Η αναζήτηση νέων ενεργειακών μοντέλων, πιο φιλικών στο περιβάλλον, ξεκίνησε από την πρώτη στιγμή που διαπιστώθηκαν οι δυσμενείς επιπτώσεις των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα.
Tης Ελίζας Βόζεμπεργκ*
Όμως τα τελευταία χρόνια η ανάγκη για ενεργειακή μετάβαση έχει περάσει σε άλλο επίπεδο και έχει καταστεί επιτακτική, με αφορμή τις δραματικές εξελίξεις στα πεδία της κλιματικής αλλαγής και των γεωπολιτικών εντάσεων.
Πρωτοφανή και ακραία φαινόμενα, όπως καύσωνες, πλημμύρες, πυρκαγιές και φυσικές καταστροφές, ως συνέπειες της κλιματικής κρίσης, καταγράφονται όλο και πιο συχνά. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2023 ήταν η χρονιά με τις υψηλότερες θερμοκρασίες από τότε που υφίστανται επίσημα στοιχεία καταγραφής θερμοκρασιών.
Από την άλλη πλευρά σοβαρές γεωπολιτικές εντάσεις, που επηρεάζουν καθοριστικά την αγορά ενέργειας, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τον πόλεμο στην Ουκρανία και τις εχθροπραξίες στη Μέση Ανατολή, υποχρεώνουν την Ευρώπη να αναθεωρήσει επειγόντως την ενεργειακή της πολιτική.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία μειώθηκε δραματικά η ροή φυσικού αερίου από τη Ρωσία προς την Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι το Ρωσικό φυσικό αέριο μέχρι τότε και επί σειρά ετών αποτελούσε βασική πηγή ενέργειας για πολλά κράτη μέλη της ΕΕ. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η Γερμανία, η οποία μάλιστα ήταν ενεργειακά εξαρτημένη σε δυσανάλογα μεγάλο βαθμό από τη Ρωσία κυρίως μέσω του αγωγού Nord Stream.
Στην Ελλάδα μέχρι και το 2021 η ηλεκτροπαραγωγή στηριζόταν κατά κύριο λόγο στο φυσικό αέριο, όμως από το 2022 με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία η εικόνα άλλαξε. Η κυβέρνηση της ΝΔ είχε ήδη μεριμνήσει για τη μεγαλύτερη δυνατή αξιοποίηση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, με αποτέλεσμα να καταστεί εφικτή η παραγωγή σημαντικού ποσοστού ηλεκτρικού ρεύματος από ηλιακή και αιολική ενέργεια. Το 2023 σχεδόν το ήμισυ της ηλεκτροπαραγωγής στη χώρα μας στηρίχθηκε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και μάλιστα ο στόχος είναι μέχρι το 2030 να φθάσουμε το 80%.
Από κει και πέρα το ενεργειακό μοντέλο που πρέπει να ακολουθήσει η πατρίδα μας για να ανταποκριθεί στις σύγχρονες προκλήσεις, να μειώσει τον κίνδυνο από εξωγενείς παράγοντες, όπως η γεωπολιτική παράμετρος και να περιορίσει το ενεργειακό κόστος για τα νοικοκυριά, είναι η διαφοροποίηση των ενεργειακών πηγών με ιδιαίτερη έμφαση στις ανανεώσιμες πηγές.
Παράλληλα θα πρέπει να ενθαρρύνουμε νοικοκυριά, επιχειρήσεις και αγρότες να αξιοποιήσουν έτι περαιτέρω προγράμματα παραγωγής ενέργειας, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τα φωτοβολταικά συστήματα, που στοχεύουν στη μείωση του ενεργειακού κόστους μέσω του ενεργειακού συμψηφισμού.
Επειδή όμως είναι γνωστό ότι ένα από τα πιο βασικά προβλήματα για την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων που προσφέρουν οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι η αποθήκευση, το επόμενο μεγάλο στοίχημα είναι η δημιουργία του απαραίτητου δικτύου μεταφοράς και των κατάλληλων μηχανισμών αποθήκευσης.
Για το σκοπό αυτό υπάρχουν ήδη ώριμες τεχνολογίες, όπως επί παραδείγματι οι ταμιευτήρες νερού με ειδικές αντλίες, που ενεργοποιούνται ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες. Όταν φυσάει ή έχει ηλιοφάνεια και παράγεται ενέργεια, το νερό κινείται με τις κατάλληλες αντλίες προς τα επάνω, ενώ αντιστρόφως όταν δεν φυσάει ή δεν έχει ήλιο, το νερό κινείται προς τα κάτω αξιοποιώντας τη δύναμη της ροής του για παραγωγή ενέργειας, στη λογική των υδροηλεκτρικών εργοστασίων. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται επάρκεια ενέργειας ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών και επιτυγχάνεται η επιθυμητή εξισορρόπηση παραγωγής και ζήτησης.
Ένα πρόβλημα που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι το ελλιπές δίκτυο διανομής, δοθέντος ότι μέχρι πρότινος τα εργοστάσια παραγωγής ενέργειας ήταν συγκεντρωμένα σε συγκεκριμένους γεωγραφικούς χώρους, ενώ τώρα τα σημεία παραγωγής ενέργειας βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη την Ελλάδα.
Στην ανάγκη αναβάθμισης του δικτύου διανομής με πρόσθετη ικανότητα μεταφοράς ενέργειας συνηγορεί και ο επικείμενος εξηλεκτρισμός σημαντικών τομέων, που αναμένεται να αυξήσει σε σημαντικό βαθμό τη ζήτηση για ηλεκτρική ενέργεια.
Περαιτέρω, από τη συζήτηση για την ενίσχυση της συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στο ενεργειακό μείγμα της χώρας, δεν θα μπορούσε να λείπει η ανάγκη για ψηφιοποίηση και αξιοποίηση ευφυών συστημάτων, προκειμένου η χρήση ενεργοβόρων συσκευών να γίνεται από τους καταναλωτές κατά τις ώρες της ημέρας που παρατηρείται πλεόνασμα ηλεκτρικής ενέργειας.
Είναι προφανές ότι η κλιματική απορρύθμιση και οι γεωπολιτικές εξελίξεις κατέστησαν την ενεργειακή μετάβαση επιτακτική ανάγκη. Η Ελλάδα κινείται με γοργά βήματα προς αυτήν την κατεύθυνση και μάλιστα με τις κατάλληλες πρωτοβουλίες, που ήδη έχει αναλάβει η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, είναι σε θέση να κερδίσει το στοίχημα της ενεργειακής μετάβασης και να εξελιχθεί σε ηγέτιδα δύναμη στον τομέα της πράσινης ενέργειας.
*Ευρωβουλευτής της ΝΔ