Εντός του 2024 θα διεξαχθούν εκλογές σε χώρες που περιλαμβάνουν τον μισό σχεδόν πληθυσμό του πλανήτη. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι η πιο σημαντική -για τις διεθνείς εξελίξεις- εκλογική αναμέτρηση θα είναι οι προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, τον προσεχή Νοέμβριο.
ΤΟΥ ΘΟΔΩΡΟΥ ΤΣΙΚΑ*
Στις ΗΠΑ διεξάγονται τώρα οι εσωτερικές προκριματικές εκλογές που θα αναδείξουν ποιος είναι ο υποψήφιος του κάθε κόμματος, των Δημοκρατικών και των Ρεπουμπλικάνων, στις προεδρικές εκλογές. Το ισχυρό προβάδισμα του τέως προέδρου των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ, στις προκριματικές για το χρίσμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, αναμφίβολα συγκεντρώνει τα φώτα της δημοσιότητας.
Πώς διαμορφώνονται οι συσχετισμοί
Αν κοιτάξει κάποιος προσεκτικά τα στοιχεία, θα δει ότι ο Τραμπ κερδίζει μόλις λίγο περισσότερα από τα μισά μέλη του κόμματος του. Ένα σημαντικό τμήμα των μελών που υποστηρίζουν τους εσωκομματικούς αντιπάλους του, είναι αυτοί που αποκαλούνται «Never Trump» («Ποτέ Τραμπ»). Είναι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνοι ψηφοφόροι, οι οποίοι στην προεδρική εκλογή του Νοεμβρίου θα διεκδικηθούν από τον νυν πρόεδρο των ΗΠΑ, τον Τζο Μπάϊντεν, ο οποίος αυτή τη στιγμή θεωρείται ατύπως ο υποψήφιος των Δημοκρατικών.
Ο Τραμπ για να συσπειρώσει την εκλογική βάση του, επιδίδεται σε ολοένα και πιο ακραία ρητορική, μιλώντας για «εκδίκηση» και για «δικτατορία μίας ημέρας». Αυτό του εξασφαλίζει την υποστήριξη της ακραίας συντηρητικής βάσης των Ρεπουμπλικάνων -ακροδεξιών, υπερ-εθνικιστών, θρησκόληπτων, πιστών σε θεωρίες συνωμοσίας, ακόμα και ανοιχτά ρατσιστών- που του χρειάζεται για να κερδίσει το εσωκομματικό χρίσμα για την υποψηφιότητα του.
Αφού όμως κερδίσει το χρίσμα για την υποψηφιότητα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, στο σύνολο του εκλογικού σώματος κινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη των ενδιάμεσων και ταλαντευόμενων ψηφοφόρων, που θα κρίνουν την εκλογή προέδρου στις κάλπες.
Πολιτικό τοπίο
Ο Μπάϊντεν φαίνεται να έχει μεγαλύτερη διεισδυτικότητα στους κεντρώους ψηφοφόρους, που αποτελούν κρίσιμο παράγοντα σε χώρες όπου το πολιτικό σύστημα έχει έντονο δικομματικό/διπολικό χαρακτήρα, όπως αυτό των ΗΠΑ. Φέρεται επίσης ότι μπορεί να κερδίσει ευκολότερα τους αναποφάσιστους ψηφοφόρους, ακόμα και μετριοπαθείς Ρεπουμπλικάνους.
Μεταξύ των παραγόντων που αναμένεται να επηρεάσουν την εκλογική συμπεριφορά των Αμερικανών είναι οι αμβλώσεις, το δικαίωμα στην οπλοκατοχή, αλλά και οι αθέμιτες πρακτικές που χρησιμοποίησε ο Ντόναλντ Τραμπ για να ανατρέψει τα αποτελέσματα του 2020. Την άνοιξη θα βγει απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το χάπι της άμβλωσης, γεγονός που είναι βέβαιο ότι θα λάβει και πολιτική χροιά.
Δικαστικές περιπέτειες
Ο Τραμπ έχει ακόμη μπροστά του πολλές δικαστικές περιπέτειες για μια σειρά από αδικήματα, ακόμη και για την περίοδο πριν γίνει πρόεδρος. Όλα αυτά μπορούν να επηρεάσουν σε κάποιο βαθμό και το εκλογικό Σώμα. Πρέπει να αναμένει κανείς τι θα αποφασίσει επί αυτών και το Ανώτατο Δικαστήριο. Σε κάποια δικαστήρια επιμέρους Πολιτειών έχουν προκύψει αποφάσεις που του απαγόρευαν ακόμα και τη συμμετοχή στις εσωκομματικές προκριματικές εκλογές των Ρεπουμπλικάνων. Υπάρχει η πιθανότητα για κάποιες από τις υποθέσεις εναντίον του να ληφθεί τελική απόφαση από τα δικαστήρια πριν τις προεδρικές εκλογές.
