Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και στη Μέση Ανατολή δείχνουν πόσο ρευστή είναι η παγκόσμια κατάσταση κι ότι η ευρύτερη περιοχή μας δεν έχει τελειώσει με τις στρατιωτικές συγκρούσεις. Η λήξη του Ψυχρού πολέμου στη δύση του προηγούμενου αιώνα έκανε ιστορικούς και αναλυτές να αισιοδοξούν και να πιστεύουν ότι τελειώσαμε με τις κρίσεις. Αντίστοιχα, η ανάπτυξη που γνώριζε ο πλανήτης έκανε τους οικονομολόγους αισιόδοξους ότι οι λαοί θα γνώριζαν εφεξής ευμάρεια. Κι όμως, όλοι διαψεύστηκαν.
Του Ευάγγελου Μυτιληναίου
Ζούμε πλέον σ’ έναν κόσμο πολυκρίσεων, που δεν φαίνεται να τελειώνουν, τουλάχιστον όχι άμεσα και όχι με τον πλέον ιδανικό τρόπο για την ευημερία όλων. Την ίδια στιγμή, κρίσιμος είναι ο ρόλος της Ε.Ε., που ωστόσο βρίσκεται σε φθίνουσα πορεία, καθώς γίνεται όλο και πιο δυσλειτουργική στην προσπάθειά της να βρει λύσεις αποδεκτές απ’ όλα τα κράτη-μέλη, τα οποία έχουν όμως διαφορετικά συμφέροντα.
Έτσι, καταλήγουμε σε κατ’ όνομα λύσεις, με τον κοινό παρονομαστή όλο και να χαμηλώνει και τον ρόλο της Ε.Ε. στις παγκόσμιες εξελίξεις όλο και να υποβαθμίζεται. Για παράδειγμα, παρότι τα συμφέροντα των Βαλτικών χωρών είναι εκ διαμέτρου αντίθετα με αυτά της Ιβηρικής χερσονήσου, έχουν έναν κοινό παρονομαστή: την ταυτόχρονη ευημερία των πολιτών τους, με ίσους όρους. Αντί γι’ αυτό, διαπιστώνουμε ότι οι ανισότητες μεγαλώνουν, ακόμα και μεταξύ των χωρών.
Η νέα κατάσταση που διαμορφώνουν οι εξελίξεις έχει προκαλέσει αύξηση των τιμών, ιδιαίτερα στην ενέργεια. Οι δε στόχοι που τέθηκαν για απανθρακοποίηση ήταν αναγκαίοι αλλά αποδείχθηκαν μη επιτεύξιμοι, καθώς στην Ευρώπη δεν υπάρχουν οι αναγκαίες υποδομές, όπως δίκτυα αλλά και πρώτες ύλες.
Την ίδια στιγμή, η ζήτηση παραμένει υψηλή, καθώς οι πολίτες δεν έχουν αλλάξει τις καταναλωτικές τους συνήθειες. Γι’ αυτό άλλωστε είναι ακόμα αναγκαία η βιομηχανική παραγωγή, στην οποία η Κίνα κυριαρχεί, όσο οι πρώτες ύλες και η βιομηχανική βάση της Ευρώπης υποχωρούν γρήγορα. Βέβαια, η Κίνα ήταν αυτή που συνέβαλε ώστε να αντιμετωπίσουμε την κρίση του 2008, διότι η παγκόσμια ανάκαμψη σε μεγάλο βαθμό οφειλόταν σε αυτή.
Ωστόσο, η απόλυτη εξάρτηση της Γηραιάς Ηπείρου από την Κίνα για την κάλυψη της ζήτησης, εξοστρακίζοντας την ευρωπαϊκή βιομηχανία, μόνο και μόνο για να μειώσει τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, είναι αυτοκτονική. Αρχικά, επειδή η μείωση των εκπομπών είναι πλασματική, καθώς συνεχίζουμε να καταναλώνουμε τα ίδια προϊόντα στον ίδιο βαθμό, όμως για την παραγωγή τους είναι πολλαπλάσιες οι εκπομπές CO2, καθώς δεν υπάρχουν αντίστοιχες «πράσινες» ρήτρες για την παραγωγή των ανάλογων προϊόντων στην Κίνα.
Επιπλέον, μειώσαμε τα εργοστάσια παραγωγής μειώνοντας τις θέσεις εργασίας. Ενώ, όμως, έχουμε επεκτείνει την εξάρτησή μας από την Κίνα, η δική της ανάπτυξη έχει υποχωρήσει κατά 4%-5%. Κι έτσι αυτή η εξάρτηση εξελίσσεται σε μεγαλύτερο πρόβλημα, καθώς η χώρα μειώνει τις εξαγωγές της.
