Τη δημόσια συζήτηση για το ζήτημα των ομόφυλων ζευγαριών αναμένεται να ανοίξει ο πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, μέσω της ΕΡΤ, ξεκαθαρίζοντας το θέμα της ισότητας στο γάμο, δηλαδή την αναγνώριση του δικαιώματος στον πολιτικό γάμο και για τα ομόφυλα ζευγάρια.
Την Τετάρτη ο πρωθυπουργός θα δώσει συνέντευξη στον Γιώργο Κουβαρά στην ΕΡΤ και, μεταξύ άλλων, θα δηλώσει τι θα κάνει. Αναμένεται να φέρει ένα νομοσχέδιο στη Βουλή σύντομα, το οποίο θα προβλέπει τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών και το δικαίωμά τους στην τεκνοθεσία, με κύριο στόχο την προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών αυτών των ζευγαριών που ήδη υπάρχουν και σήμερα δεν αναγνωρίζονται, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν σοβαρές διακρίσεις σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά.
Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι σε ένα ομόφυλο ζευγάρι, που σήμερα ήδη έχει ένα ή περισσότερα παιδιά, θα μπορεί να αναγνωριστεί ως κηδεμόνας και ο άντρας ή η γυναίκα που δεν είναι ο βιολογικός γονιός του παιδιού.
Αυτό που δεν θα αναγνωρίζει ως δικαίωμα το νομοσχέδιο στα ομόφυλα ζευγάρια ανδρών, είναι η ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, π.χ. μέσω παρένθετης μητέρας, διότι η κυβέρνηση θεωρεί ότι η ελληνική κοινωνία δεν είναι ακόμη έτοιμη για αυτό.
Έτσι, ο άνδρας ή ένα ζευγάρι ανδρών δεν θα μπορεί να αποκτήσει παιδί μέσω παρένθετης μητέρας. Όμως, θα μπορεί να υιοθετήσει. Αυτό άλλωστε, το δικαίωμα της υιοθεσίας, αναγνωρίζεται στη χώρα μας από το 1946 σε μόνους άντρες και προστατεύεται και από το Σύνταγμα, αλλά βέβαια στην Ελλάδα τόσο οι όροι αυτοί καθ’ αυτοί της υιοθεσίας είναι πολύ αυστηροί, αλλά και τα προς υιοθεσία παιδιά λίγα.
Μπορεί όμως να υπάρξει ένας τέτοιος αποκλεισμός;
«Αφ’ ης στιγμής έχει κριθεί ότι η επίσημη αναγνώριση της πραγματικής ένωσης μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών συνιστά συμβατική δέσμευση για τα κράτη-μέλη της ΕΣΔΑ, η αποτελεσματική άσκηση του συνόλου των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Σύμβαση οδηγεί κατά λογική ακολουθία στην υποχρέωση κατοχύρωσης και του δικαιώματος τεκνοθεσίας. Αυτό, στην Ευρώπη, συμβαίνει ήδη σε δεκαεννιά χώρες» αναφέρει σε άρθρο της στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ δρ Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, τ. μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, ειδική επιστήμων στον Συνήγορο του Πολίτη.
Η κοινοτική νομοθεσία δεν επιβάλλει τη νομοθέτηση υπέρ του γάμου ή της τεκνοθεσίας, εντούτοις σειρά οδηγιών της Κομισιόν και ψηφισμάτων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν καλέσει, παροτρύνει και ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να απομακρυνθούν από κάθε μορφή διακρίσεων που μπορεί να υφίσταται η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Ψήφισμα της Ευρωβουλής ήδη από το 2003 έχει καλέσει τα κράτη-μέλη να αναγνωρίσουν τον γάμο ή την πολιτική ένωση ομόφυλων ζευγαριών ως «πολιτικό, κοινωνικό και ζήτημα ανθρωπίνων και πολιτικών δικαιωμάτων».
