θα βγουν «οι Μπαντίδοι» στους δρόμους, θα τραγουδήσουν και θα χορέψουν πλέκοντας, γύρω από το «Γαϊτανάκι». Οι Αρτινοί φέτος τις Απόκριες, θα διασκεδάσουν με μεγαλύτερο κέφι, γιατί τα παραδοσιακά τους έθιμα, που δεν έσβησαν με το χρόνο, απέκτησαν ιδιαίτερη δυναμική. Το περασμένο Αύγουστο το υπουργείο Πολιτισμού ανακοίνωσε πως το αποκριάτικο δρώμενο «Μπαντίδοι και Γαϊτανάκι» της Άρτας, εγγράφεται στο Εθνικό Ευρετήριο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Τα έθιμα της παλιάς Άρτας αναβιώνουν από τη δεκαετία του 1980, ο Μουσικοφιλολογικός Σύλλογος Άρτας ο «Σκουφάς», καθώς και άλλοι σύλλογοι της πόλης και των γειτονικών χωριών, βγάζοντας το Γαϊτανάκι και τους Μπαντίδους ξανά στους δρόμους της πόλης, το τριήμερο πριν τη Μεγάλη Αποκριά.
Ο Νίκος Λιόντος, μέλος του ΔΣ στο σύλλογο «Σκουφάς», παραθέτει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, όλη την πληροφορία για τα παραδοσιακά αποκριάτικα δρώμενα που διασώθηκαν από γενιά σε γενιά και δίνουν ταυτότητα στην Αποκριά της Άρτας.
Το Αρτινό Καρναβάλι έχει τις ρίζες του στους αρχαίους χρόνους και συνεχίζεται κατά τη βυζαντινή περίοδο, ενώ επί Τουρκοκρατίας, επί Σουλτάνου Μουράτ στη Θεσσαλονίκη το 1448, οι Αρτινοί αποκτούν το προνόμιο να συνεχίσουν να έχουν το δικαίωμα της γιορτής της Αποκριάς και να φοράνε προσωπίδες.
Από τις αρχές του 18ου αιώνα, το Αρτινό Καρναβάλι εμπλουτίζεται με τους Μπαντίδους και τα σατιρικά τους δίστιχα, το Γαϊτανάκι, τον Πανάρετο, τους Γενίτσαρους και τις Νύφες, τις Μπαούτες, τη Γκαμήλα, τις 7 Δυνάμεις και τον Ξυλοπόδαρο, την Αρκούδα και τη Μαϊμού. Επί Γερμανικής κατοχής σταμάτησαν τα αποκριάτικα δρώμενα, στην συνέχεια τηρούνται σταδιακά προσαρμοσμένα στις νέες συνθήκες, χάνονται στη Δικτατορία και επανεμφανίζονται το 1980.
Οι Μπαντίδοι, όπως αναφέρει ο κ. Λιόντος, ήταν ομάδες νεαρών που έβγαιναν στους δρόμους της πόλης σε μπουλούκια, εκμεταλλευόμενοι την άδεια που είχε δώσει ο Σουλτάνος στους Αρτινούς να γιορτάζουν τις Απόκριες.
Προετοιμάζονταν σε σπίτια και έβγαιναν την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς.
Όλα τα σπίτια τις μέρες της Αποκριάς ήταν ανοιχτά και υποδεχόταν τους μασκαράδες (μπουλούκια) με παραδοσιακές πίτες και κρασί.
Σατίριζαν την εξουσία ή επιφανή πρόσωπα τραγουδώντας αυτοσχέδια δίστιχα, πολλές φορές με ερωτικό περιεχόμενο για να εξωτερικεύουν τους καημούς τους. Πήγαιναν και σε σπίτια, όπου οι Αρτινοί αστοί έκαναν γιορτή.
Την Καθαρά Δευτέρα τους συναντάμε κάτω από το τουρκικό φυλάκιο στο κάστρο. Οι Τούρκοι δεν μπορούσαν να τους σταματήσουν, γιατί είχαν την άδεια του Σουλτάνου και τους έβριζαν με δίστιχα, βγάζοντας έτσι την οργή του κόσμου για τον κατακτητή.