Το είδαμε στην περίπτωση του γαλλίου, για το οποίο αποφάσισε ξαφνικά να μηδενίσει τις εξαγωγές, δημιουργώντας έλλειψη στην παγκόσμια αγορά. Ευτυχώς, η Ευρώπη έχει τη δυνατότητα να το παράγει στις λιγοστές πλέον βιομηχανικές εγκαταστάσεις της. Δεν είναι, όμως, αυτό εφικτό σε όλες τις περιπτώσεις προϊόντων και πρώτων υλών.
Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να γίνει η Ε.Ε. πιο ευέλικτη, αντιμετωπίζοντας τη στείρα γραφειοκρατία. Οι ΗΠΑ και ο Καναδάς είχαν παρόμοια προβλήματα. Ωστόσο, προχώρησαν σε γενναίες λύσεις, όπως το IRA, που ανέκοψε πραγματικά την πορεία προς την ύφεση. Εμείς στην Ευρώπη συζητάμε πάνω από έναν χρόνο τις προτάσεις ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητάς μας και αναλωνόμαστε σε μέτρα κρατικού παρεμβατισμού, αντί να δημιουργήσουμε σοβαρούς ελεγκτικούς μηχανισμούς, που να επιτρέπουν την ελευθερία -όχι την ασυδοσία- στις αγορές, τη διακίνηση προϊόντων και την παροχή υπηρεσιών. Στο τέλος της ημέρας, αυτή η πρακτική δεν προάγει την αλληλεγγύη, που είναι η βάση της συνύπαρξης των κρατών-μελών.
Πρέπει να επανεξετάσουμε τον ρόλο της Ε.Ε. και να προσπαθήσουμε να αναδιατάξουμε τη θέση μας με ρεαλισμό για να ενισχύσουμε την ευρωπαϊκή ήπειρο. Κι ένας επιπλέον λόγος γι’ αυτό είναι η κλιματική αλλαγή (η οποία πλέον δεν συνιστά απλώς κρίση, αλλά μόνιμη πραγματικότητα), που αυξάνει σημαντικά το ενεργειακό κόστος, για καταναλωτές, επιχειρήσεις, βιομηχανία. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η άμεση ανάληψη πρωτοβουλιών που θα επιφέρουν πιο μόνιμες λύσεις από τα οριζόντια επιδόματα, που ναι μεν φέρνουν ανακούφιση, αλλά δεν θεραπεύουν το πρόβλημα των υψηλών τιμών. Πολύ περισσότερο επειδή η ζήτηση θα συνεχίσει να αυξάνεται.
Βέβαια, υπάρχουν τα καλά νέα για την οικονομία από την πλευρά της προσφοράς, που συμβάλλει στις αποπληθωριστικές πιέσεις. Είναι όμως αναγκαίο να γίνουμε κι εμείς πιο γενναίοι στις λύσεις μας, χωρίς να εξαντλούμαστε σε παλαιές συνταγές, ιδιαίτερα επειδή η Ευρώπη βρίσκεται σε φάση επιβράδυνσης και δεν έχει μια σειρά πλεονεκτημάτων που έχουν οι ΗΠΑ, όπως η φθηνή ενέργεια ή η επεκτατική δημοσιονομική πολιτική.
Κι όμως, δεν θέλω να είμαι απαισιόδοξος. Εκτιμώ ότι οι λύσεις είναι εφικτές και βασίζονται σε τρεις άξονες: την απανθρακοποίηση, την ενίσχυση της βιομηχανίας και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Θα χρησιμοποιήσω, μάλιστα, ως θετικό παράδειγμα τη χώρα μας, καθώς η Ελλάδα αντιμετώπισε αντίστοιχα πολλαπλές κρίσεις από το 2008. Εντούτοις, κατόρθωσε να ανταποκριθεί αποτελεσματικά, να γίνει ανθεκτική και να υπερκεράσει τις προ-κλήσεις, ώστε να γίνει ένα διεθνές παράδειγμα.
Σήμερα, η Ελλάδα βιώνει ανάπτυξη, αναβαθμίζεται οικονομικά με την επενδυτική βαθμίδα και προσελκύει επενδύσεις. Δεν ισχυρίζομαι ότι λύθηκαν όλα τα προβλήματα, ωστόσο πρόκειται για ένα επίτευγμα της Ελλάδας, για την οποία αξίζει να είμαστε περήφανοι.
Υπάρχουν πλέον θετικές προοπτικές για τη χώρα μας και τους πολίτες της, πολύ περισσότερο μάλιστα που αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στις διεθνείς εξελίξεις και παίρνει πρωτοβουλίες που τη βάζουν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και προσφέρει λύσεις και για άλλες χώρες της Ε.Ε. Ίσως είναι η στιγμή η Ευρώπη να μάθει πλέον από την Ελλάδα.
*Ο κ. Ευάγγελος Mυτιληναίος είναι Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της MYTILINEOS Energy & Metals
(Αναδημοσίευση από την Ειδική Εκδοση World Review του Euro2day.gr και των New York Times)