Συχνά πυκνά διαβάζει κανείς αναλύσεις, που είτε από σκοπιμότητα, είτε από ειλικρινή διάθεση, προμηνύουν ή επιβεβαιώνουν το τέλος της σοσιαλδημοκρατίας ή ευρύτερα αυτό που εννοούμε κεντροαριστερά σε κάθε της εκδοχή. Η πραγματικότητα, αν και δεν είναι απόλυτα ευνοϊκή για όσους από εμάς εξακολουθούμε να πιστεύουμε στις ιδέες της, σίγουρα είναι διαφορετική, και με πίστη μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι δίνει ελπίδες και αισιοδοξία ότι η σοσιαλδημοκρατία δεν έχει παραδώσει τα όπλα.
Θανάσης Γλαβίνας*
Στο θεμελιώδες έργο του ‘’Αριστερά και Δεξιά’’, ο Ιταλός πολιτειολόγος Νορμπέρτο Μπόμπιο υπογράμμιζε ότι «τα μεγάλα ιδανικά αντέχουν στον χρόνο και στις αλλαγές των καταστάσεων, και καθένα από αυτά παραμένει, σε πείσμα των συμφιλιωτικών προσπαθειών, αμείωτο». Η σοσιαλδημοκρατία, ως κομμάτι της ευρύτερης προοδευτικής οικογένειας, καταφέρνει να διατηρεί ακριβώς αυτή την αξιοσημείωτη αντοχή, παρά τις, ιστορικά ξεπερασμένες αντιλήψεις, περί τέλους της ιστορίας ή των ιδεολογιών. Αδιαμφισβήτητα όμως, βρίσκεται ταυτόχρονα σε μια φάση εσωτερικής αναζήτησης και ταυτοτικής επικαιροποίησης των προταγμάτων της σε μία εποχή που αλλάζει ραγδαία και η σοσιαλδημοκρατία οφείλει να μη μείνει πίσω, όπως πραγματεύεται και η χρήσιμη έρευνα του Guardian και του PPRNET του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.
Πιάνοντας το νήμα από την πτώση τουτείχους το 1989, η παθητική αποδοχή μιας κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης εκδοχής του καπιταλισμού και του Νέου Δημόσιου Μάνατζμεντ, εκ μέρους των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Γηραιάς Ηπείρου, οδήγησε σε αμφιλεγόμενες θεωρίες όπως ο ‘’Τρίτος Δρόμος’’. Οι θεωρίες αυτές ενδεχομένως θόλωσαν το κεντρικό μήνυμα,δημιούργησαν αντιδράσεις και το πιθανότερο, μαζί με κάποιες επιπλέον λανθασμένες επιλογές, αποξένωσαν ένα κομμάτι του παραδοσιακού ακροατηρίου των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Η πτώση των ποσοστών, συνέπεια φυσικά και άλλων αιτιών, ήταν αναπόφευκτη και λειτούργησε διαβρωτικά σε πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη. Η ιδιοποίηση μιας ‘’νεοφιλελεύθερης’’ ατζέντας στην οικονομία και τις σχέσεις παραγωγής δεν απέδωσε, καθώς ήταν περισσότερο ξένη με τις διαχρονικές αξίες της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ η προσπάθεια να αντισταθμίσει αυτή την ιδιοποίηση μέσω μιας περιδίνησης σε ταυτοτικά ζητήματα κοινωνικού ενδιαφέροντος, είχε μεν θετικά αποτελέσματα αλλά λειτούργησε περισσότερο από μία αμυντική σκοπιά διατήρησης των κεκτημένων.
Σήμερα, τόσο η πολιτική εμπειρία όσο και η ακαδημαϊκή βιβλιογραφία, καλούν σε μια επανεφεύρεση της κεντροαριστεράς με δυο νέα δεδομένα. Πρώτο δεδομένο, η δυναμική αντίσταση και προγραμματική αντεπίθεση στην ομηρία του κράτους και του παραγωγικού μοντέλου από τον δογματισμό του νεοφιλελευθερισμού. Δεύτερο δεδομένο, η αποτελεσματική αντιπροσώπευση των σύγχρονων ‘’μη προνομιούχων’’, νέοι και γυναίκες με επισφαλείς και ευέλικτες θέσεις εργασίες, εγκαταλειμμένοι στην κοινωνία της υπερεπίδοσης χωρίς αίσθηση οποιασδήποτε προστασίας από την πολιτεία.