Σε παγκόσμια κλίμακα, 34 χώρες έως σήμερα, κυρίως στην ευρωπαϊκή και αμερικανική ήπειρο, έχουν κατοχυρώσει νομικά το γάμο μεταξύ ομοφύλων και οι περισσότερες από τις μισές βρίσκονται στη Δυτική Ευρώπη, βάσει της καταγραφής του ερευνητικού κέντρου Pew Research Center έως και τον Μάιο του 2023. Το ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι οι χώρες που επιτρέπουν την τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια είναι περισσότερες, αγγίζοντας τις 39 στον αριθμό.
Οι 23 εξ αυτών βρίσκονται στην Ευρώπη και 15 είναι κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την 1η Ιανουαρίου 2024 θα προστεθεί και η Εσθονία.
Σε ορισμένες χώρες η αναγνώριση της γονικής μέριμνας ξεκίνησε πολύ πριν επιτραπούν οι γάμοι μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου (όπως στην Αυστρία, τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο), ενώ σε άλλες χώρες η αναγνώριση σε μεγάλο βαθμό ήλθε ταυτόχρονα με την κατοχύρωση του γάμου (Γαλλία, Ιρλανδία και Νορβηγία) ή μεταγενέστερα (Βέλγιο, Πορτογαλία). Σε αρκετές χώρες (συμπεριλαμβανομένων Φινλανδίας, Γερμανίας, Σκωτίας και Σλοβενίας) η αναγνώριση των υιοθεσιών στο εξωτερικό από ομόφυλα ζευγάρια προηγήθηκε της νομοθεσίας που επέτρεπε τις υιοθεσίες εντός της ίδιας της χώρας.
Το τοπίο γύρω από την ισότητα των πολιτών στο γάμο και τη δημιουργία οικογένειας χαρακτηρίζει η απόκλιση ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη. Η Σλοβενία έγραψε Ιστορία το 2022 ως η πρώτη χώρα του πρώην ανατολικού μπλοκ που νομιμοποίησε το γάμο και την υιοθεσία για τα ομόφυλα ζευγάρια και έπεται η Εσθονία.
Ο σεβασμός και η αναγνώριση των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας συμβαδίζει με το δημοκρατικό πρόσημο των κοινωνιών, σημειώνει η εδρεύουσα στην Ουάσινγκτον οργάνωση προάσπισης των πολιτικών δικαιωμάτων Freedom House, η οποία κατατατάσσει σχεδόν όλες τις χώρες που έχουν θεσμοθετήσει την ισότητα στο γάμο ως «ελεύθερες». Μορφωτικά και εισοδηματικά κριτήρια, η επιρροή της θρησκείας και η συνολική ισχύς της Δημοκρατίας «κρύβονται» πίσω από τις περιφερειακές αποκλίσεις. Η Πολωνία, επί οκταετούς διακυβέρνησης του ευρωσκεπτικιστικού εθνικιστικού PiS, κατέστη η χειρότερη χώρα στην ΕΕ όσον αφορά τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας, και ακολουθεί από κοντά η Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν (που αναγνωρίζει ωστόσο σύμφωνο συμβίωσης).
Επί ευρωπαϊκού εδάφους τις βάσεις για τη νομική κατοχύρωση της συμβίωσης έθεσε η Δανία το 1989 με τη μορφή «δηλωμένης συντροφικής σχέσης» και στα τέλη του 2000 η Ολλανδία έγινε η πρώτη χώρα που άνοιξε το δρόμο για τη νομική κατοχύρωση του γάμου. Το 2003 ήταν η σειρά του Βελγίου και δύο χρόνια αργότερα της Ισπανίας. Ακολούθησαν Νορβηγία (2009), τη Σουηδία (2009), Πορτογαλία (2010), Ισλανδία (2010), Δανία (2012), Γαλλία (2013), Ηνωμένο Βασίλειο (2013), Λουξεμβούργο (2015), Ιρλανδία (2015), Φινλανδία (2017), τη Μάλτα (2017), Γερμανία (2017), Αυστρία (2019), Ελβετία (2021), Ανδόρα (2022) και Σλοβενία (2022).
