Ενα ναυτικό ατύχημα στη Ζάκυνθο πριν από περίπου 43 χρόνια, με ιστορία που κάλλιστα θα μπορούσε να γίνει σενάριο για ταινία, δημιούργησε ένα από τα παγκόσμια τουριστικά αξιοθέατα μέχρι σήμερα, αλλά και για τα πολλά επόμενα χρόνια.
Ιταλική μαφία, λαθραία τσιγάρα πασίγνωστων καπνοβιομηχανιών, διαφωνίες στο μοίρασμα, αιχμαλωσία επιβατών και όπλα συνθέτουν την άγνωστη, για πολλούς, ιστορία του πλοίου με το όνομα «Παναγιώτης».
Το σκουριασμένο κουφάρι του, βουλιαγμένο στην άμμο στον όρμο Σπιριλί, όπως λεγόταν μέχρι και το 1981, αποτελεί ένα από τα διασημότερα ναυάγια του κόσμου. Η ιστορία όμως αυτού του ναυαγίου που άλλαξε σε μεγάλο βαθμό το τουριστικό προϊόν της Ζακύνθου και μέχρι τις κατολισθήσεις του 2019 το επισκέπτονταν 4.000 τουρίστες ημερησίως είναι εξόχως ενδιαφέρουσα, καθώς μια σειρά συμπτώσεων προκάλεσε το ναυάγιο ενός λαθρεμπορικού motorship σε μια ερημική παραλία και από τότε άλλαξε η φυσιογνωμία της διαφημίζοντας το νησί σε όλο τον πλανήτη. Πριν από 41 χρόνια, λοιπόν, έγινε το ναυάγιο του υπό ελληνική σημαία motorship «Παναγιώτης», η ιστορία του οποίου σκιαγραφείται μέσα από τις μαρτυρικές καταθέσεις των μελών του πληρώματος και των επιβατών όπως αυτές καταγράφηκαν από τις ανακριτικές αρχές μετά το ναυάγιο τον Οκτώβριο του 1980.
Οι μαρτυρικές καταθέσεις και άλλα σημαντικά στοιχεία αποτελούν προϊόν έρευνας εννέα μηνών σε Ελλάδα, Ιταλία, Τυνησία και Μάλτα του ειδικού ανελκυστή-πραγματογνώμονα και επιθεωρητή πλοίων Γιώργου Αντωνάτου, ο οποίος διαθέτει πολυετή και διεθνή πείρα σε ζητήματα καθέλκυσης πλοίων και ανέλκυσης ναυαγίων. Σύμφωνα με τα δικόγραφα της πολύκροτης υπόθεσης που απασχόλησε τα ελληνικά και ξένα μέσα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, όλα ξεκίνησαν στις 8 το βράδυ της 12ης Σεπτεμβρίου του 1980, όταν από το λιμάνι του Αργοστολίου στην Κεφαλονιά το «Παναγιώτης» έλυνε τους κάβους με προορισμό τον Πειραιά.
Αυτό το ταξίδι όμως θα αποδεικνυόταν το τελευταίο του.
Μία ώρα μετά τον απόπλου ο πλοίαρχος ανακοίνωσε πως το καράβι θα πήγαινε στην Τυνησία αντί για τον Πειραιά, αφού ο πλοιοκτήτης είχε έρθει σε επαφή με άτομα της ιταλικής μαφίας για να παραλάβει μια μεγάλη ποσότητα λαθραίων τσιγάρων ανοιχτά του πελάγους, τα οποία στη συνέχεια θα ξεφόρτωναν σε σκάφη της ιταλικής μαφίας ανοιχτά της Νάπολης.
«…Επικοινώνησα τηλεφωνικώς με τον πλοιοκτήτη μου και μου έδωσε εντολή να μιλήσω στη συχνότητα 2182 και να ζητήσω το πλοίο SanGeorgio σημαίας Ισπανίας και να συνεννοηθώ μαζί του για να φορτώσω τσιγάρα. Πράγματι, αν θυμούμαι καλά, την 25η Σεπτεμβρίου 1980 συνάντησα το πλοίο SanGeorgio και φόρτωσα 1.895 κούτες (box) τσιγάρα ξένης προέλευσης», θα πει στην κατάθεσή του στις 3 Οκτωβρίου του 1980 ο Κυριάκος Βαρβατάκος, καπετάνιος του «Παναγιώτη».
