Η αναγνώριση του δικαιώματος τεκνοθεσίας συνοδεύει αυτονοήτως κάθε γαμήλια ένωση δύο φυσικών προσώπων. Με άλλα λόγια, δε νοείται νομική αναγνώριση ενός δικαιώματος – εν προκειμένω, η επέκταση του δικαιώματος στον γάμο και υπέρ των ομόφυλων ζευγαριών – υπό περιορισμούς.
Dr Αικατερίνα Παπανικολάου*
Οι συνέπειες της έγγαμης συμβίωσης – είτε αφορούν αστικές δικαιοπραξίες, είτε κληρονομικά δικαιώματα και βάρη, είτε τη λήψη αποφάσεων σε ιατρικά ζητήματα, όταν ο ένας σύζυγος έχει απωλέσει τη συνείδηση των πραττομένων κοκ – συνιστούν παρακολουθηματική εξέλιξη του γάμου· της εκπεφρασμένης δηλαδή, βούλησης των συζύγων για συμπόρευση, η οποία έχει περιβληθεί τον προβλεπόμενο κατά τους κανόνες του αστικού δικαίου τύπο.
Ο γάμος ως δικαίωμα συναρτάται με την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε υποκειμένου δικαίου και ως τέτοιο, ανάγεται στον πυρήνα καθαυτό της ανθρώπινης ύπαρξης. Δε μπορεί συνεπώς, η καθολική κατοχύρωσή του να εξαρτάται από τις θέσεις των κοινωνικών ή κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών. Σημειωτέον ότι η διασφάλιση δικαιωμάτων που αφορούν μειοψηφικά υποσύνολα συνιστά ποιοτικό δείκτη του κράτους δικαίου και εμπεδωμένη κατάκτηση ώριμων δημοκρατιών.
Σε σχέση ειδικότερα, με το ερώτημά σας που αφορά τη φερόμενη ως πρόθεση της κυβέρνησης να αποκλειστούν τα ομόφυλα ζευγάρια από το δικαίωμα της γονεϊκότητας μέσω παρένθετης κυοφορίας, περιοριζόμαστε απλώς στην υπενθύμιση των παρακάτω νομικών – εθνικών και υπερεθνικών – δεσμεύσεων της χώρας μας:
(α) η επιλεκτική αναγνώριση μέρους μόνο των δικαιωμάτων και των δυνατοτήτων που επάγεται το συμβατικό γεγονός της έγγαμης ένωσης συνιστά αδικαιολόγητη διάκριση. Σε μια τέτοια περίπτωση μάλιστα, πλην της συνταγματικής αρχής της ισότητας, παραβιάζονται επιπλέον και δεσμεύσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή της χώρας μας στο Συμβούλιο της Ευρώπης. Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου καταδίκασε πρόσφατα την Ελβετία για άρνηση ληξιαρχικής καταχώρισης τέκνου γεννημένου με παρένθετη κυοφορία και ήδη αναγνωρισμένου στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ως τέκνο ομόφυλων ανδρών συζύγων. Οι εθνικές αρχές της Ελβετίας αναγνώρισαν τη γονεϊκή σχέση του παιδιού μόνον με τον σύζυγο – δότη του γενετικού υλικού αποκλείοντας από τη γονεϊκότητα τον έτερο σύζυγο.
Έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον το γεγονός ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θεμελιώνει την παραβίαση του δικαιώματος προστασίας του ιδιωτικού βίου στο συμφέρον του ίδιου του παιδιού, καθώς η ευημερία του τελευταίου «δε μπορεί να εξαρτάται από τον σεξουαλικό προσανατολισμό των γονέων του». Τουναντίον, υπενθυμίζεται ότι το βέλτιστο συμφέρον κάθε παιδιού προϋποθέτει τη νομική αναγνώριση της σχέσης του με εκείνους που φέρουν την ευθύνη της διαμόρφωσης κατάλληλων συνθηκών για την ανάπτυξή και ανατροφή του σε ασφαλές περιβάλλον. Για τον λόγο αυτό, επιβάλλεται κατά το ΕΔΔΑ, η μέριμνα του εθνικού δικαίου για διαδικασία αναγνώρισης του οικογενειακού δεσμού μεταξύ παιδιού και «κοινωνικού» γονέα.