Επίδραση στην αμερικανική εξωτερική πολιτική
Μια εκλογή Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ, που όπως προκύπτει δεν είναι βέβαιη, θα οδηγούσε σε μια εξαιρετικά δυσμενή τροπή των διεθνών εξελίξεων. Πολλά από τα παγκόσμια προβλήματα που προέκυψαν τα τελευταία χρόνια, έχουν τη ρίζα τους στην καταστροφική προηγούμενη προεδρική θητεία του.
Με βάση το εθνικιστικό σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», που επί της ουσίας σήμαινε «Μόνο η Αμερική», ο Τραμπ απέσυρε τις ΗΠΑ, απότομα και «βίαια», από την παρουσία τους σε πολλές περιοχές του κόσμου. Αυτό είναι σύμφωνο με την «απομονωτική» εξωτερική πολιτική που πρεσβεύουν πολλοί Ρεπουμπλικάνοι, και ιδιαιτέρως η υπερσυντηρητική πτέρυγα τους.
Ο Τραμπ είχε εχθρική στάση εναντίον όλων των πολυμερών διεθνών θεσμών, οργανισμών και συμμαχιών. Υποτιμούσε τον ΟΗΕ, δεν θεωρούσε ότι έχει υποχρεώσεις μέσω του ΝΑΤΟ προς τους Ευρωπαίους, αποχώρησε από την Παγκόσμια Συμφωνία για το Κλίμα, αποσύρθηκε από Συμβάσεις που περιορίζουν όπλα μαζικής καταστροφής, σταμάτησε την αμερικανική συμμετοχή στον έλεγχο του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν και άνοιξε έναν εμπορικό πόλεμο με την Ευρώπη και άλλες χώρες, επανερχόμενος σε έναν εθνικό εμπορικό «προστατευτισμό» επιβάλλοντας δασμούς σε εισαγωγές προϊόντων στις ΗΠΑ.
Η πλήρης απόσυρση των ΗΠΑ από πολλά διεθνή μέτωπα άφησε κενά, τα οποία επιχείρησαν να καλύψουν άλλοι διεθνείς παίκτες με επιθετική και «αναθεωρητική» ατζέντα.
Η αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, έγινε -με άτσαλο τρόπο- υποχρεωτικά από τον Μπάϊντεν στους πρώτους μήνες της θητείας του, καθώς ήταν μια στρατηγική αποφασισμένη από την κυβέρνηση Τραμπ η οποία είχε προχωρήσει σε διαπραγματεύσεις με τους φανατικούς ισλαμιστές Ταλιμπάν, οι οποίοι ετοιμάζονταν εκείνη την εποχή να επανακάμψουν στην εξουσία.
Θεωρείται ότι τότε ο Ρώσος ηγέτης, Βλαντιμίρ Πούτιν, θεώρησε πως αυτό είναι μια ένδειξη αδυναμίας των ΗΠΑ και της Δύσης, και έτσι άναψε το «πράσινο φως» για την προετοιμασία της παράνομης και απρόκλητης εισβολής στην Ουκρανία.
Ιδιαιτέρως αρνητική μπορεί να είναι η πολιτική του Τραμπ, ειδικά την στιγμή που εξελίσσονται δύο μείζονες κρίσεις, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η σύγκρουση Ισραήλ-Χαμάς στη Γάζα, οι οποίες έχουν άμεσες συνέπειες και στην Ευρώπη.
Τι θα γίνει με την Ουκρανία
Είναι γνωστό ότι οι περισσότεροι Ρεπουμπλικάνοι δεν επιθυμούν την συνέχιση της αμερικανικής στρατιωτικής και οικονομικής βοήθειας προς την Ουκρανία. Εάν λάβουμε υπόψη και τις στενές προσωπικές, επιχειρηματικές και άλλες σχέσεις του Τραμπ με τον Πούτιν, δεν θα ήταν καθόλου απίθανο να σταματήσει η αμερικανική υποστήριξη προς την Ουκρανία.
Η συνέπεια αυτού θα ήταν να αναγκαστεί η Ουκρανία να συνθηκολογήσει, σε βάρος της εδαφικής ακεραιότητας της. Αυτό θα τίναζε στον αέρα το θεμέλιο των διεθνών σχέσεων, που είναι ο σεβασμός των συνόρων και το απαραβίαστο της εδαφικής ακεραιότητας και ανεξαρτησίας των χωρών.
Θα ήταν η πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που θα είχαμε στην Ευρώπη ανατροπή διεθνών συνόρων, με άσκηση βίας και μονομερώς. Οι συνέπειες από την μίμηση τέτοιων πρακτικών, εκ μέρους αυταρχικών και επεκτατικών καθεστώτων σε άλλες περιοχές του κόσμου, θα ήταν απρόβλεπτες.