Σε μια εποχή πολυκρίσεων, η σοσιαλδημοκρατία προτάσσει την ισόρροπη οικονομική ανάπτυξη, τη θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών καθώς και τα αιτήματα της κοινωνικής και οικολογικής χειραφέτησης. Αναπτύσσει πολιτικές με γνώμονα το γενικό-δημόσιοσυμφέρον σε μια συμβιωτική σχέση κράτους και αγοράς, όχι πάντως εχθρική. Χαράσσει σαφή όρια, προτεραιότητες και προσανατολισμό για τους πολίτες στο πλαίσιο μιας ανθεκτικής και συμπεριληπτικής κοινωνίας, ικανής όχι απλά να επιβιώσει αλλά να δημιουργήσει στη νέα εποχή. Στοχεύει στην επανάκαμψη της κοινωνικής συνοχής, η οποία έχει αποσυντεθεί σε επιμέρους ομάδες συμφερόντων και έντονες διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα στις ανταγωνιζόμενες κοινωνικές ομάδες. Η σοσιαλδημοκρατία, μπορεί να επανασυνδέσει το πάζλ της συνεκτικής κοινωνίας, στην οποία κανένα κομμάτι δεν εξοβελίζεται ή μένει πίσω, ενώ η κοινωνική ειρήνη παραμένει ζητούμενο.
Ας μην παραγκωνίζουμε όμως και τις τοπικές ιδιαιτερότητες ανάμεσα στον ‘’μεσογειακό σοσιαλισμό’’, τη ‘’σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία’’ ή τον βρετανικό ‘’εργατισμό’’. Ο κύριος φορέας του αιτήματος της Κοινωνικής Αλλαγής και Προόδου στη χώρα μας, το ΠΑ.ΣΟ.Κ, κατάφερε να διαβεί τις τρεις ιστορικές του φάσεις (από την Αλλαγή του 1981, στον Εκσυγχρονισμό του 1996 και την Εθνική Ευθύνη του 2010) μέσα από μια αξιοσημείωτη ικανότητα να αναλύει αποτελεσματικά την κοινωνία και τους προβληματισμούς της και να την αντιπροσωπεύει. Η ‘’απομάγευση’’ της εγχώριας ριζοσπαστικής αριστεράς μετά την σε πολλά σημεία αλλοπρόσαλλη κυβερνητική εμπειρία της συγκυβέρνησης 2015-2019 και η επιστροφή μιας δογματικά νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς επαναφέρουν στο προσκήνιο το ανανεωμένο ΠΑΣΟΚ με το πρόγραμμα και τις ιδέες του ως πρωταγωνιστή στην αντίπαλη όχθη της νεοφιλελεύθερης συντήρησης.
Σίγουρα τα δεδομένα σε κάθε χώρα διαφέρουν και οι κοινωνικές συνιστάμενες διαφέρουν ουσιωδώς στον αλέγκρο και ανήσυχο μεσογειακό νότο σε σύγκριση με τον αυστηρό και πειθαρχημένο βορρά. Τα παραδείγματα στις χώρες αυτές και η στροφή σε πιο «δεξιές» πολιτικές στο μεταναστευτικό ή την οικονομική πολιτική ανέδειξαν αναντιστοιχίες και αλλοίωση της φυσιογνωμίας των κομμάτων. Αυτό δε σημαίνει ωστόσο ότι η συντηρητική στροφή ενός κομματιού των προοδευτικών ψηφοφόρων σε μείζονα θέματα δεν είναι υπαρκτή. Η αντιμετώπιση της διαφαίνεται ότι δεν πρέπει να παρασύρει τα κεντροαριστερά κόμματα σε μία ανάλογη πορεία συντηρητικοποίησης. Αυτή θα είχε μάλλον αντίθετα αποτελέσματα. Αναζητείται η χρυσή τομή, η οποία θα συνθέτει την πίστη και την προσήλωση σε διαχρονικές αξίες και αρχές, με την ανάλογη προσαρμογή στις νέες συνθήκες από κοινού με την προσπάθεια πειθούς της πλευράς που «λοξοδρομεί» από την παραδοσιακή πολιτική της κοίτη και φλερτάρει με νέες για αυτήν ιδέες, πλήρως ασύμβατες με το πρότερο εκλογικό της αποτύπωμα. Οι παναθρώπινες αξίες δεν μπορούν να εξαϋλωθούν, π.χ. στα ζητήματα του μεταναστευτικού-προσφυγικού, υπό τον φόβο της αλλοίωσης του έθνους. Πολλά τα παραδείγματα και σε άλλες περιπτώσεις.
