Πριν ακόμη ξεσπάσει ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν παγκοσμίως διάπλατη η ανησυχία ότι οι ρευστές οικονομικές συνθήκες της εποχής και οι επεκτατικές βλέψεις διαφόρων κρατών, κυρίως της Ευρώπης, θα μπορούσαν να προκαλέσουν απρόβλεπτα και τραγικά αποτελέσματα στην ανθρωπότητα.
Η ραγδαία εκβιομηχάνιση της Γερμανίας για παράδειγμα, που δημιουργούσε ένα οξύ ανταγωνισμό με την Αγγλία για την κυριαρχία στις μεγάλες παγκόσμιες αγορές, σε συνδυασμό με τις προσπάθειες της Γαλλίας να ανακτήσει τις περιοχές της Αλσατίας και της Λορένης – που είχε χάσει στο γαλλογερμανικό πόλεμο του 1870 – και τις εντάσεις μεταξύ Ρωσίας και Αυστροουγγαρίας για τον έλεγχο των Βαλκανίων, δημιουργούσαν ένα εκρηκτικό μείγμα που η παραμικρή αφορμή θα μπορούσε να πυροδοτήσει μια άνευ προηγουμένου τραγωδία.
Προοίμια μιας παγκόσμιας προσπάθειας
Μέσα σε αυτό το γενικότερο κλίμα προβληματισμού, διάφορες προϋπάρχουσες διεθνείς συνθήκες αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης δύο μεγάλων ειρηνευτικών διασκέψεων στη Χάγη της Ολλανδίας το 1899 και το 1907, οι οποίες, μαζί με τις Συμβάσεις της Γενεύης, κατέληξαν στις πρώτες επίσημες ανακοινώσεις των νόμων του πολέμου και των εγκλημάτων πολέμου στο σώμα του κοσμικού διεθνούς δικαίου.
Μια σημαντική καινοτομία αυτών των διασκέψεων ήταν η δημιουργία ενός δεσμευτικού διεθνούς δικαστηρίου για την υποχρεωτική διαιτησία σε θέματα επίλυσης διεθνών διαφορών, όμως στην πράξη αυτή η πρωτοβουλία απαξιώθηκε από διάφορες χώρες, όπως η Γερμανία.
Η ίδρυση
Όταν ξέσπασε το 1914 ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο μεγαλύτερος, πιο αιματηρός και παράλογος πόλεμος στον κόσμο μέχρι εκείνη τη στιγμή, οι κανόνες που είχαν θεσπιστεί στη Χάγη παραβιάστηκαν κατ’ εξακολούθηση: ενδεικτικά, η γερμανική εισβολή στο Βέλγιο ήταν παραβίαση της Σύμβασης της Χάγης του 1907 που απαγόρευε να ξεκινούν εχθροπραξίες χωρίς ρητή προειδοποίηση, καθώς και η χρήση δηλητηριωδών αερίων κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρότι η Χάγη απαγόρευε ρητά τη χρήση δηλητηρίων ή δηλητηριασμένων όπλων.
Μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, τα έθνη του κόσμου προσπάθησαν να δημιουργήσουν τους θεσμούς και τις ασφαλιστικές δικλείδες για την αποφυγή παρόμοιων τραγικών γεγονότων στο μέλλον.
Το 1919, στη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, οι νικήτριες δυνάμεις του πολέμου φιλοδοξώντας να προωθήσουν το πλαίσιο μιας ευρύτερης διαδικασίας επίλυσης των μεταπολεμικών ζητημάτων και την καθιέρωση ειρηνευτικών συνθηκών, μια μέρα σαν σήμερα, στις 25 Ιανουαρίου, ενέκριναν την πρόταση δημιουργίας ενός διεθνούς οργανισμού της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), στη βάση του σχεδίου «Δεκατεσσάρων Σημείων» που παρουσίασε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Γούντροου Ουίλσον, το οποίο πρότεινε μεταξύ άλλων τη δημιουργία μιας Λίγκας των Εθνών που θα έπρεπε να λειτουργεί ως διεθνής οργανισμός για την προαγωγή της συνεργασίας και της ειρήνης.
Η Συνθήκη των Βερσαλλιών που επικυρώθηκε αργότερα μέσα στο ίδιο έτος προέβλεπε την ίδρυση της ΚτΕ, της οποίας το Συμβούλιο συνεδρίασε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1920 στο Παρίσι, για να μεταφερθεί λίγο μετά στη Γενεύη, όπου τον Νοέμβριο του ίδιου έτους έγινε η πρώτη γενική συνέλευση του διεθνούς οργανισμού με την παρουσία εκπροσώπων 41 εθνών. Τα επόμενα χρόνια, διάφορες χώρες εντάχθηκαν ή αποσύρθηκαν, με τον ανώτερο αριθμό κρατών μελών του οργανισμού να καταγράφεται το 1934, όταν αριθμούσε 58 μέλη.
