον 21ο αιώνα, ο φόβος της ανασφάλειας και το επακόλουθό του, το αίτημα ασφάλειας, έχει γίνει κεντρικό πολιτικό επίδικο. Γιατί αισθάνονται ανασφαλείς οι πολίτες; Η οικονομική και εργασιακή απορρύθμιση, η υποχώρηση του κοινωνικού κράτους, η συνεχής μιντιακή διαφήμιση της παραβατικότητας έχουν αυξήσει την επίγνωση των κινδύνων. Ζούμε στην «κοινωνία του ρίσκου». Η αποτροπή των πηγών ανασφάλειας απαιτεί διαφορετικές πολιτικές ασφάλειας. Αλλά αυτό δεν γίνεται. Γιατί;
Η γλώσσα μας χρησιμοποιεί τη λέξη ασφάλεια για δύο έννοιες που διαφοροποιούνται στις λατινογενείς γλώσσες: security και safety. Η ασφάλεια ως security είναι η αποτροπή, προφύλαξη και διαχείριση σκόπιμων κακόβουλων κινδύνων, απειλών και βλαβών, όπως η τρομοκρατία, η εγκληματικότητα, το hacking. Η επίθεση στη security αποτελεί ποινικό αδίκημα. Η ασφάλεια ως safety αναφέρεται στην προφύλαξη από κινδύνους και βλάβες που δεν προέρχονται από κακόβουλη ανθρώπινη δράση, όπως δυστυχήματα, φυσικές καταστροφές ή άλλες βλάβες χωρίς πρόθεση. Δίπλα στον γενικό όρο έχουμε επιμέρους ασφάλειες: την κοινωνική, την εργασιακή, την ανθρώπινη, την υγειονομική, την κρατική.
Η πολυσημία του όρου κάνει την ασφάλεια πεδίο γλωσσικής και πολιτικής διαμάχης. Η ιδεολογική ηγεμονία της Δεξιάς έκανε τη security βασικό ορισμό της ασφάλειας και τον φόβο της εγκληματικότητας το κεντρικό πολιτικό συναίσθημα. Η έμφαση στη security είναι το ιδεολογικό χαρακτηριστικό του «κράτους ασφάλειας». Τα mainstream ΜΜΕ τονίζουν πραγματικές ή φανταστικές απειλές, καταγγέλλουν τους υπαίτιους, απαιτούν νέα και αποτελεσματικότερα μέτρα. Η συνεχής παρουσίαση κάθε λογής κακοποιών στοιχείων, όπου η τρομοκρατία, το έγκλημα του δρόμου και το οργανωμένο, η μικροπαραβατικότητα, οι πρόσφυγες και οι φοιτητικές καταλήψεις αποτελούν πλευρές μιας ενιαίας βίαιης εγκληματικότητας, καλλιεργεί τον φόβο και την ανασφάλεια ως κυρίαρχο πολιτικό συναίσθημα. Αυτός ο βομβαρδισμός εγκληματικότητας κάνει τον πολίτη να ταυτίζει την ασφάλεια με την ελευθερία από τον φόβο των πολλαπλών κακοποιών κινδύνων, την προστασία από την ανασφάλεια του εγκλήματος. Η ασφάλεια γίνεται έτσι ατομικό αίτημα και συναίσθημα, μια πιεστική εσωτερική επιθυμία παρά ένα εξωτερικό αντικειμενικό γεγονός. Οτιδήποτε θα μπορούσε να ανακουφίσει τον φόβο της ανασφάλειας γίνεται απαίτηση, αν το προωθήσουν τα ΜΜΕ και το αποδεχτεί μια κρίσιμη μάζα πολιτών.
Έτσι το κράτος ασφάλειας γίνεται είναι μια σύνθετη πολιτική τεχνολογία, που επικεντρώνεται στη security και υποτιμά ή αποκρύπτει την κοινωνική ανασφάλεια και τη safety. H ανασφάλεια αντιμετωπίζεται με την αυστηροποίηση του ποινικού δικαίου, την τιμωρητική ποινικοποίηση, την αύξηση των ποινών, της αστυνόμευσης και της καταστολής. Η «τιμωρητική στροφή» παρουσιάζεται ως απάντηση στην εγκληματικότητα του δρόμου, την παραβατικότητα, το οργανωμένο έγκλημα, την απειλή στα σύνορα. Πολλά τα παραδείγματα: η πανεπιστημιακή αστυνομία, η επίθεση σε νεολαιίστικες εκδηλώσεις, η δυσφήμηση για αριστερή ανοχή στο έγκλημα, ο φράχτης στον Έβρο και τα pushbacks των προσφύγων, η παρακολούθηση των τηλεφώνων για λόγους εθνικής ασφάλειας. Αλλά το ποινικό κράτος αδυνατεί να αντιμετωπίσει το οργανωμένο έγκλημα, τη μαφία, τις συνεχείς εκτελέσεις των ανθρώπων της νύχτας.
Ο φόβος της ανασφάλειας που καλλιεργούν τα ΜΜΕ και η κυβερνητική υπόσχεση ασφάλειας αποτελούν έναν αυτο-τροφοδοτούμενο κύκλο. Ο φόβος απαιτεί νέα μέτρα και αυτά δημιουργούν νέους φόβους. Oχι γιατί τα υπάρχοντα δεν αρκούν, αλλά γιατί, όπως ξέρουμε από την ψυχανάλυση, η ικανοποίηση της επιθυμίας, η απόλαυση, είναι πάντα λειψή και προσωρινή. To κράτος ασφάλειας δημιουργεί έτσι μια προσωρινή και μερική ανακούφιση από το άγχος της εγκληματικότητας. Η νεοφιλελεύθερη ασφάλεια αδιαφορεί για την αυξανόμενη ανισότητα, τον κοινωνικό αποκλεισμό, την ανεργία, την επισφάλεια. Η καταστολή, ο έλεγχος του εγκλήματος και των συνόρων επιδιώκουν να αποζημιώσουν το οικονομικό και κοινωνικό άγχος από την αποτυχία της κοινωνικής ασφάλειας. Το ποινικό κράτος αντικαθιστά το κράτος ευημερίας και η ποινική ασφάλεια τις συρρικνούμενες κοινωνικές ασφαλίσεις.