Πάνω στο ελληνόκτητο πλοίο βρίσκονται επτά Ελληνες και δύο Ιταλοί, μέλη της μαφίας, οι οποίοι ήλεγχαν το φορτίο των λαθραίων τσιγάρων. Οπως αποκαλύπτεται από τις καταθέσεις, πλοίαρχος και πλοιοκτήτης αποφάσισαν να γυρίσουν το πλοίο με τα λαθραία τσιγάρα στην Ελλάδα προκειμένου να πουλήσουν εκείνοι το εμπόρευμα. Μάλιστα προφασιζόμενοι ότι οι Ιταλοί δεν έχουν πληρώσει τον απαιτούμενο ναύλο, το πλοίο «Παναγιώτης» έβαλε πλώρη για την Ελλάδα. «Τη στιγμή που πήρα κατεύθυνση για Ελλάδα ανέβηκε ο Ιταλός Ρομπέρτο Πίρα στη γέφυρα, όπου και με απείλησε να γυρίσει το καράβι πίσω γιατί έβλεπε ότι πήρα πορεία για Ελλάδα. Με ρώτησε γιατί πάω Ελλάδα και του απάντησα ότι πήρα τέτοια εντολή από τον πλοιοκτήτη Κοτσωρό γιατί δεν πληρώσατε τον ναύλο. Τότε μου είπε: “Βάζεις σε κίνδυνο το σπίτι σου]», θα πει στη συμπληρωματική κατάθεσή του στις 8 Οκτωβρίου ο καπετάνιος Κυριάκος Βαρβατάκος στις ανακριτικές λιμενικές αρχές της Ζακύνθου.
Ενώ στη συμπληρωματική του κατάθεση ο πλοιοκτήτης Χαράλαμπος Κοτσωρός την 8η Οκτωβρίου θα πει στις λιμενικές ανακριτικές αρχές για την αλλαγή του δρομολογίου: «Εδωσα εντολή στον πλοίαρχο πριν ξεκινήσει το πλοίο από την Κεφαλονιά ενώπιον του Ιταλού Ρομπέρτο Πίρα, μετά τη φόρτωση του πλοίου, να έρθει σε τηλεφωνική επαφή μαζί μου για να παραλάβω τα χρήματα του ναύλου όπως ήταν και η συμφωνία μας με τον Ρομπέρτο Πίρα. Διευκρίνισα δε να μην παραλείψει να με πάρει τηλέφωνο διότι εάν έκανε το λάθος αυτό και πήγαινε προς Νάπολη, θα έχανα τον ναύλο και ίσως και το πλοίο διότι είχα υποψίες ότι θα αιχμαλωτίζονταν. Είχα υποψίες επίσης ότι πίσω από τον Ρομπέρτο Πίρα ήταν ο Αλφόνσο Μαντζαρέλ, ο αρχιλαθρέμπορος, ο οποίος κατά το παρελθόν μού είχε καταχραστεί ναύλους».
Οταν ο Βαρβατάκος έβαλε πλώρη για Ελλάδα -σύμφωνα με τις καταθέσεις-, με την απειλή όπλου μαζί με ένα ακόμη μέλος του πληρώματος οδηγεί τους δύο Ιταλούς σε μια καμπίνα όπου θα παραμείνουν αιχμάλωτοι μέχρι το ναυάγιο. «Μία ώρα περίπου μετά την αναχώρηση του πλοίου από τον τόπο της φορτώσεως είδα στη γέφυρα του πλοίου συγκεντρωμένους τον πλοίαρχο Βαρβατάκο, τον Πέτρο, τον Θανάση και τον Κύπριο και ο πλοίαρχος μου είπε ότι θέλει να μου μιλήσει και πήγαμε στο σαλονάκι του πλοίου οι δυο μας ακολουθούμενοι από τον Πέτρο Καββαδά που περίμενε στην πόρτα του σαλονιού. Εκεί ο πλοίαρχος μου είπε ότι από εκείνη τη στιγμή εκείνος είναι ο κύριος του φορτίου διότι είναι μεγάλος πειρατής και θα δώσει ένα μάθημα στους Ιταλούς. Διαμαρτυρήθηκα εντόνως και του είπα ότι αυτό που κάνει είναι έγκλημα και δεν θα μπορέσει ούτε το φορτίο να πουλήσει και θα πάει στη φυλακή. Στο σημείο αυτό ο πλοίαρχος έβγαλε ένα γεμάτο ιταλικό πιστόλι μάρκας Beretta και μου είπε ότι η ζωή μου εξαρτάται από αυτόν και αν κάνω την παραμικρή κίνηση υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για τη ζωή μου. Προσπάθησα να τον πείσω ότι η ενέργειά του αυτή είναι μεγάλο λάθος.
Ο πλοίαρχος εκνευρίστηκε και υπό την απειλή περιστρόφου με οδήγησε σε μια καμπίνα στην πρύμνη όπου με κλείδωσε. Ακουσα δε να φωνάζει να μου φέρουν και τον συμπατριώτη μου Αντζελο, ο οποίος είχε πάει για ύπνο. Μας κλείδωσαν μέσα, ο δε Καββαδάς κάρφωσε με ξύλα την πόρτα», κατέθεσε ο Ρομπέρτο Πίρα. Η αξία των 1.895 κουτιών λαθραίων τσιγάρων ήταν κάπου στις 200.000 δολάρια, ποσό αρκετά μεγάλο για την εποχή. Αφού ο πλοίαρχος αιχμαλώτισε τα μέλη της ιταλικής μαφίας έφτασε στην Ελλάδα, όπου περίμενε οδηγίες από τον πλοιοκτήτη. Το πλοίο, σύμφωνα με τις καταθέσεις, αντιμετώπιζε μηχανικά προβλήματα από την αρχή του ταξιδιού του, ενώ το πλήρωμα ήρθε αντιμέτωπο και με τις δύσκολες καιρικές συνθήκες. Το καράβι έφτασε στον κόλπο του Κατελειού Κεφαλονιάς και την 1η Οκτωβρίου του 1980, αφού αποκαταστάθηκε -προσωρινά όπως θα αποδειχθεί- η μηχανική βλάβη, έφυγε για τα ανοιχτά όπου υπήρχε συμφωνία να παραδοθεί το φορτίο.
Το συνθηματικό «Πέπε Πέπε»
Από τον ασύρματο του «Παναγιώτη» εξέπεμψε το συνθηματικό «Πέπε Πέπε» προκειμένου να συνεννοηθεί ο πλοίαρχος με τους λαθρέμπορους, οι οποίοι βρίσκονταν σε άλλο πλοίο, ώστε να παραλάβουν τα λαθραία τσιγάρα. Το άγνωστο πλοίο έδωσε συντεταγμένες για τη συνάντηση, αλλά η μηχανή του «Παναγιώτη» αγκομαχούσε, με τον μηχανικό να ενημερώνει πως πρέπει άμεσα να γίνει επισκευή.
Σύμφωνα με δηλώσεις του Βαρβατάκου το 2000 σε εκπομπή, εκτός από τη μηχανική βλάβη που αντιμετώπιζε το «Παναγιώτης», είχε και έλλειψη σε καύσιμα. Σε επικοινωνία που είχε με τον πλοιοκτήτη τού είπε ότι θα του στείλει καύσιμα, αλλά, όπως ισχυρίστηκε ο Βαρβατάκος, τον ξέχασε γιατί έπαιζε μπαρμπούτι!
Στην κατάθεσή του ο μάγειρας Ευάγγελος Γεωργαλλής ανέφερε ότι όταν το καράβι αντιμετώπιζε τη μηχανική βλάβη βρισκόταν στο νησάκι Βαρβιανή της Κεφαλονιάς, απ’ όπου ο καπετάνιος έφυγε με τη βάρκα για να φέρει τρόφιμα και νερό: «Με χαλασμένη τη μηχανή, νυχτερινές ώρες φθάσαμε έξω της νήσου Βαρβιανής Κεφαλονιάς όπου αγκυροβολήσαμε. Εκεί ο πλοίαρχος κατέβασε τη βάρκα του πλοίου και έφυγε. Εγώ πήγα για ύπνο. Μετά από αρκετή ώρα με ξύπνησαν να βγάλω τρόφιμα και νερό από ένα καΐκι που είχε έρθει δίπλα μας και που μαζί με αυτό είχε επιστρέψει και ο πλοίαρχος με τη βάρκα του πλοίου. Βγήκε όλο το πλήρωμα και ανεβάσαμε τα εφόδια στο καράβι. Στη συνέχεια διατάχθηκα εγώ και το πλήρωμα να κατέβουμε στο αμπάρι και να ανεβάσουμε πέντε ή έξι, δεν θυμάμαι, χαρτοκιβώτια τσιγάρα ξένης προέλευσης. Κατέβηκα μαζί με τον Γαρμπή στο αμπάρι και ανεβάσαμε τα τσιγάρα, τα οποία φόρτωσαν στο καΐκι και έφυγαν. Στο καΐκι μαζί με τον πλοίαρχο ήταν και δύο άτομα τους οποίους δεν γνωρίζω. Μετά αποπλεύσαμε για ανοικτό πέλαγος».
Νύχτα της 1ης Οκτωβρίου το πλοίο «Παναγιώτης» βρισκόταν ανοιχτά της Ζακύνθου. Οι ισχυροί βορειοδυτικοί άνεμοι χτυπούσαν ανελέητα το motorship, το οποίο αντιμετώπιζε σοβαρή μηχανική βλάβη. Οι περισσότεροι από το πλήρωμα κοιμούνταν, ενώ κάποια στιγμή ακούστηκε εκκωφαντικός θόρυβος από το μηχανοστάσιο. Ηταν ο επιθανάτιος ρόγχος της μηχανής. Το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο. Στην κατάθεσή του ο μικρότερος σε ηλικία του πληρώματος, μόλις 19 ετών, Γιώργος Ραφτάκης ανέφερε: «Είχαμε μείνει ακυβέρνητοι από το μεσημέρι της 1ης Οκτωβρίου 1980 μεταξύ Κεφαλονιάς και Ζακύνθου και ο καιρός σιγά-σιγά μάς ξέσυρε στα βράχια. Η ακυβερνησία μας οφείλεται σε μηχανική βλάβη. Ο Πήλος Γεράσιμος είπε ότι η βλάβη της μηχανής δεν είναι δυνατόν να αποκατασταθεί όπως πρέπει για να είναι εντάξει στο ταξίδι και είπε στον πλοίαρχο να προσπαθήσουμε όπως μπορούμε με χαλασμένη μηχανή να προσορμίσουμε. Ο πλοίαρχος του είπε ότι δεν θα πάμε να φουντάρουμε, αλλά θα περιμένουμε». Οι ισχυροί άνεμοι έστρεψαν το καράβι στα βράχια του όρμου της Ζακύνθου. Ο καπετάνιος προσπαθούσε να εκπέμψει SOS αλλά οι μπαταρίες του ασυρμάτου δεν είχαν ισχύ. Εριξε στον αέρα και μια ναυτική φωτοβολίδα, αλλά δεν έγινε αντιληπτή.
Στην ακτή τα λαθραία
Στις 4.30 τα ξημερώματα της 2ας Οκτωβρίου το πλοίο «Παναγιώτης» προσάραξε ενώ είχαν προηγηθεί χτυπήματα στα βράχια. Οι Ιταλοί κρατούμενοι ελευθερώθηκαν από μέλος του πληρώματος, ενώ λίγο πριν από την προσάραξη έριξαν μια βάρκα. Μέσα στη νύχτα και οι εννέα επιβαίνοντες βρίσκονταν στην άμμο. Με το πρώτο φως της ημέρας ο καπετάνιος έδωσε εντολή να βγάλουν στην ακτή 280 κιβώτια με τα λαθραία τσιγάρα. Το νερό που είχε μπει στο αμπάρι είχε καταστρέψει αρκετά, ενώ κάποια είχαν τραβηχτεί στη θάλασσα. Η πρόσβαση από την παραλία σε δρόμο ήταν αδύνατη. Το πρωί της 3ης Οκτωβρίου κάνοντας κουπί έφτασαν σε έναν ορμίσκο βορειότερα από το σημείο προσάραξης. Από εκεί κατευθύνθηκαν στο χωριό Βολίμες και από εκεί στο Λιμεναρχείο για να ενημερώσουν για το ναυάγιο. Οι κάτοικοι του χωριού που έμαθαν τα νέα έσπευσαν να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν. Πολλές κούτες λαθραίων τσιγάρων θα καταλήξουν σε στάνες και αποθήκες, ενώ ένα πολύ μικρό μέρος θα βρει το Λιμενικό.
Το παλιοτσιγαράδικο «Παναγιώτης», ένα από τα πολλά της εποχής, βρέθηκε στη δίνη όχι τόσο της θάλασσας όσο της ίδιας της φύσης αυτής της δουλειάς. Στη δίκη που ακολούθησε καταδικάστηκαν ο πλοιοκτήτης και οι λαθρέμποροι. Ακολούθησε λεηλασία του πλοίου, μέχρι που έμεινε ένα κουφάρι το οποίο κατατρώνε η αλμύρα, η βροχή και ο αέρας. Τα κύματα συσσώρευσαν όλα αυτά τα χρόνια άμμο και βότσαλα μεγαλώνοντας την παραλία και διαμορφώνοντάς την όπως είναι σήμερα. Πριν από αρκετά χρόνια ο κ. Αντωνάτος είχε ενδιαφερθεί για την ανακατασκευή και συντήρηση του πλοίου «Παναγιώτης», χωρίς όμως να βρει ανταπόκριση από τις αρμόδιες αρχές.
Κράτος και Εκκλησία ερίζουν για τα οικόπεδα-φιλέτα
Το Ναυάγιο της Ζακύνθου, όπως πλέον αποκαλείται και έχει κάνει ξακουστό στα πέρατα του πλανήτη το νησί του Ιονίου, σήμερα βρίσκεται στη δίνη ενός έντονου διαλόγου μεταξύ των τουριστικών φορέων της περιοχής, της Μητρόπολης Ζακύνθου και του υπουργείου Τουρισμού, μετά την απόφαση του κ. Χάρη Θεοχάρη να συστήσει ανώνυμη εταιρεία που θα έχει ως έργο της την προστασία του από τη φθορά και τη διατήρησή του σε επισκέψιμη κατάσταση.
Με βάση το σκεπτικό του υπουργείου, το Ναυάγιο θεωρείται τουριστικός πόρος εθνικής σημασίας, καθώς αποτελεί τον δεύτερο σε επισκεψιμότητα και αναγνωρισιμότητα τουριστικό προορισμό στην Ελλάδα, με 4.000 επισκέπτες καθημερινά. Η νέα νομοθετική ρύθμιση στο -υπό επεξεργασία ακόμη- σχέδιο νόμου (το οποίο μάλιστα πρόκειται να αναρτηθεί προσεχώς σε δημόσια διαβούλευση και επομένως οι φορείς θα μπορούν να διατυπώσουν τη γνώμη τους) προωθείται ώστε να υπάρχει, χωρίς χρονοβόρες γραφειοκρατικές διαδικασίες, η δυνατότητα προστασίας του Ναυαγίου από τη φθορά και διατήρησής του σε επισκέψιμη κατάσταση. Πολύ περισσότερο δε από τη στιγμή που, μέχρι σήμερα, δεν έχουν ακόμη υλοποιηθεί οι απαραίτητες εργασίες για τη διατήρηση και την ασφάλειά του, καθώς και για εκείνη των επισκεπτών: το Ναυάγιο παραμένει ουσιαστικά κλειστό από το 2019 γιατί δεν υπάρχει οδός διαφυγής για τους επισκέπτες, ενώ φορείς της Ζακύνθου στις αρχές του περασμένου χρόνου, προ πανδημίας, είχαν κάνει συναντήσεις με την ηγεσία του υπουργείου Τουρισμού προκειμένου να δοθεί επιτέλους λύση στο εν λόγω ζήτημα.
