Tο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ζήτησε από την κ. Χοχλιούρου Ελπίδα να καταθέσει την προσωπική εμπειρία και τις σκέψεις της για το θεσμό της τεκνοθεσίας.
Η επανασύνδεση της με την ομοζυγωτή, δίδυμη αδελφή της, κ. Μαρία Χριστοδουλοπούλου, στάθηκε μια μεταμορφωτική εμπειρία για τις ίδιες, αλλά και για τους ανθρώπους που τις περιβάλλουν. Όπως τονίζει η κ. Χοχλιούρου, η βιωμένη εμπειρία τής δικής τους τεκνοθεσίας είναι σημαντική «όχι για τη δυναμική της προβολής της, αλλά γιατί προσφέρει ένα φίλτρο θέασης και κατανόησης του θεσμού και της διαδικασίας του που αφορά κι άλλους, είναι μια αξία πολύτιμη, η σπουδαιότητα και η χρησιμότητα της οποίας μεταλλάσσει τις ζωές των ανθρώπων τόσο στο επίπεδο του ατόμου και της οικογένειας, όσο και της ίδιας της κοινότητας».
****
Το μονοπάτι της τεκνοθεσίας ακολουθεί μια ελλειπτική τροχιά. Λόγω σπουδών εμπνέομαι και αντλώ από τον χώρο της λογοτεχνίας. Η Louise Glück αναφέρει πως ελκύεται από την έλλειψη που μπορεί να δηλώνει αποσιώπηση για θέματα που γνωρίζουμε λίγα. Ποικίλα ζητήματα στο χωροχρόνο της τεκνοθεσίας ενδέχεται να ανήκουν στον κόσμο του ανείπωτου λόγω των συνταρακτικών στιγμών τους, ή ανεκδιήγητου, η δυναμική των οποίων είναι συγκλονιστική και ανομολόγητη: πώς μπορεί να ομολογήσει ένας θετός γονιός στο λατρεμένο θετό παιδί του πως συνείσφερε χρηματικά για την απόκτηση του ή να του αποκαλύψει πως αυτό πρωτοβρέθηκε στο κάδο των σκουπιδιών; Το μονοπάτι της τεκνοθεσίας έχει αυτή ακριβώς την ελλειπτική διαδρομή που έχει συμμετάσχει στη δημιουργία τής ίδιας της ύπαρξής της, μπορεί να είναι ημιτελής για ποικίλους λόγους, κάτι πολύτιμο ίσως να έχει καταστραφεί, όπως έγγραφα ή ντοκουμέντα που αφορούν στην ταυτότητα του θετού παιδιού, και αυτά συνεπικουρούν στο μυστήριο της δημιουργίας τής έλλειψης που μέσα σε αυτό υπάρχουμε, εμείς οι υιοθετημένοι, ως υπαρκτές οντότητες/υποκείμενα.
Συνεπώς το ταξίδι των εκφωνημένων λέξεων οφείλει να λάβει υπόψη αυτά κι άλλα για όσα ειπωθούν κι όσα παραμείνουν στη σκιά, άλλωστε αυτές οι ιστορίες τεκνοθεσίας ανήκουν αποκλειστικά σε εμάς και η διαχείρισή τους είναι προσωπική υπόθεση χωρίς μεσάζοντες από ένα αδιευκρίνιστο σημείο κι έπειτα. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος από το να γίνουμε κατανοητοί παρά μόνο με λέξεις. Αν λόγου χάρη, καλύψεις τα μάτια κάποιου μπορείς να μεταφέρεις βιωματικά την αίσθηση της μειωμένης όρασης, αν του δέσεις το χέρι ή το πόδι και του πεις να κινηθεί θα αντιληφθεί τη δυναμική της διαφορετικής κίνησης και των δυνατοτήτων στο χώρο. Πώς μπορεί να γίνει κατανοητή μια διαφορετική πραγματικότητα όπως η δική μας, της τεκνοθεσίας;, όταν ο «ακροατής» δεν μπορεί με τεχνητό τρόπο κι άλλα εργαλεία να κατανοήσει βιωματικά με τις αισθήσεις του το ταξίδι της τεκνοθεσίας; Δεν γίνεται, γιατί έχει γεννήσει το βιολογικό παιδί του και δεν του δημιουργήθηκε η ανάγκη να πάρει ένα παιδί, έχει γεννηθεί κι ανατραφεί σε μία παραδοσιακή οικογένεια, πώς να του το πάρεις αυτό και να του πεις πως είναι αλλιώς; Τι μένει;, λέξεις, κάποια μορφή τέχνης και η απαίτηση για ανοιχτή καρδιά.
