Καθώς η τιμή του Bitcoin επέστρεψε σε επίπεδα τιμών πάνω από τα 60.000 δολάρια ενώ επίσης το Ethereum φαίνεται να επιστρέφει σε επίπεδα τιμών κοντά στα 3.500 δολάρια, όχι μόνο η έξαψη και το ενδιαφέρον των επενδυτών αυξήθηκε, αλλά και κάτι πολύ διαφορετικό.
Του Κωνσταντίνου Βέργου*
Φαίνεται ότι ξύπνησε το ενδιαφέρον και η όρεξη των φορολογικών αρχών. Έτσι, το οικονομικό επιτελείο βλέποντας το ενδιαφέρον των επενδυτών για κρυπτονομίσματα προχώρησε στη σύσταση επιτροπής για τη φορολόγηση αλλά και τον έλεγχο των κρυπτονομισμάτων και ψηφιακών περιουσιακών στοιχείων. Υποτίθεται ότι το οικονομικό επιτελείο επιχειρεί να βάλει ‘φρένο στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος’ μέσω των επενδύσεων σε κρυπτονομίσματα. Όμως αυτό, ξεκάθαρα δεν είναι ο σκοπός τους, καθώς επί σειρά ετών η πολιτεία στην Ελλάδα έχει αγνοήσει ή υποβαθμίσει βεβαιωμένες λίστες που αποκαλύπτουν φοροφυγάδες και παράνομες επενδύσεις εκατοντάδων δισ. Ο σκοπός της κυβέρνησης είναι απλά να φορολογήσει τους μικροεπενδυτές κρυπτονομισμάτων, ώστε να πάρει και η κυβέρνηση ‘κοψίδι’ από ότι οι μικροί παίκτες κερδίζουν. Θα δούμε σε τι βαθμό το πετυχαίνει.
Εδώ υπάρχουν πολλές διαστάσεις. Η μία διάσταση είναι στο ότι οι φορολογικές αρχές, δεν είναι καθόλου πρωτότυπες. Αντίστοιχοι νόμοι υπάρχουν και σε άλλα κράτη, (πχ Βρετανία) απλά η Ελλάδα θα εκσυγχρονίσει τη νομοθεσία ώστε να έρθει σε κάποια εναρμόνιση με εκείνο που συμβαίνει σε πιο προηγμένες χώρες. Να σημειώσουμε πάντως ότι στο εξωτερικό, τα κέρδη φορολογούνται αφού αφαιρεθούν τα σχετικά κόστη συναλλαγών. Στα κόστη αυτά όμως στο εξωτερικό δεν περιλαμβάνονται τα λεγόμενα κόστη εξόρυξης (miningcosts) κρυπτονομισμάτων, όπως το ρεύμα και οι υπολογιστές που κάποιος χρησιμοποιεί για να παράγει (εξορύξει) νέα Bitcoins. Όμως, αναμφίβολα η αποδοχή από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 17 Οκτώβριου 2023 της οδηγίας 2011/16 της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ανταλλαγή πληροφοριών, στοχεύοντας και στην ενεργοποίηση του Ευρωπαϊκού Ν. 2023/1114 που αφορά αξίες από κρυπτονομίσματα (MiCA), επιτρέπει να υπάρχει κάποια νομοθετική βάση, μια υποδομή, που βοηθάει στη δημιουργία ενός σχετικού νόμου στην Ελλάδα.
Η δεύτερη διάσταση είναι εκείνη του κατά πόσο το κράτος μπορεί όντως να βρει αυτές τις συναλλαγές. Είναι ξεκάθαρο, ότι ως τώρα δεν μπορεί να τις βρει. Αν μπορούσε να τις βρει, θα τις είχε ήδη φορολογήσει. Όμως ο Ευρωπαϊκός Ν2023/1114, υποχρεώνει όσους παρέχουν τέτοια προϊόντα να έχουν νομική υπόσταση και να παρέχουν πληροφορίες, κάτι που βοηθάει, που πάντως θα γίνει πιο ξεκάθαρη στο μέλλον όταν η ESMA (European Securities and Markets Authority) και η ΕSΑ (τέως EBA) θα προβούν σε διευκρινιστικές οδηγίες.
Η τρίτη διάσταση, είναι το κατά πόσον έχει έννοια κάποιος να δηλώσει τα κέρδη σε κρυπτονομίσματα. Είναι ξεκάθαρο, πως όχι, δεν έχει έννοια να δηλώνει τα κέρδη του, εκτός μιας περίπτωσης. Εκείνης της νομιμοποίησης των κερδών ώστε να ‘ξεπλύνει’ μια αγορά σπιτιού ή εταιρίας. Και ακριβώς εδώ έρχεται το συμπέρασμα για το νόμο. Ο νόμος αυτός δεν βάζει ‘φρένο στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος’, με αυτό το νόμο. Αντίθετα, νομιμοποιεί το ξέπλυμα, καθώς όποιος δηλώσει τα κέρδη, πληρώνοντας κάποιο φόρο νομιμοποιεί τα χρήματα. Η Ελλάδα, εν ολίγοις, ανίκανη όπως είναι να πιάσει τη φοροδιαφυγή, καθώς έχει αποδειχτεί ότι δεν θέλει, την νομιμοποιεί. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι άλλο ένα χρήσιμο εργαλείο ξεπλύματος χρήματος, δίπλα σε εκείνα της αγοράς ακινήτων, τα καζίνο και τα χρηματιστήρια. Και για αυτό το λόγο, αποτελεί τελικά μια ‘αναγκαία και χρήσιμη λύση’, έναν ‘εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας’, ώστε κάποια κέρδη από την αγορά κρυπτονομισμάτων να ‘πλυθούν΄ και έτσι να περάσουν στην ‘νόμιμη οικονομία’. Προφανώς, οι επενδυτές κρυπτονομισμάτων έχουν πάντα τη δυνατότητα να αποκαλύπτουν ‘επιλεκτικά’ τις επενδύσεις τους, καθώς κανένας δεν μπορεί ακόμη να τις ελέγξει, με αποτέλεσμα, το λεγόμενο ‘φορολογικό όφελος’ που θα εισπράξει το δημόσιο και στην Ελλάδα όπως και σε άλλες χώρες θα είναι μικρό, πολύ μικρότερο από ότι ‘κυβερνητικοί οικονομικοί εγκέφαλοι’ πιστεύουν .
Επιγραμματικά, επί του παρόντος οι όποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες βρίσκονται στο ξεκίνημα τους, και είναι αμφίβολο ότι θα μπορούν να αποτελέσουν ‘χτύπημα στη φοροδιαφυγή’. Καθώς δεν υπάρχει ακόμη πληροφοριακή βάση, με την οποία η Ελλάδα η άλλη χώρα ακόμη και αν ήθελε δεν μπορεί να ελέγξει τις συναλλαγές. Αντίθετα επί του παρόντος, ασχέτως των προθέσεων φοροκαταιγίδας, δημιουργεί κατ’ ουσίαν ένα σύγχρονο παράθυρο ‘ξεπλύματος’ κάποιων εσόδων από κρυπτονομίσματα, σε εναρμόνιση με ότι έχει δημιουργηθεί και σε άλλες χώρες.
*καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Μεγάλη Βρετανία