Δεν μπορούμε παρά να καλωσορίσουμε τη θαλερή εκδοτική παρουσία του Νίκου Δήμου, που λίγο προτού κλείσει τα ενενήντα του χρόνια συνεχίζει ακάματος την πορεία του με ένα καινούργιο βιβλίο, το οποίο μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη υπό τον τίτλο «Η αντίσταση στον Δαρβίνο (και άλλα 13 ετερόδοξα κείμενα)».
Τα κείμενα δεν γράφτηκαν χθες ή προχθές και πολλά έχουν σεβαστή ηλικία αν και τα περισσότερα είναι πρόσφατα. Το θέμα, όμως, δεν είναι ο χρόνος της πρώτης γραφής τους, αλλά το ανοιχτό και ευφρόσυνο πνεύμα τους, η ζωντάνια του στοχασμού τους και η ετοιμότητα του συγγραφέα να παρακολουθήσει εκ του σύνεγγυς οποιαδήποτε εξέλιξη σε ποικίλους τομείς: από την πολιτική, τη φιλοσοφία και τις κοινωνικές επιστήμες μέχρι την καθημερινότητα, τις προλήψεις και τις προκαταλήψεις της ελληνικής κοινωνίας ή τα σύγχρονα γράμματα και τις νεότερες τέχνες.
Από τη βεντάλια θεμάτων την οποία ανοίγει στο βιβλίο του ο Δήμου, ξεχωρίζω καταρχάς όσα έχει να παρατηρήσει για την εξελικτική θεωρία του Δαρβίνου και για το φαινόμενο του λαϊκισμού. Παρά το γεγονός πως ο Δαρβίνος αποτελεί θέσφατο της βιολογίας πολύ πριν από τα μέσα του 19ου αιώνα, η αντίσταση στα ευρήματα για τον μηχανισμό της φυσικής επιλογής καλά κρατεί μέχρι και σήμερα – και όχι μόνο στην Ελλάδα ή στην Ευρώπη μα και στις εξαιρετικά προηγμένες ΗΠΑ. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις, τα εκπαιδευτικά συστήματα, ακόμα και οι ίδιοι οι επιστήμονες, με τις ιδέες τους περί ευφυούς δημιουργισμού ή σχεδιασμού, δεν έχουν πάψει να υποστηρίζουν πως ο κόσμος προήλθε εκ του μηδενός, από μια φανερή ή αφανή θεότητα. Ο Δήμου εξηγεί, και έχει απόλυτο δίκιο, πως αυτό οφείλεται στο γεγονός πως δεν θέλουμε να παραδεχθούμε (είναι ξένο προς την εικόνα που τρέφουμε για τον εαυτό μας) πως το είδος μας δεν είναι μοναδικό και πως η εξέλιξή του προχώρησε σε συνάρτηση με την εξέλιξη άλλων ειδών. Σε άλλο του κείμενο, παρεμπιπτόντως, ο Δήμου δεν παραλείπει να δείξει πως οι θεοί αποτελούν γεννήματα των ανθρώπων και πως η πίστη τους σε κάτι το οποίο δεν μπορούμε να γνωρίσουμε ή για το οποίο αδυνατούμε να μιλήσουμε, όπως έλεγαν ο Καντ και ο Βιτγκενστάιν αντιστοίχως, θεραπεύει μονάχα το άγχος της προσωρινότητας και τον φόβο του θανάτου. Και με τον λαϊκισμό, ωστόσο, που παραπέμπει σε πολύ διαφορετικές καταστάσεις, οι εμμονές δεν αλλάζουν. Η αντίληψη για έναν λαό ή για έναν λαϊκό ηγέτη υπεράνω όλων (πέρα από θεσμούς, εκλογές και συλλογικές διαδικασίες) καταλήγει σε μια αυθαίρετη και αυταρχική νοοτροπία, που είναι πρόθυμη να παραμερίσει τα πάντα προκειμένου ικανοποιήσει τον μοναδικό της στόχο, την αναπαραγωγή και τη διαιώνιση της εξουσίας της.
Συναφής με τα χονδροειδή σχήματα του λαϊκισμού είναι και ο προαιώνιος καβγάς των Ελλήνων για το αν υπάγονται στη Δύση ή στην Ανατολή. Κι όσο κι αν φανταζόμαστε, σπεύδει να ξεκαθαρίσει ο Δήμου, μια Ελλάδα ταυτισμένη με τη Δύση, δεν είναι δυνατόν να λησμονούμε τον στρεβλό Νεοελληνικό Διαφωτισμό ή τις ατυχείς συστρατεύσεις με τη Ρωσία του Πούτιν και με τη Σερβία του Μιλόσεβιτς.