Από τον «ακροατή» ζητούμε ανοιχτή καρδιά. Δηλαδή το παιδί της καρδιάς ζητά να έχει απέναντί του τον «ακροατή» της καρδιάς, αυτόν που δύναται να έχει ενσυναίσθηση, διαφορετικά δεν θα συναντηθούμε στη δική μας αλήθεια, αλλά σε μια κατασκευή του άλλου, του ακροατή, για εμάς. Δηλαδή ο άλλος, θα μας πει, εμάς, τη δική μας αλήθεια κι αυτή δεν θα είναι η δική μας αλήθεια. Η δημιουργία του όλου ή ενός κατανοητού συνόλου εννοιών οφείλει να τιμά εμάς και να μας φωτίζει με τις σκιές του καλοπροαίρετα, να μη μας στερεί τη δύναμή μας, αντιθέτως να πολλαπλασιάζει δυνάμεις και να εμπνέει.
Σε μια φράση σοφίας ο Wittgensteinσε αναφέρει πως «τα όρια ενός ανθρώπου καθορίζονται από τα όρια της γλώσσας του». Θα σας αναφέρω πως η λέξη υιοθεσία, ακόμη και η νεότερη που επιλέγεται συχνά, τεκνοθεσία, με την πρώτη στο 1ο συνθετικό να απαρτίζεται από το υιός και στη δεύτερη από το τέκνο, με την έννοια του απογόνου, δε χωρά μια κόρη που είμαι και υπάρχω. Δεν έχει υπάρξει η λέξη κορηθεσία ή κάποια ίσως πιο κατάλληλη, όπως παιδοθεσία. Αυτό φυσικά δεν έγινε τυχαία, έγινε λόγω των αναγκών όπως ανέκυψαν που οδήγησαν σε σημαντικές αναθεωρήσεις. Κατά τη διάρκεια του Ιουστινιάνειου κώδικα (6ο αιώνα μ.Χ.) οι άτεκνοι πατριάρχες των αριστοκρατικών οικογενειών είχαν την ανάγκη από άρρενες απόγονους, δηλαδή κληρονόμους για τη μεταβίβαση των κληρονομικών τους δικαιωμάτων. Ξεκινώντας από αυτή τη σημασιολογική ασημαντότητα, περισσότερο ασήμαντη από τις άλλες, δηλώνω μια πρώτη ελλειπτική δράση στη χωρητικότητα των λέξεων που είναι αποδεκτές, κοινές, καθημερινές όπως προφέρονται. Είναι λογικό να μην είναι κατανοητή η ανάγκη διάκρισης από τους πολλούς εφόσον δεν υπάρχουν στις συνθήκες των ανάλογων αναγκών, και πώς άλλωστε;, αφού η ανάγκη δεν τους αφορά. Οι μοναδικές ιστορίες τεκνοθεσιών εγκιβωτίζουν έναν πλούτο από ελλείψεις, αλλά και από πολύτιμες στρώσεις υπάρξεων, των βιολογικών προγόνων και των θετών γονιών, κι αυτές οι στρώσεις πρέπει να συναντηθούν με αρμονία για το καλό και τη χαρά τής συνέχειας.
Θα αποκαλέσω τους βιολογικούς γονείς μας ως προγόνους για να χωρέσω ευρύχωρα στην έννοια. Η έννοια γονέας κουβαλάει ένα συναισθηματικό βάρος προστασίας και ευθύνης για το παιδί, ένα αγκάλιασμα που μου το παρείχαν οι θετοί γονείς μου, οι πραγματικοί για εμένα γονείς, μια που αυτούς αναγνωρίζω ως έχει. Ακόμη και σήμερα στον καθρέπτη όταν κοιτώ, βλέπω την Αλίκη και τον Νίκο, αφού αυτοί με ανέθρεψαν στο περιβάλλον και οικοσύστημα που δημιουργήσαμε αμφίδρομα. Δεν αποκλείω, ούτε αναιρώ τη φροντίδα που πιθανώς είχα από τους προγόνους μου, η βιολογική μητέρα μας είχε την ωριμότητα, τη συναισθηματική σύνεση, αλλά και ηθική δύναμη να αναθέσει την πρώτη φροντίδα μας στο βρεφοκομείο Πατρών όπου και πρωτοβρέθηκαμε μετά τη γέννησή μας. Θα μπορούσε να είναι κι αλλιώς, δεν πρέπει να θεωρούμε τις εξελίξεις μας δεδομένες. Αν είναι δυσνόητη η κατανόηση αυτών των διευκρινήσεων είναι γιατί ο «ακροατής» δεν έχει κολυμπήσει μέσα σε κάποια από τις ανάγκες της τεκνοθεσίας. Αυτή είναι η αλήθεια μου αν θέλουμε να μιλάμε για την προστασία της επιβίωσής της.
