Οι εξελίξεις στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ οδηγούν νομοτελειακά σε έναν περαιτέρω κατακερματισμό του ευρύτερου χώρου της Κεντροαριστεράς, καθώς αφενός οι προγραμματισμένες για τον Ιούνιο του 2024 Ευρωεκλογές δίνουν την ευκαιρία καταγραφής της εκλογικής δύναμης κάθε πιθανού διεκδικητή του χώρου, αφετέρου η προοπτική συμπόρευσης μεταξύ τους στο ορατό μέλλον τορπιλίζεται από τις έντονες προσωπικές αντιπάθειες μεταξύ των πρωταγωνιστών.
Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Υπό την έννοια αυτή, ο χώρος της ελληνικής Κεντροαριστεράς μοιάζει να έχει κολλήσει -μέσω του ΣΥΡΙΖΑ- την παιδική ασθένεια της Αριστεράς: τη διχόνοια. Ποια αναμένεται να είναι λοιπόν η τύχη καθενός από τους παίκτες του χώρου τους επόμενους μήνες; Και πώς αυτό θα επηρεάσει το ευρύτερο -πέραν του αριστερού ημισφαιρίου- κομματικό σύστημα;
Στην πλέον δύσκολη θέση αναμένεται να βρεθεί ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη. Το πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Εκλογών θα δυσχεράνει την προσπάθειά του να αποκτήσει σαφές πολιτικό στίγμα, μια προσπάθεια που προφανώς δεν ευνοείται από την αμφιταλάντευση του ΣΥΡΙΖΑ -ήδη από τα χρόνια της ηγεσίας Τσίπρα- μεταξύ Αριστεράς και Σοσιαλιστών στο ευρωπαϊκό επίπεδο.
Το νέο σχήμα της «Ομπρέλας» θα επιχειρήσει σίγουρα να μονοπωλήσει τη σχέση του με την Ευρωπαϊκή Αριστερά, αξιοποιώντας προς αυτήν την κατεύθυνση ακόμα και τον αποχωρήσαντα ευρωβουλευτή Στέλιο Κούλογλου, πιέζοντας με τον τρόπο αυτό τον ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Στέφανο Κασσελάκη να ξεκαθαρίσει τη σχέση με του με τους Ευρωπαίους Σοσιαλιστές.
Το ίδιο θα πράξει, από την άλλη πλευρά, και το ΠΑΣΟΚ που θα θελήσει να εμφανιστεί ως ο προνομιακός συνομιλητής των Σοσιαλιστών στην Ευρώπη, εκμεταλλευόμενο τη δημοσκοπική ενδυνάμωσή του και την εμφανή προτίμηση των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών σε αυτό. Η δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να τοποθετηθεί στο ευρωπαϊκό στερέωμα θα δυσχεράνει την τοποθέτησή του και στο εγχώριο κομματικό σκηνικό.
Αυτή η δυσκολία του Στέφανου Κασσελάκη να τοποθετήσει τον «νέο ΣΥΡΙΖΑ» χωροταξικά στο κομματικό σύστημα αναμένεται να οδηγήσει τον ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη στον δρόμο της περαιτέρω αρχηγοποίησης του κόμματος, εξέλιξη που θα πιέσει τα στελέχη που τον αντιπολιτεύονται στο εσωτερικό του κόμματος και δεν έχουν αποχωρήσει ακόμα από αυτό, να το πράξουν σε δεύτερο χρόνο, παρότι εμφανώς αυτή δεν είναι η πρώτη τους επιλογή.
Η προσθήκη ενός ακόμα σχήματος υπό τις λεγόμενες ομάδες Αχτσιόγλου ή Τεμπονέρα -ή ακόμα και από τον ευρωβουλευτή Πέτρο Κόκκαλη- στον χώρο θα αυξήσει τον κατακερματισμό, σε μια μάλιστα χρονική στιγμή που η άμβλυνση των εντάσεων μεταξύ των παικτών δεν θα μπορεί καν να επιδιωχθεί λόγω των επικείμενων εκλογών. Οι πρώην σύντροφοι στον ΣΥΡΙΖΑ δεν θα έχουν ξεπεράσει τις πληγές των διαζυγίων, ενώ το ΠΑΣΟΚ θα σνομπάρει τον υπό διαρκή συρρίκνωση πρώην αντίπαλό του.
Μόνη θετική εξέλιξη για τον χώρο της Κεντροαριστεράς μπορεί να είναι η μεγέθυνση του όγκου του, δηλαδή η προσέλκυση ψηφοφόρων που στις εκλογές του 2023 είχα στηρίξει τη ΝΔ ή δεν είχαν φτάσει στις κάλπες.
Η εξέλιξη αυτή προϋποθέτει ένα ή και δύο από τα παρακάτω: (1) τη μερική εγκατάλειψη της κεντρώας κατεύθυνσης της ΝΔ λόγω πιέσεων από τις δεξιών αποκλίσεων πτέρυγές της με αφορμή σειρά ζητημάτων, όπως για παράδειγμα ο γάμος ομόφυλων ζευγαριών, ώστε να στραφεί τμήμα των κεντρώων ψηφοφόρων της ΝΔ προς το ΠΑΣΟΚ, και (2) τον εμπλουτισμό της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ με πρόσωπα που δεν ανήκουν στον περιορισμένης δημοφιλίας κύκλο των παλαιών στελεχών της εποχής Τσίπρα και θα μπορούσαν να προσελκύσουν ψηφοφόρους που απείχαν από τις κάλπες.
Καμία από τις παραπάνω δύο συνθήκες δεν φαίνεται εύκολο να ικανοποιηθεί στο προσεχές διάστημα. Η κάλπη των Ευρωεκλογών είναι το αναγκαίο κακό για τον χώρο της Κεντροαριστεράς. Από τη μία, θα αποτυπώσει με τον πλέον επίσημο τρόπο την κονιορτοποίηση του κεντροαριστερού χώρου. Την ίδια στιγμή όμως, είναι αυτή η κάλπη που θα δώσει το έναυσμα για την επανασύνταξή του.