Η Ελληνική Ένωση Ιστορικών και Σύλλογος Προσωπικού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών διοργανώνουν την εκδήλωση «Επάγγελμα: ιστορικός. Μια συζήτηση για το παρόν και το μέλλον των ιστορικών στην Ελλάδα», την Δευτέρα 11 Μαρτίου 2024, στις 18:30 στο Αμφιθέατρο «Λεωνίδας Ζέρβας», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών
- Δείτε την εκδήλωση μέσω zoom ΕΔΩ.
Οι συμμετέχοντες/ουσες στη στρογγυλή τράπεζα θα κάνουν μια σύντομη τοποθέτηση (μέχρι 10 λεπτά) και στη συνέχεια θα συνομιλήσουν μεταξύ τους (3-5 λεπτά). Τέλος, η συζήτηση θα ανοίξει στο κοινό.
Συμμετέχουν: Μάνος Αυγερίδης, Άντα Διάλλα, Δανάη Καρυδάκη, Ελένη Κυραμαργιού, Νικόλαος Παπαζαρκάδας, Βάσω Σειρηνίδου, Αθηνά Συριάτου. Την εκδήλωση θα συντονίσει ο Πολυμέρης Βόγλης.
Λίγα λόγια για την εκδήλωση
Τι σημαίνει να είσαι ιστορικός σήμερα στην Ελλάδα; Τι επαγγελματικές προοπτικές υπάρχουν; Τι συμβαίνει με τη χρηματοδότηση της ιστορικής έρευνας; Πώς βιώνουν οι ιστορικοί την επαγγελματική επισφάλεια; Ποιο είναι το μέλλον των τμημάτων και των ινστιτούτων ιστορίας στα ελληνικά πανεπιστήμια και στα ερευνητικά κέντρα;
Οι ιστορικές σπουδές θεραπεύονται τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σε αρκετά τμήματα ιστορίας-αρχαιολογίας στην επικράτεια και σε άλλα διεπιστημονικά τμήματα πολιτικών και κοινωνικών επιστημών. Η επιτυχής συνύπαρξη τους με άλλα αντικείμενα και η σταθερή παρουσία του γνωστικού αντικειμένου (ιστορία της εκπαίδευσης, ιστορία της ιατρικής, οικονομική ιστορία, ιστορία των επιστημών και της τεχνολογίας, ιστορία των θεσμών) σε άλλα τμήματα επιβεβαιώνει την ουσιαστική σχέση της ιστορικής σκέψης με τη διαμόρφωση νέων επαγγελματιών και επιστημόνων. Για αρκετά χρόνια το πτυχίο της Ιστορίας ήταν αμιγώς συνδεδεμένο με τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και τη διδασκαλία μαθημάτων ανθρωπιστικών σπουδών. Πιο πρόσφατα, οι απόφοιτοι αναζητούν διεξόδους στην αγορά εργασίας και ευκαιρίες για να εισάγουν την ιστορική σκέψη σε έργα πολιτιστικής διαχείρισης, ανάδειξης ιστορικών τόπων και μνημείων. Χώροι, όπως ερευνητικά κέντρα, μουσεία, αρχειακοί οργανισμοί ελκύουν τους νέους απόφοιτους.
Ένας σημαντικός αριθμός αποφοίτων συνεχίζει σε μεταπτυχιακές σπουδές και εξειδικεύεται σε πεδία αναζητώντας εργασία στην ιστορική έρευνα. Πεδίο που έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία δέκα χρόνια με νέες μορφές επισφαλούς και ελαστικής απασχόλησης, οι οποίες κανονικοποιούν την ανασφάλεια και ενισχύουν τις άτυπες ιεραρχίες και εξαρτήσεις εντός του ακαδημαϊκού χώρου. Παράλληλα, η συνεχής αναζήτηση οικονομικών πόρων για την υλοποίηση της έρευνας απαιτεί νέες γνώσεις και δεξιότητες σε ένα εξαιρετικά ανταγωνιστικό περιβάλλον που οδηγεί συχνά σε απογοήτευση και εξουθένωση μετά από επανειλημμένες προσπάθειες. Τέλος, μεγάλος είναι πλέον ο αριθμός των νέων διδακτόρων/ισσών που δεν καταφέρνουν να συνεχίσουν την έρευνά τους σε ενδιαφέροντα αντικείμενα.
Στη συνάντηση θα αναζητήσουμε, μέσα από τις εμπειρίες και τις τοποθετήσεις των καλεσμένων ομιλητών/τριών και με την ενεργή συμμετοχή του κοινού, απαντήσεις στο ερώτημα: πώς μπορούν οι ιστορικές σπουδές να εξακολουθήσουν να θεραπεύονται στα ελληνικά πανεπιστήμια· την περαιτέρω ανάπτυξή τους, τις πιθανές νέες κατευθύνσεις των προγραμμάτων σπουδών και τη σύνδεσή τους με άλλα αντικείμενα (μουσειακές σπουδές, πολιτιστική διαχείριση, δημόσιες και ψηφιακές ανθρωπιστικές επιστήμες).
Αυτά είναι μερικά από τα ζητήματα που απασχολούν τους/τις ιστορικούς και που θα συζητηθούν στην πρώτη εκδήλωση της Ελληνικής Ένωσης Ιστορικών, η οποία πραγματοποιείται σε συνεργασία με τον Σύλλογο Προσωπικού του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών. Πιο συγκεκριμένα η συζήτηση θα κινηθεί στους δύο βασικούς άξονες του ιστορικού επαγγέλματος: την ιστορική έρευνα και τη διδασκαλία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Από τη μια πλευρά σχετικά με την έρευνα εγείρονται ζητήματα που αφορούν τη χρηματοδότηση, τους ιδιωτικούς, δημόσιους και ευρωπαϊκούς φορείς που εμπλέκονται, τις κατευθύνσεις ή τα αντικείμενα στα οποία δίνεται προτεραιότητα, τις επισφαλείς συνθήκες εργασίας των νέων ερευνητών/τριών. Από την άλλη πλευρά, η διδασκαλία στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την κατάσταση που επικρατεί στα τμήματα ιστορίας και μας απασχολούν ζητήματα όπως η διαφαινόμενη συρρίκνωση του ακαδημαϊκού χάρτη, η υποχρηματοδότηση των ανθρωπιστικών επιστημών, οι ελλείψεις σε διδακτικό προσωπικό, η κάλυψη των διδακτικών αναγκών των πανεπιστημιακών τμημάτων από συμβασιούχους συναδέλφους/ισσες.