Ο θάνατος ενός μωρού σε ένα υπερπλήρες κέντρο υποδοχής αιτούντων άσυλο στην Ολλανδία πέρυσι ήταν αυτός που έπεισε τον πρωθυπουργό Μαρκ Ρούτε ότι η Ευρώπη αντιμετώπιζε και πάλι μια μεταναστευτική κρίση.
των Laura Dubois (Βρυξέλλες) και Ben Hall (Λονδίνο)
Το τριών μηνών βρέφος πέθανε σε ένα αθλητικό κέντρο σε ένα χωριό στα γερμανικά σύνορα. Οι εικόνες μιας υπερπλήρους εγκατάστασης, με τις οικογένειες να κοιμούνται στην ύπαιθρο, έφεραν στο προσκήνιο για τους Ολλανδούς ψηφοφόρους την έκταση στην οποία οι πολιτικοί τους είχαν χάσει τον έλεγχο της μετανάστευσης.
Ο Ρούτε κατάλαβε ότι αυτό θα ήταν ένα δώρο για την αντιμεταναστευτική ακροδεξιά, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν τον τρόπο σκέψης του, όπως ακριβώς είχε συμβεί το 2015-16, όταν ένα κύμα ανθρώπων που ζητούσαν άσυλο στην Ευρώπη τροφοδότησε την άνοδο μιας νέας γενιάς λαϊκιστών πολιτικών σε όλη την ήπειρο.
Η απάντηση του Ρούτε ήταν να υποσχεθεί καταστολή. Η αλλαγή στάσης έριξε την εύθραυστη κυβέρνηση συνασπισμού του. Το κόμμα του VVD (Λαϊκό Κόμμα για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία) υπό νέα ηγεσία διεξήγαγε στη συνέχεια μια πρόωρη προεκλογική εκστρατεία με επίκεντρο τη μετανάστευση, και άνοιξε ακόμη και την πόρτα για συνεργασία με την ακροδεξιά υπό την ηγεσία του αντι-ισλαμιστή Γκέερτ Βίλντερς. Η στρατηγική αυτή ήταν μια θεαματική αποτυχία. Τον Νοέμβριο, ο Βίλντερς ήταν αυτός που θριάμβευσε στις κάλπες, με το κόμμα του για την Ελευθερία (PVV) να υπερδιπλασιάζει τις έδρες του. Το VVD έπεσε στην τρίτη θέση.
Η νίκη ενός εξτρεμιστή όπως ο Βίλντερς, ο οποίος υποσχέθηκε να απαγορεύσει τα τζαμιά και το Κοράνι, προκάλεσε σοκ σε όλη την Ευρώπη. Χαροποίησε τους νατιβιστές, ενώ έφερε στο προσκήνιο τα διλήμματα για τα κόμματα του κατεστημένου, καθώς αντιμετωπίζουν την αυξανόμενη λαϊκή ανησυχία για τους αριθμούς των μεταναστών.
Πέρυσι υποβλήθηκαν στην ΕΕ 874.000 αιτήσεις ασύλου, και σχεδόν 650.000 τους πρώτους οκτώ μήνες του 2023, επιπλέον των 4,2 εκατομμυρίων Ουκρανών στους οποίους χορηγήθηκε προσωρινή προστασία μετά την εισβολή της Ρωσίας τον Φεβρουάριο του 2022. Τα κέντρα υποδοχής σε όλη τη βόρεια Ευρώπη φτάνουν στα όρια της χωρητικότητάς τους, αν και ο αριθμός των ανθρώπων που ταξιδεύουν πραγματικά στην Ευρώπη χωρίς άδεια είναι πολύ χαμηλότερος από ό,τι ήταν το 2015 και το 2016.
Παρ’ όλα αυτά, η πρόσφατη αύξηση του αριθμού των αιτούντων άσυλο σπρώχνει τους ψηφοφόρους στα χέρια των εδραιωμένων πλέον λαϊκιστικών και ακροδεξιών κομμάτων, φέρνοντάς τα στο κατώφλι ή ακόμα και στην διακυβέρνηση. Βρίσκονται σε τροχιά να σημειώσουν σημαντικά κέρδη στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο και να ασκήσουν μεγαλύτερη επιρροή στη χάραξη πολιτικής της ΕΕ.
Φοβούμενες τις εκλογικές αντιδράσεις, οι κυβερνήσεις καταφεύγουν σε όλο και πιο δραστικές λύσεις, ιδίως στο offshoring της διαδικασίας επεξεργασίας του ασύλου, για να μειώσουν τον αριθμό των αφίξεων στα σύνορά τους. Δοκιμάζουν τα όρια του ευρωπαϊκού και του διεθνούς δικαίου δημιουργώντας προβλήματα στον εαυτόν τους.
Στη Γαλλία, οι δυσκολίες του προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν να θεσπίσει μεταρρυθμίσεις για τη μετανάστευση υπογράμμισαν το μειωμένο κύρος του. Ένα νομοσχέδιο, το οποίο υποστήριξε, στοχεύει στη μείωση των προσφυγών των αιτούντων άσυλο και στην επιτάχυνση των απομακρύνσεων, ενώ παράλληλα τακτοποιεί το καθεστώς των μεταναστών σε κρίσιμους τομείς – απευθυνόμενος έτσι τόσο στη δεξιά, όσο και στην αριστερά, που είναι και η χαρακτηριστική πολιτική μέθοδος του προέδρου της Γαλλίας.
Μια σκληρότερη εκδοχή του νομοσχεδίου εγκρίθηκε από την Εθνοσυνέλευση την περασμένη Τρίτη, με την υποστήριξη της ηγέτιδας της ακροδεξιάς Μαρίν Λεπέν, η οποία έκανε λόγο για «ιδεολογική νίκη». Ωστόσο, αρκετοί από τους πιο αριστερόστροφους υπουργούς του Μακρόν απείλησαν να παραιτηθούν λόγω του νόμου, ενώ σχεδόν το ένα τέταρτο της κεντρώας συμμαχίας του αρνήθηκε να τον ψηφίσει.
Μιλώντας σε εκδήλωση στη Ρώμη που διοργάνωσε η Ιταλίδα ηγέτιδα Τζόρτζια Μελόνι το Σάββατο, ο Βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σουνάκ δήλωσε ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα «συντριβούν» εάν δεν περιορίσουν την παράτυπη μετανάστευση προς την ήπειρο.
Όμως η προσπάθεια της κυβέρνησής του να διασώσει το νομικά αμφιλεγόμενο σχέδιό της να στείλει τους αιτούντες άσυλο που φτάνουν στη Μάγχη στη Ρουάντα έχει πυροδοτήσει έναν εμφύλιο πόλεμο στο εσωτερικό του κυβερνώντος Συντηρητικού κόμματος μεταξύ μετριοπαθών και σκληροπυρηνικών.
«Το μεταναστευτικό ζήτημα έχει γίνει πολύ “συναισθηματικό” και αυτό τους αφορά όλους», λέει ένας Ευρωπαίος διπλωμάτης. Ορισμένοι πολιτικοί ανησυχούν ότι η εστίαση στη μετανάστευση που προωθούν οι ακροδεξιές ομάδες αποβαίνει εις βάρος της αποτελεσματικής πολιτικής.
«Δεν έχει σημασία αν σε αυτές τις χώρες το πρόβλημα είναι πραγματικά μεγάλο ή όχι, ή αν υπάρχουν καν πρόσφυγες, αυτά τα (ακροδεξιά) κόμματα το θέτουν στην κορυφή της ατζέντας», λέει η Καταρίνα Μπάρλεϊ, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης της Γερμανίας και νυν κεντροαριστερό μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. «Και αυτό δημιουργεί μια δυναμική στην πολιτική συζήτηση, η οποία στη συνέχεια δεν αποσκοπεί στην επίλυση των προβλημάτων».
Προθυμία για βοήθεια
Η μετανάστευση, είτε πρόκειται για ανθρώπους που διαφεύγουν από διώξεις είτε για ανθρώπους που αναζητούν εργασία, αποτελεί εδώ και πολύ καιρό ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα στην Ευρώπη, το οποίο φέρνει αντιμέτωπες τις κύριες χώρες εισόδου με άλλες που γίνονται προορισμοί.
Περίπου 2,3 εκατ. άνθρωποι ζήτησαν άσυλο στην ΕΕ το 2015-16, πολλοί από τους οποίους διέφυγαν από τον εμφύλιο πόλεμο της Συρίας. Η Γερμανία, η οποία τότε γνώριζε οικονομική άνθηση, δέχτηκε έναν πρωτοφανή αριθμό αιτούντων άσυλο, με την καγκελάριο Άνγκελα Μέρκελ να δηλώνει: «Μπορούμε να το κάνουμε αυτό».
«Εκείνη τη στιγμή, υπήρξε ένα γιγαντιαίο κύμα προθυμίας για βοήθεια», λέει ο Μπάρλεϊ. Το ζήτημα ήταν «να το αντιμετωπίσουμε στη συνέχεια… Εκείνη την εποχή δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για αυτή την κατάσταση, πολλά έγιναν μεμιάς. Πρέπει να το παραδεχτούμε αυτό».
Το καλωσόρισμα της Μέρκελ εξόργισε ορισμένους από τους γείτονες της Γερμανίας, οι οποίοι ανησυχούσαν ότι θα έπρεπε να φιλοξενήσουν χιλιάδες ανθρώπους. Τόνωσε την άνοδο της ακροδεξιάς Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), η οποία εισήλθε για πρώτη φορά στο γερμανικό κοινοβούλιο το 2017.
Τώρα το AfD, τμήματα του οποίου θεωρούνται εξτρεμιστικό από τις γερμανικές υπηρεσίες ασφαλείας, είναι το δεύτερο δημοφιλέστερο κόμμα της Γερμανίας. Είναι έτοιμο να κερδίσει τρεις περιφερειακές εκλογές στα ανατολικά της χώρας το επόμενο έτος.
«Η μετανάστευση γίνεται ιδιαίτερα τοξική όταν η οικονομία πέφτει», λέει η Νάταλι Τότσι, διευθύντρια του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων στη Ρώμη. «Και αυτή είναι η πρώτη φορά που η Γερμανία είχε αυτό το κοκτέιλ με τρόπο που είχε ήδη συμβεί στη Γαλλία, την Ισπανία ή την Ιταλία. Αυτό είναι το πολύ επικίνδυνο για την κατάσταση που επικρατεί εκεί».
Στην Αυστρία, το ακροδεξιό κόμμα Ελευθερία, το οποίο βυθίστηκε από ένα σκάνδαλο δωροδοκίας πριν από τέσσερα χρόνια και εκδιώχθηκε από την κυβέρνηση, συγκεντρώνει ποσοστό 30% και βρίσκεται σε τροχιά νίκης στις βουλευτικές εκλογές το φθινόπωρο του επόμενου έτους.
Η Σουηδία έχει συγκλονιστεί από μια σειρά πυροβολισμών και βομβιστικών επιθέσεων από αντίπαλες εγκληματικές συμμορίες, για τις οποίες ο πρωθυπουργός Ουλφ Κρίστερσον κατηγόρησε την «ανεύθυνη μεταναστευτική πολιτική και την αποτυχημένη ενσωμάτωση».
Με την έντονα αντιμεταναστευτική της τοποθέτηση, η Γαλλίδα Λεπέν βρίσκεται ψηλότερα από ποτέ στις δημοσκοπήσεις και μοιάζει όλο και πιο ασταμάτητη όσο περνάει ο χρόνος για την προεδρία του Μακρόν.
Με τις δημοσκοπήσεις να προβλέπουν μεγάλα κέρδη για τα ακροδεξιά και λαϊκιστικά κόμματα στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο, οι νομοθέτες και οι αξιωματούχοι των κρατών μελών τρέχουν για να υιοθετήσουν μεταρρυθμίσεις στους κανόνες της ΕΕ για τη μετανάστευση και το άσυλο πριν από τις εκλογές.
«Το θέμα της μετανάστευσης πρέπει να επιλυθεί, διαφορετικά θα κυριαρχήσει στο πολιτικό τοπίο το 2024», λέει ο Μάνφρεντ Βέμπερ, επικεφαλής του κεντροδεξιού Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος.
Οι διαπραγματευτές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και των κρατών μελών κατέληξαν σε συμφωνία για το πολυαναμενόμενο πακέτο μέτρων την Τετάρτη, αν και πρέπει ακόμη να οριστικοποιηθούν οι λεπτομέρειες. Η πρόεδρος του Κοινοβουλίου, Ρομπέρτα Μετσόλα, δήλωσε ότι η ΕΕ θα μπορέσει να «παρουσιάσει αυτή την πρωτοφανή μεταρρύθμιση πριν από τις εκλογές του επόμενου έτους».
«Προωθούμε μια αντίδραση ευρωπαϊκής κλίμακας, η οποία είναι ακριβώς το αντίθετο από την τελική ατζέντα της ακροδεξιάς», λέει ο Χουάν Φερνάντο Λόπες Αγκιλάρ, Ισπανός κεντροαριστερός ευρωβουλευτής που ηγήθηκε τμημάτων των διαπραγματεύσεων.
Το λεγόμενο Σύμφωνο για το Ασυλο και τη Μετανάστευση προτάθηκε για πρώτη φορά το 2016, αλλά έχει κολλήσει εδώ και χρόνια. Οι υποστηρικτές του επιθυμούν να το παρουσιάσουν ως λύση στα μεταναστευτικά προβλήματα της ΕΕ.
Οι ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν επικρίνει το σύμφωνο ως υπερβολικά σκληρό. Οι μεταρρυθμίσεις θα αναθεωρήσουν τις διαδικασίες χορήγησης ασύλου, με έναν ορισμένο αριθμό αιτούντων να υποβάλλονται σε επεξεργασία απευθείας στα σύνορα με ταχείες διαδικασίες και να κρατούνται σε ειδικές εγκαταστάσεις σε κοντινή απόσταση εν αναμονή της απόφασης για το μέλλον τους.
Αυτό θα οδηγήσει σε «ουσιαστική κράτηση», λέει η φιλελεύθερη ευρωβουλευτής Σοφι ιν’τ Βελντ από την Ολλανδία. Ο ευρωβουλευτής των Γερμανών Πρασίνων, Νταμιαν Μπόσελαγκερ, που πήρε μέρος στις διαπραγματεύσεις, είπε πως «είναι μια επίθεση σε όλη την (Ευρωπαίκή) Συνθήκη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα».
Αλλά ενώ η συμφωνία για τις μεταρρυθμίσεις θα αποτελούσε έκφραση ενότητας, είναι ήδη σαφές ότι δεν θα είναι αρκετές. Δεν θα τεθούν σε ισχύ πριν από το 2025 και, ως εκ τούτου, δεν θα μειώσουν τα ποσοστά ενόψει των ευρωεκλογών του επόμενου καλοκαιριού.
Εν τω μεταξύ, οι κυβερνήσεις προσπαθούν να αυστηροποιήσουν τους δικούς τους κανόνες και να κλείσουν αμφιλεγόμενες συμφωνίες με τρίτες χώρες για να εμποδίσουν τους ανθρώπους να φτάσουν σε ευρωπαϊκό έδαφος, όπως η συμφωνία ύψους 6 δισ. ευρώ που συνήψε η ΕΕ με την Τουρκία το 2016 για την υποδοχή Σύρων προσφύγων.
Η ΕΕ υπέγραψε συμφωνία με την Τύνιδα τον Ιούλιο, υποσχόμενη, μεταξύ άλλων, 105 εκατ. ευρώ για να βοηθήσει στην αστυνόμευση των συνόρων της, παρ’ όλο που οι αρχές της Τυνησίας έχουν βρεθεί αντιμέτωπες με καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και παράνομες επαναπροωθήσεις μεταναστών στην έρημο στα σύνορα με τη Λιβύη. Η συμφωνία έκτοτε έχει κολλήσει.
Ωστόσο, η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν τη θεωρεί «πρότυπο» για συμφωνίες με άλλες αφρικανικές χώρες. Η Επιτροπή διαπραγματεύεται παρόμοια ρύθμιση με την Αίγυπτο και έχει ξεκινήσει διερευνητικές συνομιλίες με το Μαρόκο. Η Κύπρος έχει ζητήσει συμφωνία με τον Λίβανο.
Ένας από τους κύριους στόχους των συμφωνιών με τρίτες χώρες είναι να τις πείσουν να πάρουν πίσω πολίτες των οποίων οι αιτήσεις ασύλου έχουν απορριφθεί. Μόνο το ένα πέμπτο από τις 400.000 περίπου αποφάσεις επιστροφής που εκδίδονται κάθε χρόνο σε όλη την ΕΕ εκτελείται στην πραγματικότητα, ένα κακό ρεκόρ που διαβρώνει την εμπιστοσύνη του κοινού στο σύστημα ασύλου. Η Γερμανία, η Γαλλία και άλλες χώρες της ΕΕ προσπαθούν να επιταχύνουν τις επιστροφές, αλλά χρειάζονται τη συνεργασία των χωρών προέλευσης.
Απάνθρωπες λύσεις
Παρά τα νομικά εμπόδια στη συμφωνία της Βρετανίας με τη Ρουάντα, αρκετές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν ταχθεί υπέρ της ανάθεσης της διαδικασίας ασύλου, ή τουλάχιστον τμημάτων της, σε τρίτες χώρες. Η Δανία επεδίωξε για λίγο τη δική της συμφωνία για τη Ρουάντα, προτού τη βάλει στο συρτάρι. Ακόμη και ο κεντροαριστερός-πράσινος-φιλελεύθερος συνασπισμός της Γερμανίας είναι ανοιχτός στην ιδέα της ανάθεσης της αρχικής επεξεργασίας των αιτήσεων.
Αλλά τέτοια σχέδια δημιουργούν κίνδυνο παραβίασης της Σύμβασης της Γενεύης για τους πρόσφυγες και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Ακτιβιστές και δικηγόροι έχουν αμφισβητήσει την αποτελεσματικότητά τους. «Είναι μια τάση, αλλά δεν είναι η λύση», λέει ο Ζαν-Λουί ντε Μπρουβέρ, Διευθυντής Ευρωπαϊκών Υποθέσεων στο Ινστιτούτο Egmont στις Βρυξέλλες, προσθέτοντας ότι αυτό θα άφηνε την ΕΕ εξαρτημένη από αυταρχικά και ασταθή καθεστώτα για τη μεταναστευτική της πολιτική.
Η δεξιά ηγέτιδα της Ιταλίας Τζόρτζια Μελόνι ήταν η κινητήρια δύναμη πίσω από την κολλημένη συμφωνία με την Τυνησία.
Αλλά η Μελόνι προσφέρει επίσης ένα διδακτικό μάθημα. Η ηγέτης των Αδελφών της Ιταλίας, ενός κόμματος με μεταφασιστικές ρίζες, εξελέγη πέρυσι αφού υποσχέθηκε σκληρά μέτρα για να περιορίσει τη ροή των μεταναστών από τη Μεσόγειο, υποσχόμενη ακόμη και «ναυτικό αποκλεισμό» για να τους σταματήσει.
Αντ’ αυτού, περισσότεροι από 153.600 παράτυποι μετανάστες έχουν αποβιβαστεί στις ιταλικές ακτές μέχρι στιγμής φέτος, μια αύξηση σχεδόν 55% σε σχέση με τους 99.100 που έφτασαν την ίδια περίοδο πέρυσι.
Η κυβέρνηση Μελόνι έχει περιορίσει σημαντικά τις δραστηριότητες των ανθρωπιστικών ομάδων που διασώζουν μετανάστες που κινδυνεύουν να πνιγούν στη Μεσόγειο και έχει υποσχεθεί αυστηρότερη μεταχείριση και ταχύτερες απελάσεις των απορριφθέντων αιτούντων άσυλο. Αλλά δεν είχε πολλά περιθώρια να σταματήσει τις βάρκες.
«Υπήρχαν πολλές προσδοκίες», λέει η Σεσίλια Σοτιλότα, πολιτική επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο για τους αλλοδαπούς της Ιταλίας, στην Περούτζια. «Πηγαίνοντας fast forward στο σήμερα όμως, έχει συνειδητοποιήσει ότι το 99% των πραγμάτων που πίστευε ότι μπορούσε να κάνει, δεν μπορεί να τα κάνει».
Τον περασμένο μήνα, η Μελόνι συνήψε συμφωνία με την Αλβανία για την κατασκευή δύο εγκαταστάσεων κράτησης για τους μετανάστες που διασώζονται από τη Μεσόγειο και οι οποίοι διαφορετικά θα μεταφέρονταν στην Ιταλία. Όμως και αυτή η συμφωνία τίθεται εν αμφιβόλω μετά την παραπομπή της σε δικαστικό έλεγχο από βουλευτές της αντιπολίτευσης στην Αλβανία. Οι επικριτές σε κάθε περίπτωση λένε ότι πιθανότατα θα παραβιάζει το ευρωπαϊκό και το διεθνές δίκαιο.
Η νομοθεσία της ΕΕ «καθιστά πολύ σαφές ότι οι αιτούντες άσυλο που βρίσκονται υπό την ευθύνη των κρατών μελών έχουν το δικαίωμα να παραμείνουν στο έδαφος αυτό για όσο διάστημα δεν μπορούν να απελαθούν», λέει η Ολλανδή ευρωβουλευτής των Πρασίνων Τινέκε Στρικ.
Καθώς προσπαθεί να πατάξει την παράτυπη μετανάστευση, η Μελόνι πρέπει να παλέψει με την τεράστια ζήτηση των εργοδοτών για μετανάστες εργαζόμενους, καθώς το εργατικό δυναμικό συρρικνώνεται λόγω της γήρανσης του πληθυσμού της Ιταλίας. Αυτό το καλοκαίρι, ανακοίνωσε σχέδια για δραματική αύξηση του αριθμού των αδειών εργασίας για αλλοδαπούς εργαζόμενους εκτός ΕΕ.
«Ακόμη και τα πιο συντηρητικά, πιο δεξιά, κράτη-μέλη αναγνωρίζουν ότι έχουν μια δημογραφική πρόκληση», λέει η Τζένιφερ Τάνγκνεϊ του Διεθνούς Κέντρου για την Ανάπτυξη Μεταναστευτικής Πολιτικής.
Η ΕΕ στο σύνολό της έχει απόλυτη ανάγκη από εργαζόμενους και το εργατικό δυναμικό που προσφέρει η μετανάστευση θα μπορούσε να καλύψει το κενό. Μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τον Ιούλιο διαπίστωσε «υψηλές και επίμονες ελλείψεις εργατικού δυναμικού». Η ανεργία έφτασε σε χαμηλό ρεκόρ 6,2% το 2022, ενώ το ποσοστό των κενών θέσεων εργασίας ήταν σε ιστορικά υψηλό επίπεδο, 2,9%, με την υγειονομική περίθαλψη, τις κατασκευές και την τεχνολογία να είναι μεταξύ των τομέων που επηρεάζονται περισσότερο.
«Κρίση αντίληψης»
Παρά την πιεστική ανάγκη της Ευρώπης για εργατικό δυναμικό, συμπεριλαμβανομένων των ανειδίκευτων εργατών, η μείωση της μετανάστευσης προβάλλεται από συντηρητικούς, όπως ο Βέμπερ, ως ο μόνος τρόπος για την αναχαίτιση των εξτρεμιστικών κομμάτων.
«Αν δεν μπορέσουμε να περιορίσουμε τον αριθμό των αφίξεων μέχρι τον Ιούνιο του επόμενου έτους, τότε οι ευρωεκλογές θα είναι πιθανώς μια ιστορική ψηφοφορία για το μέλλον της Ευρώπης, με τους εξτρεμιστές της αριστεράς και της δεξιάς (να επωφελούνται)», λέει ο Βέμπερ.
Στην Ελλάδα, ο κεντροδεξιός πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τήρησε αυστηρή στάση στο μεταναστευτικό και επιβραβεύτηκε από τους ψηφοφόρους αυτό το καλοκαίρι με μια δεύτερη θητεία με συντριπτική διαφορά.
Η κεντροδεξιά κυβέρνησή του έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί από οργανώσεις αρωγής και τον ΟΗΕ για βίαιη απώθηση των μεταναστών στα θαλάσσια και χερσαία σύνορά της -κάτι που είναι παράνομο σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο- και για τη σκληρή μεταχείρισή τους σε στρατόπεδα κράτησης. Η ελληνική κυβέρνηση λέει ότι η μεταναστευτική της πολιτική είναι νόμιμη και σκληρή, αλλά δίκαιη.
