Του Κώστα Υφαντή*
Οι ελληνοτουρκικές σχέσεις έχουν υποχωρήσει αισθητά από την δημόσια σφαίρα. Η ηρεμία και η παντελής απουσία προκλήσεων και έντασης στο πεδίο από την πλευρά της Άγκυρας έχει επιτρέψει μια αντιμετώπιση χωρίς κραυγές, αν και εκείνες τις λίγες φορές που «κάτι» συμβαίνει, οι αντιδράσεις είναι εν πολλοίς υπερβολικές. Αρκεί μια απλή δήλωση στην Άγκυρα που να υπενθυμίζει τις πάγιες τουρκικές θέσεις – θέσεις που έχουν διαμορφωθεί σε διάφορες συγκυρίες τα τελευταία πενήντα χρόνια – για να γίνει θέμα στην Αθήνα.
Λοιπόν, οι τουρκικές θέσεις είναι γνωστές. Για τις θαλάσσιες ζώνες και τα δικαιώματα των νησιών, για το εύρος των χωρικών υδάτων στο Αιγαίο, για το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης και φυσικά πάνω από όλα για την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας, τις λεγόμενες γκρίζες ζώνες. Διαχρονικά οι επιλογές της ελληνικής στρατηγικής απέναντι σε αυτή την ατζέντα ήταν δύο και εξακολουθούν να αποτελούν τις βασικές αφετηρίες μιας πολωμένης συζήτησης. Η μία επιλογή – και σχολή σκέψης – είναι η απόρριψη κάθε θετικής εμπλοκής και συζήτησης όσο οι τουρκικές θέσεις δεν διαφοροποιούνται. Σε αυτή την λογική, η μόνη ορθολογική στρατηγική είναι η «στρατολόγηση» συμμάχων, η συνεχής πίεση της Τουρκίας στα φόρα που η Αθήνα διαθέτει (θεωρητικά πάντοτε) πλεονέκτημα, ενίσχυση των αμυντικών ικανοτήτων σε μία αέναη προσπάθεια εξισορρόπησης της τουρκικής ισχύος. Αυτή η στρατηγική εφαρμόστηκε κυρίως την δεκαετία του 1980. Εκ του αποτελέσματος, δεν ήταν καθόλου επιτυχημένη. Η ελληνική εξωτερική πολιτική «τουρκοποιήθηκε» και η Ελλάδα απομονώθηκε από φίλους και συμμάχους, ενώ έδωσε στην Τουρκία την ευκαιρία να εμφανισθεί ως διαλλακτική και υπέρμαχος του διαλόγου εντός του Δυτικού στρατοπέδου. Η Ελλάδα δεν βρέθηκε σε καλύτερη θέση από ότι πριν.
Η άλλη επιλογή είναι η επιδίωξη του διαλόγου σε οριοθετημένο πλαίσιο με το βάρος της αδιαλλαξίας να μεταφέρεται στην άλλη πλευρά. Και σε αυτήν την περίπτωση, αφετηρία και προϋπόθεση της θετικής εμπλοκής είναι η επαρκής αποτρεπτική ικανότητα των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων και η διεύρυνση χωρίς πρόδηλο αντιτουρκικό πρόσημο των περιφερειακών και διεθνών σχέσεων της χώρας. Και σε αυτή την περίπτωση, το αποτέλεσμα ήταν και είναι μάλλον πενιχρό.
Και οι δύο επιλογές έχουν αποδειχθεί ατελέσφορες. Και οι δύο επιλογές τελικά κατέληξαν σε κρίσεις (1987, 1995, 2020) που δεν βελτίωσαν ουσιαστικά την θέση της χώρας στον διμερή ανταγωνισμό, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις επέτρεψαν στην Τουρκία να διευρύνει την βεντάλια των διεκδικήσεων της. Το θεμελιώδες πρόβλημα της ελληνικής στρατηγικής είναι ότι είτε απορρίπτει εκ των προτέρων την διαπραγμάτευση είτε τη αποδέχεται προσχηματικά ως την λιγότερο κακή επιλογή. Σε κάθε περίπτωση δεν υπάρχει στην δημόσια συζήτηση καμία προσπάθεια να περιγραφεί μια μελλοντική ειρηνική σχέση μεταξύ των δύο χωρών, πέρα από αφορισμούς του τύπου ότι «η Τουρκία δεν αλλάζει» ή «αν συζητήσουμε με την Τουρκία θα συζητήσουμε τις διεκδικήσεις της και άρα εξ ορισμού θα χάσουμε» κλπ.
Στην τρέχουσα συγκυρία, αυτό που και πάλι αδυνατούμε να «φανταστούμε» είναι πως θα μπορούσε να είναι μια ουσιαστική διαπραγμάτευση. Υπάρχει μια συμφωνημένη διαδικασία με τρεις «διαδρομές» – η θετική ατζέντα, τα ΜΟΕ και ο πολιτικός διάλογος. Υπάρχει και ένα πλαίσιο για την ειρηνική επίλυση της διαφοράς μας – η Διακήρυξη των Αθηνών. Αυτό που λείπει είναι τι επιδιώκουμε εμείς από την συζήτηση, μια ανάλυση για το πως θα εξελιχθούν τα πράγματα βραχυπρόθεσμα αλλά και μεσοπρόθεσμα, ποιοι παράγοντες θα επηρεάσουν την θέση και των δύο πλευρών (πχ. εκλογές στις ΗΠΑ, πόλεμος στην Ουκρανία και στην Μέση Ανατολή, εξελίξεις στη Λιβύη κλπ), και πάνω από όλα τι πραγματικά επιδιώκει η Τουρκία μετά από 12 μήνες χωρίς προκλήσεις και ένταση. Υπό αυτές τις συνθήκες, η επιστροφή στο γνώριμο σκηνικό της αντιπαράθεσης είναι θέμα χρόνου.
*Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο