Με τον πληθωρισμό στα τρόφιμα να παραμένει σε διψήφιο νούμερο (10,7% για τον μήνα Αύγουστο), και με πάνω από 700.000 στρέμματα καλλιεργήσιμης γης να έχουν καταστραφεί λόγω των πλημμυρών στον Θεσσαλικό κάμπο, υπάρχει έντονος προβληματισμός για το πως θα κινηθεί η αγορά των αγροτικών προϊόντων κατά το επόμενο χρονικό διάστημα.
Γιάννης Ε. Δούκας*
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Θεσσαλία παράγεται περίπου το 5 % του συνολικού ΑΕΠ της Ελλάδας και το 15% του αγροτικού ΑΕΠ. Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την μεγάλη συμβολή της περιοχής στην οικονομική δραστηριότητα της χώρας αλλά και την ιδιαίτερη βαρύτητα της για τον αγροτικό τομέα.
Από πλευράς αγροτικών προϊόντων, ως ποσοστό επί του συνόλου της παραγωγής σε εθνικό επίπεδο, στη Θεσσαλία παράγεται το 30% του σκληρού σιταριού και το 40% του βαμβακιού. Επίσης παράγεται περίπου το 50% της βιομηχανικής ντομάτας (μέρος του οποίου εξάγεται) , το 10% των μήλων και το 50% των αχλαδιών. Αναφορικά με τα κτηνοτροφικά προϊόντα, παράγεται περίπου το 20% του γάλακτος (πρόβειο, κατσικίσιο και αγελαδινό) το 40% των μαλακών τυριών και το 25% των σκληρών. Τέλος το 19% του βόειου κρέατος παράγεται στη περιοχή, ενώ η χοιροτροφία καταλαμβάνει μεγάλο ποσοστό της εθνικής παραγωγής.
Αναφορικά με τις αναμενόμενες επιπτώσεις -αν και είναι ακόμη νωρίς για ακριβείς εκτιμήσεις- το αποτύπωμα των πλημμυρών στις αγορές των σιτηρών και του βάμβακος θα εξαρτηθεί από τις ποσότητες που έχουν καταστραφεί στις αποθήκες, καθώς τα προϊόντα αυτά έχουν ήδη συγκομισθεί. Στην περίπτωση της βιομηχανικής ντομάτας, δεν διαφαίνονται άμεσα αυξήσεις στις τιμές, κάτι που ενδεχομένως να συμβεί τον επόμενο χρόνο λόγω της αναμενόμενης μειωμένης παραγωγής. Σημαντικές αυξήσεις στις τιμές, μπορούν δικαιολογηθούν στα φρούτα- όπου παράγεται ένα σημαντικό ποσοστό στην περιοχή-, και καλύπτουν σχεδόν εξ ολοκλήρου την εσωτερική ζήτηση. Για τα λαχανικά δεν θα πρέπει να περιμένουμε σημαντικές αυξήσεις των τιμών λόγω των καταστροφών, καθώς σε αυτά τα προϊόντα η συμμετοχή της Θεσσαλίας στην εθνική παραγωγή είναι περιορισμένη.
Στα κτηνοτροφικά προϊόντα- γαλακτοκομικά και κρέας– επισημαίνεται ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος της εσωτερικής ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές σε ποσοστό που κυμαίνεται από 50% (γαλακτοκομικά) έως και 70% (κρέας). Άρα, η εγχώρια κατανάλωση και οι τιμές αναμένεται να επηρεαστούν σε μικρότερο βαθμό. Βέβαια, στην περιοχή δραστηριοποιούνται βιομηχανίες γαλακτοκομικών προϊόντων με σημαντικό εξαγωγικό προσανατολισμό, και μένει να δούμε πως θα αντιδράσουν στις συνθήκες όπως έχουν διαμορφωθεί μετά τα νέα δεδομένα.
Γενικά, η φυτική παραγωγή μπορεί να ανακάμψει σε συντομότερο διάστημα από ότι η ζωική, και κάποιες εκτάσεις-ανάλογα με το είδος της καταστροφής που έχουν υποστεί-, να αποδοθούν για καλλιέργεια σε ένα χρονικό ορίζοντα ενός έτους. Στην ζωική παραγωγή η κατάσταση είναι διαφορετική, καθώς λόγω των βιολογικών χαρακτηριστικών του, το ζωικό κεφάλαιο αποδίδει σε μεγαλύτερη χρονική περίοδο-συνήθως από 2 έως 4 χρόνια-. Αρά είναι λογικό να παρατηρηθούν ελλείψεις στην αγορά για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, πολλοί κτηνοτρόφοι που βίωσαν μεγάλες αυξήσεις στο κόστος παραγωγής κατά τα προηγούμενα χρόνια λόγω της πανδημίας Covid-19 και του πολέμου στην Ουκρανία (μεγάλες αυξήσεις στις τιμές της ενέργειας και τις ζωοτροφές), με αφανισμένο το ζωικό τους κεφάλαιο και κατεστραμμένες υποδομές, ίσως αποφασίσουν να εγκαταλείψουν τον κλάδο. Αυτή η εξέλιξη αναμένεται ότι θα μειώσει την εγχώρια παραγωγή και θα αυξήσει τις ανάγκες για ακόμη περισσότερες εισαγωγές δυσχεραίνοντας το ήδη ελλειμματικό εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας στα κτηνοτροφικά προϊόντα.
Καθώς έχουμε ήδη εισέλθει σε έναν κύκλο ακραίων καιρικών φαινομένων που αυξάνουν δραματικά το επίπεδο του κινδύνου στην αγροτική παραγωγή, είναι σημαντικό να θωρακιστεί ο τομέας μέσα από ένα μακροπρόθεσμο στρατηγικό σχεδιασμό. Αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει την ουσιαστική αναβάθμιση των ζητημάτων της γεωργίας μέσα από κεντρικές επιλογές που θα παρέχουν ένα ολοκληρωμένο πλαίσιο συμβουλευτικής, τεχνικής και χρηματοδοτικής στήριξης του παραγωγού. Επιπρόσθετα, είναι επιτακτικό να αξιοποιηθούν όλα τα διαθέσιμα ψηφιακά εργαλεία και η τεχνολογία αιχμής με εφαρμογές στην αγροτική παραγωγή και να αναβαθμιστεί το ανθρώπινο κεφάλαιο μέσα από την εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση. Η υιοθέτηση τεχνολογικών εφαρμογών στην παραγωγική διαδικασία και η αγροτική εκπαίδευση, μπορούν να συμβάλλουν στην αποδοτικότερη χρήση των πόρων στην γεωργία και στην προστασία του αγρότη απέναντι σε αλλεπάλληλες κρίσεις (οικονομικές, υγειονομικές, γεωπολιτικές και κλιματικές ). Τέλος είναι σημαντικό να δοθούν κίνητρα για την δημιουργία ομάδων παραγωγών που θα λειτουργούν με όρους επιχειρηματικότητας, θα μπορούν να διεκδικούν καλύτερες τιμές για τις εισροές και τα προϊόντα στο ράφι, δίνοντας έμφαση στην καινοτομία και τον προσανατολισμό προς αγροδιατροφικά προϊόντα προστιθέμενης αξίας που καλύπτουν αποτελεσματικά τις ανάγκες των καταναλωτών στην εγχώρια και τη διεθνή αγορά.
*Επίκουρος Καθηγητής, Τμήμα Αγροτικής Ανάπτυξης, Αγροδιατροφής και Διαχείρισης Φυσικών Πόρων, Πανεπιστήμιο Αθηνών