(β) Είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση η θεσμοθέτηση της δυνατότητας τεκνοποίησης μέσω παρένθετης κυοφορίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πρόκειται για ζήτημα που δοκιμάζει τα όρια βιοηθικών, φιλοσοφικών, θρησκευτικών και κοινωνικών αντιλήψεων υπό την οπτική της αυτοδιάθεσης ή εμπορευματοποίησης του γυναικείου σώματος. Ενώ η πλειονότητα των έννομων τάξεων απαγορεύει απολύτως την παρένθετη κύηση, στη χώρα μας, η δυνατότητα αυτή υφίσταται νομοθετικά υπό προϋποθέσεις και πάντως, χωρίς την καταβολή οικονομικού ανταλλάγματος, εδώ και είκοσι σχεδόν χρόνια. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένου ότι το πεδίο δεν ευνοεί αμετάκλητες θέσεις, ούτε μονοσήμαντες λύσεις, η επαναξιολόγηση του ισχύοντος εθνικού πλαισίου και της συμβατότητάς του με την πολυπλοκότητα των προαναφερόμενων κριτηρίων αποτελεί πάντα ένα ενδεχόμενο ανοιχτό εντός της δημοκρατικής πολιτείας. Τουναντίον, κατά καμία έννοια, δεν είναι υποστηρίξιμος ο αποκλεισμός εγκαθίδρυσης της γονεϊκής σχέσης μέσω παρένθετης κυοφορίας μόνο για τα ομόφυλα ζευγάρια. Μια τέτοια διάκριση υπονομεύει την κοινωνική συνοχή διαρρηγνύοντας την υπόρρητη κοινότητα αξιών που αποτελεί προϋπόθεση ειρηνικής συνύπαρξης και ευημερίας.
(γ) Κάτι τελευταίο επί της αρχής: η καλή νομοθέτηση οφείλει να μην προσπερνά μεν το ιστορικό φορτίο που φέρουν οι υφιστάμενοι κάθε φορά κοινωνικοί συσχετισμοί, πλην στις τελικές λύσεις επιβάλλεται να αποκρυσταλλώνεται η δυναμική του ενεστώτος χρόνου, με ακριβοδικία και θεσμική γενναιοδωρία. Εν προκειμένω, η πρόταξη της συμπεριληπτικότητας και η διασφάλιση ορατότητας σε ανθρώπινες ζωές ανεπίτρεπτα περιθωριοποιημένες ως προς την άσκηση θεμελιωδών δικαιωμάτων τους είναι ζήτημα δικαιοκρατικής τιμής. Είναι αυτονόητο ότι η δημοψηφισματική λογική, καθώς επίσης και η αναγωγή προσωπικών ιδεολογιών σε επιστημονικές θεολογίες δεν προσφέρουν καλές υπηρεσίες κατά την άσκηση της νομοθετικής λειτουργίας.
Όσο για την ευκταία κοινωνική ενσωμάτωση των υπό συζήτηση ρυθμίσεων, την απάντηση δίνει εύγλωττα η ίδια η επαναληπτικότητα της ιστορίας. Η κατάργηση της δουλείας, η επέκταση της αρχής της ισότητας στους μαύρους, η αναγνώριση του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες, η αποποινικοποίηση της μοιχείας, η κατάργηση της προίκας, η θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου συνιστούν μερικές μόνο από τις μεταρρυθμίσεις που δεν έτυχαν της πλέον ενθουσιώδους υποδοχής από τις κοινωνίες της εποχής τους.
* Δικηγόρος,
τ. Μέλος στην Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών
Ειδική Επιστήμων στον Συνήγορο του Πολίτη