Από την άλλη, εμφορούμενη από την ευρωπαϊκή εμπειρία (Κυβέρνηση Κάμερον 2010 – 2016, Κυβερνήσεις Μέρκελ 2005 – 2021), η εγχώρια κεντροδεξιά ιδιοποιείται τα αιτήματα των μεσαίων στρωμάτων, στρωμάτων που διαμορφώθηκαν από τις πολιτικές του ΠΑΣΟΚ, στο κοινωνικοπολιτισμικό πεδίο ως κομμάτι μιας αποσπασματικής προοδευτικής ατζέντας. Είναι προφανές όμως, ότι η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών χωρίς όρους υλικής αξιοπρέπειας και κοινωνικής χειραφέτησης από αδηφάγα ιδιωτικά συμφέροντα και κρατικά παρασιτικά‘’παράκεντρα’’ δεν αποτελεί στοιχείο μιας συνεκτικής ιδεολογικής θεώρησης της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας και κοινωνίας και της αποστολής της στον διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον. Επουδενί ωστόσο, δεν πρέπει να παραδοθεί αμαχητί το πολιτικό κέντρο, ιστορικά ανήκειν στην προοδευτική παράταξη, βορά στις διαθέσεις καμουφλαρισμένων «προοδευτικών» κεντροδεξιών. Ο αγώνας για την αλλαγή και την καθοδήγηση της κοινωνίας δεν είναι δευτερεύων, όπως έχει πολλές φορές αποδειχθεί.
Οι εκλογές έχουν αλλάξει πλέον ουσιωδώς τη φυσιογνωμία τους. Τα δεδομένα εκλογικά ακροατήρια φαίνεται να έχουν παρέλθει και οι μετακινήσεις ανάμεσα στα κόμματα είναι πλέον πολύ συχνό φαινόμενο. Η κεντροαριστερά, σταθερά αναδημιουργική, συνθέτοντας από τις συστατικές της αξίες και ανταποκρινόμενη στις ραγδαίες αλλαγές του σύγχρονου κόσμου, προτάσσει μια συμπαγή εναλλακτική για την δημοκρατική ζωή, την ισόρροπη και βιώσιμη ανάπτυξη μέσα από τη συμβίωση του κράτους και της αγοράς, ώστε κάθε πολίτης να μπορεί να πραγματοποιήσει το σχέδιο ζωής του μέσα σε μια συνεκτική κοινωνία και ένα βιώσιμο φυσικό περιβάλλον.
*εκπρόσωπος Τύπου του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΗ:
Αλέξης Χαρίτσης στο AnatropiNews/ Για τους μετασχηματισμούς της διεθνούς σοσιαλοδημοκρατίας
Γιάννης Ραγκούσης / 7 σκέψεις για την Κενροαριστερά
Νάσος Ηλιόπουλος / Γιατί η Αριστερά έχει ανάγκη μόνο από τη δική της πολιτική
Θανάσης Θεοχαρόπουλος / Η στροφή προς την Κεντροαριστερά είναι νικηφόρα
Θανάσης Γλαβίνας / Η κεντροαριστερά και η αλλαγή της κοινωνίας
Δημήτρης Μάρδας / Κεντροαριστέρα σε σύγχυση;
Παναγιώτης Σκευοφύλαξ / Η Αριστερά πρέπει να (ξανα)κατανοήσει την εποχή μας