Του Γιάννη Κωνσταντινίδη, Αναπληρωτή Καθηγητή Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Για τους θεωρητικούς του πολιτικού φαινομένου, μια εκλογική αναμέτρηση είναι η ύψιστη στιγμή της δημοκρατίας. Για τους εμπειρικούς του πολιτικού φαινομένου, μια εκλογική αναμέτρηση είναι η απόλυτη στιγμή έκκρισης αδρεναλίνης. Και όμως υπάρχουν εκλογικές αναμετρήσεις που τόσο οι μεν, όσο και οι δε, βρίσκουν μάταιες. Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών του Ευρωκοινοβουλίου είναι συχνά αυτής της κατηγορίας. Οι θεωρητικοί θα υπογράμμιζαν τα κατά πάγια παράδοση πολύ υψηλά ποσοστά αποχής στις ευρωεκλογές, αλλά και το λεγόμενο δημοκρατικό έλλειμμα της ευρωπαϊκής διακυβέρνησης, δηλαδή την ισχνή συμμετοχή των μόνων εκλεγμένων από το κοινό ευρωβουλευτών στη διαδικασία λήψης αποφάσεων και κατά συνέπεια τη μειωμένη δυνατότητα λογοδοσίας. Αλλά και οι εμπειρικοί θα σημείωναν ότι οι ευρωεκλογές -ιδιαιτέρως όταν διενεργούνται χρονικά λίγο μετά από εθνικές εκλογές- αποτελούν πιστό αντίγραφο των τελευταίων και κατά συνέπεια δεν προκαλούν το ενδιαφέρον για το αποτέλεσμα.
Η περίπτωση των φετινών ευρωεκλογών στην Ελλάδα αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα αυτής της κατηγορίας «εκλογών της ματαιότητας», δηλαδή αναμετρήσεων στις οποίες δεν καταγράφονται νέες ευθυγραμμίσεις μεταξύ κοινωνικών στρωμάτων και κομμάτων και από τις οποίες δεν παράγονται σημαντικές πολιτικές εξελίξεις. Με τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές λιγότερο από έναν χρόνο πριν, η πιθανότητα επαναβεβαίωσης του προηγούμενου αποτελέσματος μοιάζει πολύ υψηλή, όπως είχε άλλωστε συμβεί και στις αναμετρήσεις του 1994 και του 2004 που είχαν διεξαχθεί λιγότερο από έναν χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές. Ως ακόμα σημαντικότερη αιτία της ένταξης των επικείμενων εκλογών στην κατηγορία αυτή πρέπει να υπογραμμιστεί η δυσλειτουργικότητα που παρατηρείται στο μοντέλο «επιβράβευσης και τιμωρίας», το οποίο παραδοσιακά δομεί την εκλογική συμπεριφορά των Ελλήνων ψηφοφόρων, λόγω της απουσίας ενός ισχυρού δεύτερου κόμματος. Με άλλα λόγια, η τεράστια και μη αμφισβητούμενη διαφορά στην απήχηση της ΝΔ από το δεύτερο κόμμα στερεί από τους εκλογείς το κίνητρο στήριξης του όποιου αντιπάλου της σημερινής κυβέρνησης. Δεδομένου ότι σε συστήματα δικομματισμού, η μετακίνηση ψηφοφόρων από το πρώτο στο δεύτερο κόμμα είναι η σημαντικότερη ροή και η σημαντικότερη πηγή ανατροπών στο κομματικό παιχνίδι, η απουσία ενός ισχυρού δεύτερου κόμματος συνιστά τον κεντρικό λόγο της κατηγοριοποίησης των ευρωεκλογών του 2024 ως μάταιων.
Ένας φανατικός των εκλογικών λεπτομερειών βεβαίως θα κατέγραφε σίγουρα ορισμένα ερωτήματα για την κάλπη της 9ης Ιουνίου, όπως για παράδειγμα: (1) θα αποδώσει η στρατηγική της ηγεσίας της ΝΔ να διατηρεί παράλληλα ανοιχτές τις πόρτες προς το μετριοπαθές κέντρο και την υπερσυντηρητική δεξιά; (2) θα διατηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ του νέου αρχηγού του τον τίτλο του δεύτερου κόμματος στη μάχη με το ΠΑΣΟΚ; (3) θα ενισχυθεί σημαντικά ο «υπερδεξιός» χώρος στα πρότυπα των τάσεων που έχουν καταγραφεί στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες; Τα ερωτήματα αυτά είναι σωστά, όμως όποιες και αν είναι οι απαντήσεις σε αυτά, η αίσθηση ματαιότητας των προσεχών εκλογών δεν αίρεται. Ακόμα και αν στη ΝΔ στοιχίσουν μερικές μονάδες οι ορθάνοιχτες πόρτες, η προσωπική κυριαρχία του Κυριάκου Μητσοτάκη στον κεντρώο χώρο -εκεί δηλαδή όπου συνωστίζεται το μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος- θα συνεχίζει να εξασφαλίζει θετική προοπτική στη ΝΔ. Ακόμα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ χάσει τη θέση του οριακά από το ΠΑΣΟΚ, η ασάφεια του προβαδίσματος και η πολύ κακή προσωπική σχέση των αρχηγών των δύο κομμάτων θα αποτρέψει την οποιαδήποτε προσπάθεια αναδόμησης του χώρου της Κεντροαριστεράς. Ακόμα και αν το ποσοστό ψήφων του «υπερδεξιού» χώρου αυξηθεί σημαντικά, η υπερβάλλουσα προσφορά κομμάτων θα θολώσει την τάση ενίσχυσης της εκλογικής ζήτησης. Κατά συνέπεια, ακόμα και τα πιο ηχηρά αποτελέσματα της κάλπης της 9ης Ιουνίου δεν θα αλλάξουν την τρέχουσα εικόνα του κομματικού συστήματος. Όσοι περισσότεροι συνειδητοποιήσουν τη ματαιότητα αυτή, τόσο λιγότεροι θα είναι εκείνοι οι ψηφοφόροι που θα προσέλθουν στην κάλπη. Και αυτό είναι το χειρότερο.