Οι συνέπειες στο Μεσανατολικό
Οι στενές σχέσεις και η ιδεολογική συγγένεια του Τραμπ με τον εθνικιστή πρωθυπουργό του Ισραήλ, Μπένζαμιν Νετανιάχου, έχουν αποδειχθεί από τις προηγούμενες θητείες τους στις ηγεσίες των χωρών τους. Την εποχή εκείνη ο Τραμπ είχε δώσει «το ελεύθερο» στον Νετανιάχου να κινηθεί όπως ο τελευταίος ήθελε.
Τότε ξανάρχισαν οι παράνομοι εβραϊκοί εποικισμοί στην Δυτική Όχθη του Ιορδάνη, που αποτελεί το μεγαλύτερο τμήμα των Παλαιστινιακών Εδαφών. Έτσι αποδυναμώθηκε η Παλαιστινιακή Αρχή του μετριοπαθούς προέδρου Μαχμούντ Αμπάς, και δόθηκε ακόμα μεγαλύτερος χώρος για να αναπτυχθούν οι εξτρεμιστικές πρακτικές της ισλαμο-φασιστικής Χαμάς.
Η κυβέρνηση Τραμπ «έσπασε» την κοινή στάση της διεθνούς κοινότητας, που αναγνωρίζει το Τελ Αβίβ -και όχι την Ιερουσαλήμ- ως πρωτεύουσα του Ισραήλ μέχρι να επιλυθεί το θέμα της αραβικής Ανατολικής Ιερουσαλήμ, η οποία θεωρείται διεθνώς ως κατεχόμενο παλαιστινιακό έδαφος από τον αραβο-ισραηλινό πόλεμο του 1967. Η κορυφαία στιγμή ήταν η μετακίνηση της αμερικανικής πρεσβείας από το Τελ Αβίβ, όπου βρίσκονται οι πρεσβείες όλων των χωρών, στην Ιερουσαλήμ.
Ακόμα και οι λεγόμενες «Συμφωνίες του Αβραάμ», με τις οποίες ορθώς επιχειρήθηκε η προσέγγιση και αμοιβαία αναγνώριση μετριοπαθών αραβικών χωρών με το κράτος του Ισραήλ, έγιναν στη βάση της παράκαμψης του παλαιστινιακού ζητήματος, μέσω της μεσολάβησης της κυβέρνησης Τραμπ.
Η κυβέρνηση Μπάϊντεν θεωρεί μεν ότι μπορεί να συνεχιστεί η προσπάθεια της προσέγγισης αυτής, αλλά ότι χωρίς την επίλυση του Παλαιστινιακού με δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους δίπλα σε ένα Ισραήλ με ασφαλή σύνορα, δεν μπορεί να υπάρξει διαρκής ειρήνη στην περιοχή.
Η σημερινή πιο ισορροπημένη αμερικανική πολιτική αναγνωρίζει φυσικά το δικαίωμα αυτο-άμυνας του Ισραήλ και της απάντησης του στην τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς. Προσπαθεί όμως παράλληλα να θέσει όρια στην ένταση και στον τρόπο με τον οποίο αυτή υλοποιείται στη Λωρίδα της Γάζας, ενώ καταδικάζει και τις επιθέσεις φανατικών Εβραίων εποίκων εναντίον Παλαιστινίων πολιτών στην Δυτική Όχθη. Ταυτοχρόνως έχει αναβαθμίσει ως συνομιλητή την Παλαιστινιακή Αρχή, σε μια προοπτική επανέναρξης των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Μεσανατολικού.
Μια πιθανή ανατροπή αυτής της πολιτικής από τον Τραμπ, θα οδηγούσε σε ακόμα μεγαλύτερη έξαρση των ακραίων αντιλήψεων και αντιδράσεων στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο. Αυτό θα εμπόδιζε αρκετές μετριοπαθείς αραβικές ηγεσίες να παίξουν εποικοδομητικό ρόλο στις εξελίξεις. Ίσως κάποιες να απομακρυνθούν και από τη Δύση, προς αντικειμενικό όφελος της Ρωσίας και της Κίνας.
Κυρίως όμως θα υπονόμευε ακόμα περισσότερο τις μετριοπαθείς φωνές και δυνάμεις εντός του Ισραήλ, που θα αποτελούσαν σημαντικό παράγοντα για μια ειρηνευτική διευθέτηση.
*Ο Θόδωρος Τσίκας είναι Πολιτικός Επιστήμονας-Διεθνολόγος, Αντιπρόεδρος της Ελληνικής Ένωσης για την Ομοσπονδία της Ευρώπης-ΕΕνΟΕ