Η Ιρλανδία έγινε η πρώτη χώρα το 2015, που νομιμοποίησε το γάμο με δημοψήφισμα και όχι με νόμο ή δικαστική απόφαση. Επτά χρόνια μετά, στο δημοψήφισμα του 2021 οι Ελβετοί ενέκριναν επίσης με ποσοστό 64,1% τη νομική κατοχύρωση του γάμου ομοφύλων. Είχε προηγηθεί το 2017 το «ναι» των Αυστραλών με ποσοστό 61,6% έναντι 38,4%.
Η Ελλάδα περιλαμβάνεται στην ομάδα των ευρωπαϊκών κρατών που δίνουν στα ζευγάρια μόνο τη δυνατότητα σύναψης συμφώνου συμβίωσης (Ιταλία, Κύπρος, Κροατία, Ουγγαρία, Τσεχία, Μαυροβούνιο, Λιχτενστάιν, Μονακό, Λετονία, Άγιος Μαρίνος).
Το 2015, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ) καταδίκασε την Ιταλία για άρνηση νομικού καθεστώτος σε ζευγάρι ομοφύλων. Η απόφαση περιελάμβανε επίσης de facto τις άλλες έξι χώρες της ΕΕ που δεν πρόσφεραν καμία δυνατότητα στα ζευγάρια να αναγνωρίσουν τα δικαιώματά τους (Βουλγαρία, Λετονία, Λιθουανία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία). Το 2016 η Ιταλία αναγνώρισε το σύμφωνο συμβίωσης, όχι και το γάμο.
Στο δαιδαλώδες πεδίο της γονικής μέριμνας, η πλήρης από κοινού υιοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια είναι νόμιμη σε 19 υρωπαϊκές χώρες: Ανδόρα, Αυστρία, Βέλγιο, Κροατία, Δανία, Εσθονία (από το 2024), Φινλανδία, Γαλλία, Γερμανία, Ισλανδία, Ιρλανδία, Λιχτενστάιν, Λουξεμβούργο, Μάλτα, Ολλανδία, Νορβηγία, Πορτογαλία, Σλοβενία, Ισπανία, Σουηδία, Ελβετία και Ηνωμένο Βασίλειο.
Σε διεθνή κλίμακα, η Αργεντινή είναι η πρώτη χώρα στη Λατινική Αμερική που επέτρεψε τους γάμους ομοφύλων το 2010, ενώ η μόνη χώρα στην αφρικανική ήπειρο όπου ο γάμος είναι νόμιμος είναι η Νότια Αφρική.
Ως προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, με τη γνωμοδότησή του στην υπόθεση «Obergefell v. Hodges» το 2015, το Ανώτατο Δικαστήριο επισφράγισε τη νομιμοποίηση του γάμου μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών και στις 13 πολιτείες όπου παρέμενε απαγορευμένος. Το 2022, εν μέσω φόβων ότι το Ανώτατο Δικαστήριο θα μπορούσε να επιτρέψει στις πολιτείες να αρνούνται την εγκυρότητα των γάμων, το Κογκρέσο ψήφισε, και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν, επικύρωσε νόμο που αναγνωρίζει τους γάμους σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Την ίδια περίοδο, το 71% των Αμερικανών που συμμετείχαν σε δημοσκόπηση ενέκρινε τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, συγκριτικά με ποσοστό 27% το 1996.
Τι λέει το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για την τεκνοθεσία;
∆εν είναι η πρώτη φορά που το ζήτημα της τεκνοθεσίας από τα ομόφυλα ζευγάρια επανέρχεται στην εγχώρια δημόσια συζήτηση. Οπως σε κάθε προηγούμενη απόπειρα προσέγγισής του, όμως, ούτε αυτή τη φορά αποφεύχθηκαν οι αφορισμοί και ο σκληρός αμυντικός αντίλογος αναφέρει στο άρθρο της η δρ Αικατερίνα Παπανικολάου
Ολόκληρο το άρθρο από την Καθημερινή:
∆εν είναι η πρώτη φορά που το ζήτημα της τεκνοθεσίας από τα ομόφυλα ζευγάρια επανέρχεται στην εγχώρια δημόσια συζήτηση. Οπως σε κάθε προηγούμενη απόπειρα προσέγγισής του, όμως, ούτε αυτή τη φορά αποφεύχθηκαν οι αφορισμοί και ο σκληρός αμυντικός αντίλογος. Η συστηματική αναγωγή, άλλωστε, του θέματος σε μέτρο ηθικής διαπίστευσης και προσήλωσης σε παραδεδομένες αξιακές ταυτότητες που εγγυώνται έως και την κοινωνική συνοχή της ελληνικής ιδιοπροσωπίας εξαρχής, υπονομεύει σημαντικά κάθε προοπτική νηφάλιας διαβούλευσης.
Στην περιορισμένη έκταση αυτού του σημειώματος θα εστιάσουμε σε ένα μόνο από τα ενάντια επιχειρήματα. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα δημοσκοπικά ευρήματα που καταγράφονται από καιρού εις καιρόν, η πλειονότητα των ερωτωμένων δυστροπεί στο ενδεχόμενο μιας τέτοιας εξέλιξης για ετεροειδείς λόγους: ταξικός συντηρητισμός, θρησκευτική κανονιστικότητα, επιμονή στην κλασική εκδοχή γονεϊκότητας ως προϋπόθεση ευημερίας του τέκνου κοκ. Κατά την άποψη αυτή, συνεπώς, το πλειοψηφικό δόγμα ως θεμελιώδης όρος λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος δεν αφήνει περιθώρια για νομοθέτηση εναλλακτικών γονεϊκών πλαισίων.
Πρόκειται, ωστόσο, για ψευδεπίγραφο επιχείρημα που αναιρεί την πολιτική ουσία της δημοκρατίας, ενώ αποδυναμώνει την αντίληψη περί της αξίας κάθε ανθρώπου και του ηθικού αυτεξουσίου του. Η κατοχύρωση και περαιτέρω προστασία των δικαιωμάτων των μειοψηφιών συνιστά αφετηριακή υποχρέωση κάθε φιλελεύθερης δικαιοκρατικής πολιτείας. Κυρίως μάλιστα, επειδή η ανάγκη κανονιστικής οριοθέτησης είναι κρίσιμη πρωτίστως σε πεδία, όπου η διαφορετικότητα δεν είναι ακόμη κοινωνικά εμπεδωμένη. Ελλείψει κρατικής παρέμβασης, είναι βέβαιο ότι η «τυραννία της πλειοψηφίας» επελαύνει ισοπεδωτικά, καταργώντας κάθε προοπτική ευημερίας για όσους δεν συμπλέουν με κρατούσες επιλογές και αποδεκτούς μέσους όρους.
Αυτό, βεβαίως, καθόλου δεν απομειώνει την ανάγκη επιδίωξης του υψηλότερου δυνατού consensus ως εγγύηση συνοχής εντός της κοινότητας. Ο Αριστόβουλος Μάνεσης εξηγούσε ότι η πληρέστερη προστασία των δικαιωμάτων των μειοψηφιών επιτυγχάνεται όταν η αποτύπωσή τους πιστώνεται σε ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις. Στο ίδιο πνεύμα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αναγνωρίζει ότι κατά τη διατύπωση της τελικής κρίσης του, σε ζητήματα που αφορούν τις ηθικές και αξιακές επιλογές κάθε ατόμου, συνεκτιμά οπωσδήποτε τις ευρέως διαδεδομένες αντιλήψεις εντός των εθνικών δικαιοταξιών.
Υπό αυτήν την οπτική, διατηρεί αυτονοήτως τη σημασία της η ενάντια τοποθέτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, όπως αυτή αποτυπώθηκε στο πρόσφατο εγκύκλιο σημείωμα της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου. Πλην, οι θέσεις αυτές, δεν μπορεί παρά να αφορούν το εκκλησιαστικό ποίμνιο και μόνον. Με άλλα λόγια, δεν νοείται αξίωση περιορισμού του δικαιώματος κατ’ επίκληση ακόμη και της συνταγματικά κατοχυρωμένης «επικρατούσας θρησκείας στην Ελλάδα».