Το παιδί της καρδίας ξεκινάει τη ζωή του με το τραύμα του αποχωρισμού, κι επειδή σήμερα κάνουμε χώρο για κατανόηση κι ευρυχωρία μέσα στην καλοπροαίρετη ύπαρξη των εργαλείων της γλώσσας, θα επιλέξω αντί για τη λέξη τραύμα, τη λέξη μετάβαση. Το τραύμα είναι άχρονο κι άφωνο, ενώ η μετάβαση αφορά τη δική μας διαχείριση και πως αντιλαμβανόμαστε το τραύμα. Είναι το τραύμα κάτι που μας απορρόφησε και ζούμε με αυτό αγκαλιά ή είναι μια εντύπωση που την αξιολογούμε και επανατοποθετούμαστε στις συνθήκες που μας αφορούν; Η διαδικασία της τεκνοθεσίας αποκαλύπτεται και υπάρχει μέσα σε πληθώρα μεταβάσεων, μετεξελίξεων, που είναι διαφορετικές για κάθε υιοθετημένο παιδί ανάλογα με τις καταστάσεις όπως βιώθηκαν. Επιλέγω να μιλώ για μεταβάσεις που είμαι παρούσα κι όχι για τραύματα που είμαι απούσα, πείτε το ευφημισμό αν σας βοηθά, ο λόγος αφορά στην κατανόηση του ακροατή για την ευγένεια των λέξεων που αξίζουμε να χωρούμε.
Ευρύχωρα υπάρχω στις μεταβάσεις και μετεξελίξεις μου, καλύτερα από ότι στην έννοια του τραύματος, παρόλες τις αστοχίες που υπήρξαν. Διαφορετικές εξελίξεις θα μπορούσαν να προσφέρουν και να προφέρουν διαφορετικές περιπτώσεις ύπαρξης, αλλά δεν θα τολμήσω να πω καλύτερης γιατί κανείς δεν ξέρει πως μια ιστορία θα εξελισσόταν με άλλον τρόπο αν δεν την έχει ζήσει. Με υποθέσεις δημιουργείς ένα διερευνητικό ερώτημα, όχι απαντήσεις.
Στις αστοχίες θα αναφέρω το ζήτημα του διαχωρισμού μου από τη δίδυμη ομοζυγωτή αδελφή μου Μαρία Χριστοδουλοπούλου. Το άγνωστο Χ παραμένει το κοινό πρώτο γράμμα στο επίθετό μας. Μεγαλώσαμε σε δυο διαφορετικές, μοναδικές οικογένειες και συναντηθήκαμε το 2005, από τότε μαθαίνουμε να ζούμε και να αισθανόμαστε σαν αδελφές. Δεν είναι εύκολο, επειδή είμαστε βιολογικά αδέλφια, ξαφνικά να αισθανθούμε αναλόγως δεδομένου ότι δεν ανατραφήκαμε μαζί και να πράξουμε με αυτόν τον τρόπο ανταποκρινόμενοι στον βιολογικό/κοινωνικό χαρακτήρα που μας ορίζει.
Αν κάποιος μου έλεγε πως δυο αδέλφια διατρέχαν τον κίνδυνο να νιώσουν το συναίσθημα του έρωτος για την αναμεταξύ τους σχέση θα σας έλεγα πως είναι αδύνατο, παράλογο και ίσως να το χαρακτήριζα, ανήθικο ή αποτρόπαιο. Στην περίπτωση τη δική μας σας αναφέρω ότι συναισθανθήκαμε αυτή την επώδυνη, περαστική συναισθηματική συγκυρία. Κι άλλα υιοθετημένα, βιολογικά αδέλφια μετά την επανένωσή τους σε διάφορα μέρη του κόσμου βίωσαν αυτό το συναίσθημα. Η επιτροπή που ανέθεσε την ανατροφή μας στις διαφορετικές οικογένειές μας θεώρησε τότε πως έπρεπε να διαχωριστούμε για να ικανοποιηθούν περισσότερες από μια οικογένειες. Θα τοποθετούμασταν σε μια κοινή οικογένεια μόνο εάν ήμασταν διαφορετικού φύλου, ώστε να αποφεύγονταν, σε περίπτωση σύνδεσης, ο κίνδυνο της σύζευξης. Τότε έτσι σκεφτόντουσαν. Σήμερα υπάρχει η ωριμότητα και η γνώση να μπορούμε να αποτρέψουμε στάσεις που θα μπορούσαν να σταθούν εμπόδιο στις ζωές των υιοθετημένων παιδιών που δυσκολεύουν τις ειρηνικές μεταβάσεις τους. Δεν χωρίζουμε αδέλφια σε συνθήκη τεκνοθεσίας, η κοινωνία και η πολιτεία οφείλει να το γνωρίζει.
Το υιοθετημένο παιδί πριν υιοθετηθεί, και μετά την ανάθεση του από τη βιολογική μητέρα ή πατέρα στο ίδρυμα ή στη δομή, ανήκει στην πολιτεία αν δεν υπάρξουν άλλες σκοτεινές πορείες. Όταν δοθεί στη θετή οικογένεια είναι ένα ξένο σώμα που δεν έχει αναπτυχθεί οργανικά στο σώμα της θετής γυναίκας και όμως υπάρχει η προσδοκία της ενσωμάτωσης για το μέλος ή μέλη της οικογένειας για το καλό της διαδρομής του παιδιού, για το καλό της οικογένειας, της κοινότητας, και της πολιτείας. Το παιδί είναι ένα ξένο σώμα στην οικογένεια, στη γειτονία, στην κοινότητα. Όλα αυτά τα διαφορετικά μέρη πρέπει να συνεργαστούν για να υπάρξει ομαλή μετάβαση ένταξης, να δημιουργηθεί η πολύτιμη αίσθηση του «ανήκειν» για να προστατευθεί η δημόσια τάξη και να ρυθμιστεί η ομαλή λειτουργία. Για αυτό δημιουργούνται/επαναθεωρούνται θεσμοί ανάλογα με τις συνθήκες, για την προστασία των παιδιών, ώστε να μην καθίστανται ευάλωτα ή αόρατα κι όσο περνούν τα χρόνια οι θεσμοί προσαρμόζονται στις ανάγκες όπως προκύπτουν και τείνουν να έχουν στον πυρήνα τους το παιδί και τη διαφύλαξη της εύρυθμης λειτουργίας της οικογένειας που δεν μπορεί να λειτουργήσει ανεξάρτητα από την κοινωνία παρά μόνο μέσα σε αυτή ως ένα υγιές τμήμα του κοινωνικού συνόλου.
Ο εύτακτος συντονισμός των διαφορετικών μερών: της οικογένειας ως μια θεσμοθετημένη βιο-κοινωνική μονάδα, με την ευρύτερη κοινότητα υπό τη σκέπη της πολιτείας, μπορεί να αποδώσει με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο στο θετό παιδί την επιθυμητή ευκαιρία να συναντήσει τον πολύτιμο μέλλοντα εαυτό του. Τα μέλλοντα είναι πολλά, δεν είναι ένα, κι εμείς επιλέγουμε σε ποιο θα ταξιδέψουμε και σε ποιο θα προτρέψουμε, χωρίς να αποτρέψουμε, με τους τρόπους μας να υπάρξουν κι άλλοι.
Η έννοια της κοινότητας είναι το δυνατό χαρτί στη διαδρομή της τεκνοθεσίας. Είμαι Βεροιώτισσα και η αδελφή μου είναι Πατρινή, είμαστε πολύ καλά με τη δική μας αλήθεια και συνεχίζουμε εν κινήσει.
Ελπίς Χοχλιούρου
Ba in Liberal Arts, UWM
Ma in ELT, University of Essex
Καθηγήτρια Μέσης Εκπαίδευση