Η ιδεολογική επένδυση στη security υποτίμησε την ασφάλεια ως safety. Μέρος της ανατέθηκε στο ρυθμιστικό κράτος. Μετά τις μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις είκοσι Ρυθμιστικές Αρχές, με στελέχη νομικούς και λογιστές, ανέλαβαν να ρυθμίζουν την αγορά στις δημόσιες υπηρεσίες και να εποπτεύουν την τήρηση του καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Κάποιες, όπως η Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων, έχουν επιπλέον την εποπτεία των υποδομών και της τήρησης των μηχανισμών ασφάλειας. Υιοθετούν κώδικες και πρωτόκολλα λειτουργίας και ασφάλειας που επικεντρώνονται σε γενικούς κινδύνους, όπως η ατμοσφαιρική ρύπανση και η ασφάλεια στον χώρο εργασίας.
Υποφέρουν όλες από υποχρηματοδότηση, υποστελέχωση, απαξίωση, εξαρτήσεις από την κυβέρνηση και συμπαιγνίες με τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις. Οι ελεγκτικές τους αρμοδιότητες είναι περιορισμένες και συνήθως ατελέσφορες. Αδυνατούν επομένως να εξασφαλίσουν την ασφάλεια των υπηρεσιών και την προστασία του κοινού. Μετά τα Τέμπη, οι αδυναμίες της ΡΑΣ έγιναν προφανείς: υποτυπώδης και σπασμωδικός έλεγχος, αδιαφορία του κράτους και της εταιρείας στις υποδείξεις της αλλά και στις εκκλήσεις των εργαζομένων. Τα ίδια ισχύουν με τη Ρ.Α. Λιμένων ή τη Ρ.Α. Ενέργειας που έγινε η Αρχή νερού για να ρυθμίσει την αγορά όταν αρχίσει η ιδιωτικοποίηση.
Τα Τέμπη, η Δαδιά και η Θεσσαλία διατάραξαν την κυρίαρχη έννοιας της ασφάλειας και τα ΜΜΕ αναγκάστηκαν να μιλήσουν για την ανοχύρωτη Ελλάδα. Η κυβέρνηση απέδωσε τα Τέμπη σε ανθρώπινο λάθος, εντάσσοντας το δυστύχημα στην εκδοχή της ασφάλειας ως security. Οι πρόσφατες καταστροφές αποδόθηκαν στα πρωτόγνωρα φυσικά φαινόμενα. Αλλά όπως ο κ. Κικίλιας δήλωσε, για να απεκδυθεί των ευθυνών του, βρήκε το κατ’ ευφημισμόν ονομαζόμενο υπουργείο Πολιτικής Προστασίας τελείως απροετοίμαστο και απροστάτευτο, με μεγάλα κονδύλια και σχέδια για αντιπλημμυρικά έργα αχρησιμοποίητα.
Οι αλλεπάλληλες καταστροφές έδειξαν ότι η ανασφάλεια και η επιθυμία ασφάλειας είναι έννοιες ευέλικτες, εύθραυστες. Η safety ως προστασία από φυσικά φαινόμενα και την αδιαφορία του κράτους επικράτησε προσωρινά. Αν για τους νεοφιλελεύθερους, το κράτος ασφάλειας ταυτίζεται με το ποινικό και το ατελέσφορο ρυθμιστικό κράτος, για τους προοδευτικούς η ασφάλεια ξεκινάει από το κοινωνικό κράτος για το οποίο security και safety αποτελούν εξίσου κεντρικές αρμοδιότητες και ευθύνες.
Η οικονομική και εργασιακή ανασφάλεια πρέπει να είναι η κεντρική σημασία της ανασφάλειας, βασικός κίνδυνος και στόχος των κρατικών πολιτικών. Η προστασία από την εγκληματικότητα είναι βέβαια σημαντική κρατική υποχρέωση. Η αντιμετώπισή της με μια δημοκρατικά οργανωμένη αστυνομία και δυνάμεις ασφάλειας γίνεται με σεβασμό στα δικαιώματα και έμφαση στην προστασία του πολίτη, όχι της κυβέρνησης. Δεύτερο, η ασφάλεια ως safety, ανθρώπινη, υγειονομική, κοινωνική, πρέπει να επιστρέψει στην κρατική ευθύνη. Χρειαζόμαστε λεπτομερή και επιστημονικά τεκμηριωμένα σχέδια για την προστασία από φυσικές καταστροφές που εκτελούνται εμπρόθεσμα και αξιολογούνται. Χρειαζόμαστε την απο-ιδιωτικοποίηση βασικών υπηρεσιών και αγαθών, την ανασύνταξη των ρυθμιστικών αρχών και τον πολιτικό τους έλεγχο. Η ασφάλεια πρέπει να αφήσει την ιδεολογική της κατάχρηση και να γίνει βασικό δημόσιο αγαθό και ευθύνη. Για την Αριστερά το σύνθημα είναι ασφάλεια και δημοκρατία παντού.
* Καθηγητής του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, πρόεδρος του Ινστιτούτου «Νίκος Πουλαντζάς»
(Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών)