Ο Φοίβος Οικονομίδης ήταν σχεδόν 10 χρόνων, όταν έγραψε την τριλογία «Η Αγέλη των Δεμένων», με θέμα τα κατοικίδια όλου του πλανήτη, που επαναστατούν και σκοτώνουν τους ιδιοκτήτες τους. Παιδί που αγαπούσε τα βιβλία και τις ιστορίες. Που επένδυε στη φαντασία και τους ήρωες. Πέρασαν, λοιπόν, δεκατρία χρόνια από την «Αγέλη», όταν το 2020, ο «Βορράς» του Φοίβου Οικονομίδη (εκδ. Εστία), απέσπασε το Κρατικό Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα 2021.
Η συζήτηση μαζί του με έκανε να καταλάβω ότι «μπορείς να είσαι ποιητής σε όλους τους κλάδους. Αρκεί να σου αρέσει η περιπέτεια και να έχεις όρεξη για ανακαλύψεις».
Η ουσία υπάρχει στο να ζεις. Στον χώρο και τον χρόνο, που μπορείς να αγγίζεις, στον κόσμο που παρατηρείς και μπορείς να ανατρέπεις.
«Μην αφήνεις τους κομήτες να σε τρομάζουν», γράφει κι αμέσως σκέφτομαι ότι η περηφάνια αυτής της γενιάς αρχίζει και τελειώνει στον αγώνα για νοηματοδότηση, στον αγώνα για μια ελευθερία, χωρίς πλαίσια και περιορισμούς.
Από την Εστία, κυκλοφορεί, επίσης, η ποιητική του συλλογή «Ένα εκατομμύριο μέρες ύπνος». «Ποτέ δεν μου ‘πες πόσες βροχές μ’ αναλογούσαν». Κι εκεί σκέφτεται κανείς ότι η ποίηση είναι μια ακριβής επιστήμη, όπως η γεωμετρία.
Συνέντευξη: Χρόνης Διαμαντόπουλος
-Κύριε Οικονομίδη, είστε 26 χρόνων και ήδη με ένα κρατικό βραβείο στην παρακαταθήκη σας για το μυθιστόρημα Βορράς (εκδόσεις Εστία). Πώς αναγνωρίζει ένας τόσο νέος άνθρωπος τις διακρίσεις, στη σημερινή, αρκετά παράξενη εποχή;
Δεν ξέρω κατά πόσο έχει να κάνει με την εποχή. Το πώς αναγνωρίζει κανείς τις διακρίσεις πιστεύω έχει περισσότερο να κάνει με τον ίδιο, αν και η αλήθεια είναι ότι στην εποχή αυτή η πολλή πληροφορία μπορεί, μερικές φορές, να πνίξει το οτιδήποτε, είτε αυτό είναι μέσα στο κεφάλι σου ή έξω στον κόσμο. Η λογοτεχνία και οι διακρίσεις της σίγουρα επηρεάζονται κι από αυτό, με πολλούς τρόπους. Σε κάθε περίπτωση, αυτή η διάκριση ήταν μια μεγάλη χαρά, που έφερε μαζί της κι ένα κάποιο βάρος.
-Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη συγγραφή; Είναι μια πρώτη ύλη που φέρει, πιστεύετε, ο άνθρωπος, αρκεί να έχει την καλή τύχη ενός επιδραστικού περιβάλλοντος;
Έγραφα από πολύ μικρός. Μου άρεσαν οι ιστορίες στα βιβλία και τις ταινίες και προσπαθούσα να κλέψω στοιχεία τους που μου άρεσαν και να φτιάξω τις δικές μου. Δεν ξέρω από πού έρχεται αυτή η πρώτη ύλη, δεν μπορώ να είμαι σίγουρος. Πιστεύω πως κάποια πράγματα τα φέρουμε εξαρχής κι άλλα τα βρίσκουμε στην πορεία.
Κι ότι οι περισσότεροι έχουμε ανάγκη τον κόσμο που προσλαμβάνουμε να τον εξωτερικεύσουμε κάπως. Ο καθένας με τον τρόπο που του μοιάζει οικείος.
-Γράψατε, σε ηλικία 10 χρόνων, την «Η Αγέλη των Δεμένων». Αναρωτιέμαι τι παιδί ήσασταν; Νιώσατε ποτέ μοναξιά;
Ήμουν όπως όλα τα παιδιά. Δεν μπορώ να διακρίνω κάποια διαφορά. Σίγουρα ένιωθα και μοναξιά. Νομίζω πως αυτό είναι ένα από τα πιο κοινά, παιδικά συναισθήματα. Έβλεπα πράγματα και δεν έλεγα να τα ξεχάσω.
Μια εικόνα, μια ταινία μπορούσαν να με απασχολούν, για μήνες. Όλη εκείνη η πληροφορία, φαντάζομαι, δημιουργούσε χάος μέσα μου κι έψαχνα τρόπο να πω όσα έρχονταν ασυνείδητα στο μυαλό μου. Οπότε τα έγραφα.
-Ζείτε κάνοντας τη δουλειά που σας ευχαριστεί. Είστε μέρος, όμως, και μιας γενιάς που αγωνίζεται για τα αυτονόητα. Η αισιοδοξία παρόλα αυτά είναι δεδομένη;
Καθόλου. Δεν θα έλεγα ότι είμαι αισιόδοξος για το μέλλον. Η πορεία των πραγμάτων και η ταχύτητα κι ο παραλογισμός τους μού φαίνονται τρομακτικά.
-Τι από το παρόν θέλετε να ανατραπεί εν ριπή οφθαλμού;
Η πορεία που ανέφερα μόλις. Η καταστροφή του πλανήτη, η εξαθλίωση, οι ανισότητες, τα δεύτερα και τρίτα και τέταρτα σίκουελ ξεθεωμένων μπλοκμπάστερ στο σινεμά.
-Με ποιους συγγραφείς και ποιητές αισθάνεστε συγγενής;
Με πολλούς, όλο και περισσότερους. Αισθάνομαι συγγενείς με έναν / μια συγγραφέα όταν από τις λέξεις του / της νιώθω ότι καταλαβαίνει πράγματα για εμένα που δεν έχω εξομολογηθεί σε άλλους. Τελευταία, το ένιωσα με την Βιρτζίνια Γουλφ, τον Ντέιβιντ Φόστερ Γουάλας και τον Γκρεγκ Τζάκσον.
-Ποιος χώρος και ποιος χρόνος γεννά τους ήρωές σας;
Πέραν κάποιων εξαιρέσεων, ο βιωμένος χώρος και ο χρόνος, ο χώρος και ο χρόνος στους οποίους ζω ή έχω ζήσει.
-Έχετε αισθανθεί ποτέ αυτό το επιβεβλημένο, ιδιαίτερο άγχος ότι έχετε ένα ιδιαίτερο χρέος να φτάσετε «κάπου»;
Ναι, συνεχώς. Προσπαθώ να το συνειδητοποιώ, να λέω στον εαυτό μου «τώρα, αυτή τη στιγμή το αισθάνεσαι και είναι γελοίο».
-«Δίνουμε αξία σε ένα σωρό ματαιότητες, και επιτρέπουμε σε τόσο πόνο να συνεχίζει μάταια να υπάρχει». Αυτός είναι ο κόσμος μας. Χωρίς υπερβολή.
Είναι και αυτός!
-Με ποια συναισθήματα αφήσατε πίσω σας το καλοκαίρι του 2023; Πώς μπορεί να μεταποιήσει τον αδρανή φόβο μια τόσο μεθοδευμένη καταστροφή;
Με πολλά, περίπλοκα συναισθήματα, όπως κάθε καλοκαίρι, και με κυρίαρχη τη νοσταλγία. Πριν δυο χρόνια, με τις τότε φωτιές, δεν μπορώ να ξεχάσω ένα απόφθεγμα που είχε ανεβάσει ο Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης στο Facebook, δεν θυμάμαι ποιανού συγγραφέα, πάντως έλεγε «Θα τον θυμόμαστε αυτόν τον πλανήτη».
Βαρύ κι ασήκωτο, αλλά και νοσταλγικό και αισιόδοξο. Σαν να λέει ότι θα βρούμε άλλους πλανήτες, απ’ τους οποίους θα θυμόμαστε αυτόν εδώ.
-Κι ερχόμαστε στο τώρα, στον Σεπτέμβρη, στον μήνα που μεγέθυνε την καταστροφή που προηγήθηκε. Το νερό κάλυψε τα πάντα. Έφερε θάνατο. Η επόμενη μέρα ανέδειξε, για μια ακόμη φορά, την αναλγησία. Την έλλειψη πρόνοιας. Βλέπουν, άραγε, οι άνθρωποι το ίδιο πράγμα; Αυτό που πυροδοτεί την οργή;
Είναι το μόνο σίγουρο νομίζω ότι δεν βλέπουμε το ίδιο πράγμα. Ζούμε σε εντελώς διαφορετικούς κόσμους. Οι αντικειμενικές μας πραγματικότητες είναι κυριολεκτικά η μέρα με τη νύχτα. Από τη μια, κάποιοι μπορεί να μουδιάζουν από την ατελείωτη μαυρίλα και την καταστροφή και να μην έχουν καν πρόσβαση στο θυμό τους, από την άλλη, κάποιοι φαίνεται να επιτρέπουν στον εαυτό τους μια απίστευτη άρνηση, ένα «δεν πνιγήκαμε εμείς, άρα συνεχίζουμε το δρόμο μας, τι να κάνουμε», που μοιάζει αυτοκαταστροφικό, μη ανθρώπινο.