Στόχοι και δομή της ΚτΕ
Διακηρυγμένοι στόχοι της ΚτΕ ήταν η πρόληψη των συγκρούσεων μεταξύ των κρατών, η διευθέτηση των διαφορών με ειρηνικά μέσα και η προώθηση της διεθνούς συνεργασίας σε θέματα όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι πρόσφυγες και η αφοσίωση στην αφαίρεση των πολεμικών όπλων.
Εκτελεστικό όργανο του οργανισμού ήταν το Συμβούλιο: ενεργούσε κατευθύνοντας τις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης, η οποία λειτουργούσε με ένα σύστημα καθολικής συναίνεσης και όχι πλειοψηφίας, δηλαδή απαιτείτο η ομοφωνία όλων των μελών για να ληφθεί μια απόφαση. Ξεκίνησε με τέσσερα μόνιμα μέλη (τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γαλλία, την Ιταλία και την Ιαπωνία) και τέσσερα μη μόνιμα μέλη τα οποία εκλέγονται από τη Συνέλευση με τριετή θητεία. Τα πρώτα τέσσερα μη μόνιμα μέλη ήταν το Βέλγιο, η Βραζιλία, η Ελλάδα και η Ισπανία. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έμελλε να είναι το πέμπτο μόνιμο μέλος, αλλά η αμερικανική Γερουσία, παρότι ο πρόεδρος Ουίλσον ήταν ένθερμος θιασώτης της ΚτΕ, ψήφισε ενάντια στην κύρωση της Συνθήκης των Βερσαλλιών, εμποδίζοντας την αμερικανική συμμετοχή στον οργανισμό, φοβούμενη ότι η ΚτΕ θα περιόριζε τη δυνατότητα των ΗΠΑ να λαμβάνουν ανεξάρτητες αποφάσεις σε διεθνή θέματα.
Η σύνθεση του Συμβουλίου άλλαξε αρκετές φορές στην πορεία. Ο αριθμός των μη μονίμων μελών αυξήθηκε σε έξι το 1922 και κατόπιν σε εννέα το 1926. Η Γερμανία εντάχθηκε επίσης στην ΚτΕ και έγινε το πέμπτο μόνιμο μέλος του Συμβουλίου αργότερα, ανεβάζοντας σε 15 τα μέλη του Συμβουλίου. Αργότερα, μετά την αποχώρηση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας, ο αριθμός των μη μόνιμων θέσεων στο Συμβούλιο αυξήθηκε από εννέα σε έντεκα και συνεδρίαζε, κατά μέσο όρο, πέντε φορές το χρόνο, καθώς και εκτάκτως όταν ήταν απαραίτητο.
Η ΚτΕ επόπτευε μια σειρά από υπηρεσίες και επιτροπές που δημιουργήθηκαν για την αντιμετώπιση των διαφόρων πιεστικών διεθνών προβλημάτων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονταν η Επιτροπή Αφοπλισμού, ο Οργανισμός Υγείας, ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, η Επιτροπή Εντολών, η Διεθνής Επιτροπή για τα Δικαιώματα Πνευματικής Συνεργασίας (προάγγελος της UNESCO), το Μόνιμο Κεντρικό Συμβούλιο Οπίου, η Επιτροπή Προσφύγων και η Επιτροπή Δουλείας.
Επιτυχίες-αποτυχίες και το τέλος
Αναμφισβήτητα, η ΚτΕ σημείωσε κάποιες σημαντικές επιτυχίες σε σημαντικούς τομείς, όπως τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι πιέσεις που άσκησε ως διεθνής οργανισμός συνέβαλαν αποφασιστικά στον έλεγχο της δουλείας παγκοσμίως και της εμπορίας γυναικών και παιδιών.
Ωστόσο, η ΚτΕ κατά τη λειτουργία της αντιμετώπισε πολλές δυσκολίες που στο τέλος αποδείχθηκαν ανυπέρβλητες. Ένα από τα βασικά προβλήματα ήταν η έλλειψη αποτελεσματικών μέσων επιβολής των αποφάσεών της, αφού η ΚτΕ δεν διέθετε στρατιωτικές δυνάμεις και η εφαρμογή των αποφάσεων εξαρτάτο από τη συνεργασία των κρατών-μελών. Επιπλέον, συχνά τα πιο ισχυρά μέλη της ΚτΕ, όπως η Βρετανία ή η Γαλλία, εμφανίζονταν απρόθυμα να κινητοποιήσουν στρατιωτικές δυνάμεις εξ ονόματος της ΚτΕ, ιδιαίτερα όταν διακυβεύονταν εθνικά τους συμφέροντα.
Δεύτερον, η συμμετοχή των κρατών ήταν συχνά προβληματική. Αν και επρόκειτο να περιλαμβάνει όλα τα έθνη, πολλά δεν εντάχθηκαν ποτέ ή υπήρξαν μέλη για σύντομο χρονικό διάστημα. Η πλέον αξιοσημείωτη απουσία ήταν αυτή των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής, που αρχικά υποτίθεται πως θα έπαιζε κεντρικό ρόλο στην ΚτΕ, όχι μόνο για τη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης, αλλά και για τη χρηματοδότησή της. Η απουσία των ΗΠΑ, αλλά και άλλων ισχυρών κρατών όπως η Σοβιετική Ένωση, συνέβαλαν στην αδυναμία της να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τις διεθνείς κρίσεις.
Η ίδια η δημιουργία της ΚτΕ ως οργανισμού που ιδρύθηκε από τις συμμαχικές δυνάμεις της Αντάντ οδήγησε στο να θεωρείται ως η «Κοινωνία των Νικητών». Έτσι, όταν στη συνέχεια η Συνθήκη των Βερσαλλιών απαξιώθηκε και έχασε την αποδοχή της από τα κράτη, αυτό αντικατοπτρίστηκε και στην Κοινωνία των Εθνών.
Πολλές φορές, η υποτιθέμενη ουδετερότητα της Λίγκας έτεινε να εκλαμβάνεται ως αναποφασιστικότητα. Σύμφωνα με το καταστατικό της ΚτΕ, απαιτείτο ομοφωνία των εννέα, και αργότερα δεκαπέντε, μελών του Συμβουλίου για να εκδοθεί ψήφισμα. Με αυτόν τον τρόπο, ουσιαστικές και αποτελεσματικές ενέργειες ήταν δύσκολο, αν όχι αδύνατο να υλοποιηθούν. Ήταν επίσης αργή στη λήψη αποφάσεων καθώς για ορισμένες αποφάσεις απαιτούνταν η ομόφωνη συγκατάθεση του συνόλου της Γενικής Συνέλευσης.
Και τέλος η πιο σοβαρή της αποτυχία ήταν η αδυναμία να αποτρέψει την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που σήμανε τελικά και το κλείσιμο του κεφαλαίου αυτής της παγκόσμιας προσπάθειας. Τυπικά, η τελική συνεδρίαση της ΚτΕ πραγματοποιήθηκε τον Απρίλιο του 1946 στη Γενεύη, όπου διευθετήθηκαν τα χρέη της, τα αποθεματικά κεφάλαια επιστράφηκαν στα έθνη που τα είχαν καταβάλει και τα περιουσιακά της στοιχεία μεταβιβάστηκαν στα Ηνωμένα Έθνη, το νέο διεθνές όργανο που θα αντικαθιστούσε την ΚτΕ, βάσει των αποφάσεων της Διάσκεψης της Τεχεράνης το 1943. Επίσης, πολλά από τα ιδρύματα που δημιουργήθηκαν από την ΚτΕ, αναδιαρθρώθηκαν και μεταβιβάστηκαν στον ΟΗΕ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπως ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, το Διεθνές Δικαστήριο και ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας.
Παρά το άδοξο τέλος της ΚτΕ, η εμπειρία αυτή υπήρξε ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της διεθνούς οργανωμένης προσπάθειας για τη διατήρηση της ειρήνης, την προώθηση της διεθνούς ασφάλειας, την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της διεθνούς συνεργασίας, θέτοντας τις βάσεις για τις επόμενες προσπάθειες.
Ο ΟΗΕ που πήρε τη σκυτάλη και συνεχίζει να λειτουργεί μέχρι σήμερα δεν έχει κι αυτός δικές του στρατιωτικές δυνάμεις, όμως είχε μεγαλύτερη επιτυχία από την ΚτΕ στην επίτευξη συναινέσεων μεταξύ των μελών του για ένοπλες επεμβάσεις, όπως στον πόλεμο της Κορέας ή στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Επιπλέον, κατάφερε να προσελκύσει περισσότερα μέλη απ’ όλον τον κόσμο, καθιστώντας τον πιο αντιπροσωπευτικό.