Επιπλέον, πέραν του να δοθεί προτεραιότητα στην ασφάλεια των τουριστών για την πρόληψη των ατυχημάτων, τα οποία συμβαίνουν κάθε χρόνο, η ίδρυση του φορέα -σύμφωνα με το σκεπτικό του υπουργείου Τουρισμού- θα δώσει περαιτέρω υπεραξία συνολικά στη Ζάκυνθο ως επενδυτικό προορισμό από τη στιγμή που θα υπάρξει μια πιο οργανωμένη διαχείριση ενός από τα σημαντικότερα μνημεία στην Ελλάδα, χωρίς γραφειοκρατικά εμπόδια. Ο νέος φορέας θα αναλάβει «τη διοίκηση, διαχείριση και αξιοποίηση τμήματος αιγιαλού και παραλίας», σαφώς οριοθετημένα, όπου υπάγεται και το ίδιο το μνημείο του Ναυαγίου, ενώ η διαχείριση περιλαμβάνει αποκλειστικά έκταση που ανήκει στο Δημόσιο, βάσει του Συντάγματος. «Η Μητρόπολη Ζακύνθου έχει επισημάνει διάφορα ζητήματα για το νομικό καθεστώς της περιοχής πέριξ του Ναυαγίου, τα οποία έχουν ληφθεί υπόψη και εξεταστεί από το υπουργείο Τουρισμού και δεν αφορούν σε κανένα σημείο τον αιγιαλό και την παραλία». Ενα θέμα που απασχολεί τους τοπικούς φορείς είναι η δομή της εν λόγω εταιρείας για την οποία η προτεινόμενη ρύθμιση προβλέπει ότι στο διοικητικό συμβούλιο θα συμμετέχουν εκπρόσωποι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, του Δήμου Ζακύνθου και της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων και των τοπικών φορέων, όπως οι σύλλογοι ξενοδόχων και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Ζακύνθου, ενώ ο υπουργός Τουρισμού θα ασκεί την εποπτεία της Α.Ε.
Υπενθυμίζεται ότι στις 11 Ιουνίου του 2020 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών έδωσε νέα τροπή στο πολυετές δικαστικό και πολιτικό θρίλερ με την αμφισβητούμενη μεταβίβαση περίπου 14.500 στρεμμάτων στη Ζάκυνθο, σε περιοχή πάνω από τη γνωστή παραλία Ναυάγιο, σε εταιρεία συμφερόντων του πρώην εμίρη του Κατάρ, Χαμάντ Μπιν Χαλίφα αλ Θάνι. Σύμφωνα με το βούλευμα, η τεράστια έκταση που πωλήθηκε τη Μεγάλη Πέμπτη του 2014 δεν ανήκε στον πωλητή όπως εμφανίζεται στο επίμαχο συμβόλαιο. Επίσης, το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Αθηνών αναγνωρίζει πως σημαντικό τμήμα της έκτασης, περίπου 3.000 στρεμμάτων, ανήκει στην Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου των Κρημνών και έκταση 6.000 στρεμμάτων ανήκει στην Ιερά Μονή Αναφωνήτριας, καθώς δεν διαλύθηκε αλλά ερημώθηκε. Πρόκειται για μια υπόθεση που έχει οδηγηθεί σε «επενδυτικό ναυάγιο», την ώρα μάλιστα που το κουφάρι του σιδερένιου πλοίου διαβρώνεται συνεχώς, με κίνδυνο την εξαφάνισή του λόγω μη συντήρησης και ανακατασκευής του.
Πηγή: protothema.gr