Ελλείψει κρατικής παρέμβασης, είναι βέβαιο ότι η «τυραννία της πλειοψηφίας» επελαύνει ισοπεδωτικά, καταργώντας κάθε προοπτική ευημερίας για όσους δεν συμπλέουν με κρατούσες επιλογές.
Το Δικαστήριο διαφοροποιεί ουσιωδώς την περίπτωση, όπου η κυρίαρχη άποψη αναπαράγει πολλαπλασιαστικά τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου από την περίπτωση όπου η κοινωνική πλειοψηφία ή άλλες κρατούσες θέσεις υπολείπονται σε σχέση με τον κανονιστικό πυρήνα της Σύμβασης. Σε περιπτώσεις δηλαδή, όπου οι τελευταίες διάκεινται δυσμενώς ως προς την αναγνώριση δικαιωμάτων σε τμήμα του πληθυσμού, το Δικαστήριο διαπιστώνει παραβίαση της Σύμβασης. Αλλως, «η πρόσβαση των μειονοτήτων στα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση υπό την αίρεση σύμφωνης γνώμης της πλειονότητας, θα προσέκρουε στον αξιακό πυρήνα της ΕΣΔΑ ως καταστατικού πλαισίου της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης».
Αφ’ ης στιγμής έχει κριθεί ότι η επίσημη αναγνώριση της πραγματικής ένωσης μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών συνιστά συμβατική δέσμευση για τα κράτη-μέλη της ΕΣΔΑ, η αποτελεσματική άσκηση του συνόλου των δικαιωμάτων που απορρέουν από τη Σύμβαση οδηγεί κατά λογική ακολουθία στην υποχρέωση κατοχύρωσης και του δικαιώματος τεκνοθεσίας. Αυτό, στην Ευρώπη, συμβαίνει ήδη σε δεκαεννιά χώρες.
Ή αντιστρόφως: τα πορίσματα των διεθνών επιστημονικών και εμπειρικών ερευνών επί του πεδίου, τα νομικά αυτονόητα και κυρίως η δυναμική της πραγματικής ζωής επιβάλλουν την άμεση ρύθμιση της παρατεταμένης εκκρεμότητας και στη χώρα μας. Πρωτίστως, επειδή οι συνέπειές της πλήττουν αδικαιολόγητα τις πιο ευαίσθητες πτυχές της ανθρώπινης ζωής, όπως είναι η πραγματική ζωή των παιδιών που διαβιούν ήδη και στη χώρα μας, στο πλαίσιο οικογενειών με ομόφυλους γονείς. Ο Ελληνας νομοθέτης οφείλει να μην εθελοτυφλεί άλλο, καθόσον «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας» για καθένα από τα μέλη της. Κυρίως, οφείλει να αρθεί στο συνταγματικό ύψος που επιτάσσει ο νομικός μας πολιτισμός, προσδίδοντας ορατότητα σε μια de facto συνθήκη που παραμένει χρόνια τώρα ανεπίτρεπτα αρρύθμιστη.
Οσο εξακολουθούμε να μην αντιλαμβανόμαστε ότι καθήκον της πολιτείας είναι η κατοχύρωση της ελευθερίας όλων, χωρίς αποκλεισμούς και «όχι η υπαγόρευση και επιβολή της κυρίαρχης ηθικής», κάθε πολιτική πρωτοβουλία προς τη φιλελεύθερη κατεύθυνση θα λήγει άδοξα, αναπαράγοντας πυροτεχνηματικές νομοτέλειες. Και είναι κρίμα, διότι πέρα από το θεωρητικό και επιστημονικό ενδιαφέρον του θέματος, το ζήτημα αφορά ανθρώπους και τις μοναδικές ζωές τους. Ή, καλύτερα, οι συνέπειες της ανεκπλήρωτης δέσμευσης εδώ είναι αμετάκλητα οδυνηρές, καθώς –με τα λόγια του ποιητή στα Ρω του Ερωτα– «δεύτερη ζωή δεν έχει».
Η δρ Αικατερίνα Παπανικολάου είναι δικηγόρος, τ. μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών, ειδική επιστήμων στον Συνήγορο του Πολίτη.