Αλλά η Ελλάδα μπορεί να αποτελεί την εξαίρεση. Οι πολιτικοί επιστήμονες επισημαίνουν ακαδημαϊκές μελέτες που δείχνουν ότι οι mainstream συντηρητικοί της επικρατούσας τάσης που στρέφονται προς τα δεξιά για να αποκρούσουν τους λαϊκιστές κατά της μετανάστευσης κινδυνεύουν να νομιμοποιήσουν τα πιο σκληροπυρηνικά επιχειρήματα των αντιπάλων τους.
«Ποτέ δεν μειώνει την υποστήριξη για τη ριζοσπαστική δεξιά και σε ορισμένα πλαίσια μάλλον ενισχύει τη ριζοσπαστική δεξιά», λέει ο Ταρούκ Αμπού-Χαντί, επίκουρος καθηγητής συγκριτικής ευρωπαϊκής πολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Τα τελευταία δύο χρόνια, τα ακροδεξιά ή λαϊκιστικά αντιμεταναστευτικά κόμματα έχουν εκτοπίσει τους mainstream συντηρητικούς ως τη μεγαλύτερη δύναμη στα δεξιά του πολιτικού φάσματος στη Γαλλία, την Ιταλία, τη Σουηδία, τις Κάτω Χώρες και την Ελβετία.
«Η mainstream δεξιά καθίσταται όλο και περισσότερο παρωχημένη», λέει ο Αμπού-Χαντί.
Προοδευτικοί πολιτικοί, καθώς και αξιωματούχοι και εμπειρογνώμονες λένε ότι υπάρχει διάσταση μεταξύ της δημόσιας κατακραυγής για τη μετανάστευση και του πραγματικού αριθμού των αφίξεων. «Αν κοιτάξετε τις μακροπρόθεσμες τάσεις όσον αφορά τη μετανάστευση, δεν υπάρχει τεράστια κρίση. Υπάρχει κρίση αντίληψης», λέει ένας αξιωματούχος της ΕΕ.
Οι αιτήσεις ασύλου εξακολουθούν να είναι πολύ χαμηλότερες από την κορύφωση του 2015, αν και οι αρχές πασχίζουν να αντιμετωπίσουν μεγάλες καθυστερήσεις και οι εγκαταστάσεις υποδοχής είναι γεμάτες. Επιπλέον, οι παράτυπες αφίξεις αποτελούν μόνο ένα κλάσμα της συνολικής μετανάστευσης προς την ΕΕ. Η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων φτάνει στην ΕΕ νόμιμα. Πέρυσι, οι χώρες της ΕΕ εξέδωσαν περίπου 3,4 εκατ. άδειες διαμονής για πρώτη φορά.
Ορισμένοι εμπειρογνώμονες πιστεύουν ότι η αυξανόμενη ανησυχία της κοινής γνώμης για τους αριθμούς των μεταναστών ή τις παράτυπες αφίξεις είναι λιγότερο σημαντική από τη μεγάλη σημασία που δίνουν στο θέμα οι πολιτικοί και τμήματα των μέσων ενημέρωσης. Η ριζοσπαστική δεξιά έχει αποδειχθεί ικανή στο να κατηγορεί τη μετανάστευση για άλλα προβλήματα – ελλείψεις στέγης, δυσκολίες πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες και αύξηση των τιμών.
Στην Ολλανδία, ο Βίλντερς επωφελήθηκε από μια ευρέως διαδεδομένη δυσαρέσκεια με την πολιτική τάξη, λέει ο ντε Μπρουβερ του Ινστιτούτου Egmont.
«Όταν έχεις μια πολιτική ελίτ που βρίσκεται στην εξουσία εδώ και αρκετό καιρό, η οποία έχει ξεμείνει από δυνάμεις, ανοίγεις τη λεωφόρο σε όσους έρχονται με απλές ερωτήσεις και απλές απαντήσεις».
Πηγή: FT
- Δύο άνθρωποι επικοινώνησαν για πρώτη φορά μέσα από τα όνειρά τους
- Φαρμακευτικά φυτά «χρωματίζουν» υφάσματα και έχουν αντηλιακή προστασία
- Πέθανε η Αλέκα Τουμαζάτου
- Ποιές διασημότητες βρίσκονται στο πλευρό της Χάρις και του Τραμπ στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο
- Ιράν, Ρωσία και Ομάν διεξάγουν ναυτικά γυμνάσια στον Ινδικό Ωκεανό