Θυμόμαστε (υποθέτω οι περισσότεροι) πως τα χρόνια της οικονομικής κρίσης εμφανίστηκε ένα μένος (συχνά έξαλλο) κατά της Γερμανίας και των Γερμανών, που απειλούσαν την εθνική ανεξαρτησία και λοιδορούσαν τις εθνικές μας αξίες. Ο Δήμου υπενθυμίζει ευφυώς πως το εξιδανικευμένο πρότυπο που έχουν κατά νουν οι Έλληνες του παρόντος για την Ελλάδα της αρχαιότητας προέρχεται από έναν Γερμανό του 18ου αιώνα, τον Γιόχαν Γιοάχιμ Βίλκεμαν, ο οποίος όμνυε στην αρμονία, στην ενότητα και στην ιδιοφυία των αρχαιοελληνικών τεχνών, ζητώντας, παρολαυτά τη γόνιμη, παραγωγική μίμησή τους και όχι τη στείρα λατρεία της νεοελληνικής νοοτροπίας.
Μια άλλη κυρίαρχη λογική, μεταξύ των πολιτών της παγκόσμιας κοινωνίας αυτή τη φορά, είναι η ψευδαίσθηση της ελεύθερης βούλησης, η μη αποδείξιμη παραδοχή πως ο καθένας είναι σε θέση την οποιαδήποτε στιγμή να αποφασίσει, χωρίς καμιά εξωτερική παρεμβολή, δίχως την παραμικρή μεσολάβηση, για τον εαυτό του και τις επιλογές του – σαν να μην υπάρχουν γενετικοί, βιολογικοί, κοινωνικοί και ψυχαναλυτικοί περιοριστικοί παράγοντες, σαν τα πάντα να έχουν αφεθεί τριγύρω μας όπως μια άγραφη πλάκα, επί της οποίας μπορούμε, όπως και όποτε το νομίσουμε, να βάλουμε την αθάνατη υπογραφή μας. Είναι, εντούτοις, κάτι τέτοιο ελευθερία της βούλησης ή, απλώς, μια απάτη της άγνοιας; Και, επιπροσθέτως, τι συμβαίνει, όπως αναρωτιέται ο Δήμου σε έτερο κείμενό του, με την πανάρχαια διάκριση ανάμεσα σε ψυχή και σώμα; Να πιστέψουμε τον Πλάτωνα, όπου όλα τα κρίσιμα ανήκουν στο σύμπαν της ψυχής και των ιδεών, να ακολουθήσουμε την αριστοτελική μέση οδό της συνύπαρξης νου και σώματος ή να καταλήξουμε στον διαχωρισμό του Καρτέσιου μεταξύ δύο απολύτως ξέχωρων κόσμων;
Ο μελετητής επανέρχεται συχνά και σε κάτι επιπλέον: στην ποίηση και τη λειτουργία της. Πότε καταφέρνει η ποίηση να μετασχηματιστεί σε ερωτικό λόγο; Πότε ενισχύεται και πότε υπονομεύεται από τη μουσική και ποιοι είναι οι βαθύτεροι δεσμοί της με τη μουσική και την όρχηση, δεσμοί που ανοίγουν τον δρόμο για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα των αρχαίων ραψωδιών και του Ομήρου;
Τα κείμενα του Νίκου Δήμου διαθέτουν δύο χαρίσματα που συνοδεύουν επί πολλές δεκαετίες τη δημόσια παρουσία του: πρώτον, είναι γραμμένα για ένα μεγάλο πριν κάθε άλλο παρά ανυποψίαστο ή ανίδεο κοινό και δεύτερο, μας επιφυλάσσουν πολύ περισσότερα από όσα συνομολογούν. Η κοινωνιολογία, η πολιτική επιστήμη, η αρχαία και η νεότερη φιλοσοφική παράδοση, η καλλιτεχνική εποπτεία ανθίζουν πάντοτε ευεργετικά στην εξωτερική άρθρωση και στην εσωτερική δομή τους είτε κρύβουν είτε δηλώνουν τις πηγές και τις παραπομπές τους. Κι όταν όλα τα προηγούμενα έρχονται να ταιριάξουν με το χιούμορ, με την αδιάκοπα άγρυπνη κριτική ματιά και με τη μόνιμη αυτεπίγνωση, τότε είναι λογικό να θέλουμε να χαιρετίσουμε θερμά έναν νέο ενενήντα παρά κάτι ετών.
Πηγή: ΑΠΕ