Τα δίστιχα επινοούσαν με το άνοιγμα του Τριωδίου, ενώ ετοίμαζαν τα ρούχα τους. Συμμετείχαν σχεδόν όλες οι γειτονιές της πόλης, Αγιά Σοφιά, Παρηγορήτισσα, Άγιος Νικόλαος, Άγιος Γεώργιος, Αγία Θεοδώρα, Παντοκράτορας.
Τα πρώτα χρόνια φορούσαν φουστανέλα, κεφαλόδεσμο, μάλλινο σακάκι, κόκκινο ζωνάρι και μαχαίρι.
Μεταγενέστερα φορούσαν σακάκι μόνο στο ένα χέρι και ζωνάρι με κρόσσια μέχρι το έδαφος. «Μου πάτησες το ζωνάρι!» ήταν η αφορμή για καβγά.
Οι Μπαντίδοι, συνοδεύονται από μουσικές κομπανίες που διασκεδάζουν ακόμη περισσότερο τον κόσμο.
«Τα όργανα βαστάμε να πάμε στην αγορά
οι τούρκοι μας φοβούνται δεν βγάνουνε μιλιά”.
Φέτος θα βγουν στους δρόμους, την τελευταία εβδομάδα της Αποκριάς, την Πέμπτη 14 και την Παρασκευή 15 Μαρτίου. Την Παρασκευή στην πλατεία Σκουφά θα ανάψουν φωτιά και θα διασκεδάσουν όλη την νύχτα.
«Γαϊτανάκι»: Το τελευταίο Σάββατο της Αποκριάς
«Αυτούσιο ως τις μέρες μας αναβιώνει το Γαϊτανάκι, ένα από τα αγαπημένα έθιμα της Αποκριάς στην περιοχή της Άρτας. Εναρμονισμένο απόλυτα µε τα άλλα τοπικά έθιμα, αφού η δεξιοτεχνία των χορευτών αλλά και ο ιδιαίτερος χαρακτήρας του δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο», επισημαίνει ο κ. Λιόντος.
Μαζί με τα Γαϊτανάκια της πόλης της Άρτας, φημισμένα ήταν εξίσου τα Γαϊτανάκια από τα χωριά Ανέζα, Χαλκιάδες, Κωστακιοί, Γραμμενίτσα, Πέτα και Κομπότι, τα οποία συμμετέχουν ανελλιπώς στο έθιμο.
Τα Γαϊτανάκια πλέκονταν το Σαββατοκύριακο της Τυρινής, της τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς. Στην Άρτα τα Γαϊτανάκια ξεκινούσαν διέσχιζαν όλο τον κεντρικό δρόμο και τις γειτονιές, µε στάσεις για δρώμενα, παρασύροντας στον χορό τους όλο τον κόσμο. Το κάθε Γαϊτανάκι, συνοδευόταν από τη δική του παραδοσιακή κομπανία και μετά το πέρασμά τους κατέληγαν σε καφενεία συνεχίζοντας τα γλέντια.
Σε κάθε στάση οι χορευτές πλέκουν και ξεπλέκουν τις 12 χρωματιστές κορδέλες που ξεκινούν από το κοντάρι, οι οποίες λέγονται γαϊτάνια και δίνουν το όνομα στο έθιμο. Οι χορευτές, παλιότερα μόνο άντρες, ήταν ντυμένοι με παραδοσιακές φορεσιές και μάσκες. Οι 6 είναι ντυμένοι Γενίτσαροι και οι άλλοι 6 φορούν γυναικεία νυφική φορεσιά. Το πλέξιμο της κορδέλας, γίνεται με κυκλικό χορό ,σε τρεις διαφορετικές μελωδίες, συρτός, τσάμικος και μαλώματα.
«Πιθανόν, ο κυκλικός αυτός χορός να υποδηλώνει τον κύκλο της ζωής, από τη χαρά στη λύπη, από τον χειμώνα στην άνοιξη, από τη ζωή στον θάνατο και το αντίθετο», λέει ο Νίκος Λιόντος.