Ένας αρχαίος πολιτισμός, άγνωστος στους πολλούς, αποκαλύπτεται στη νέα περιοδική έκθεση με τίτλο «Θησαυροί της αρχαίας Basilicata – Η αόρατη κληρονομιά», που θα πραγματοποιηθεί στην αίθουσα περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου Ακρόπολης από 17 Οκτωβρίου 2024 έως 31 Ιανουαρίου 2025.
«Πρόκειται για τον καρπό συνεργασίας πολλών επιστημόνων που εδώ και χρόνια προσπαθούν να αναδείξουν τον πολιτισμό μιας περιοχής στη νότια άκρη της Ιταλίας, στο κέντρο του κόλπου του Τάραντα, της Οινωτρίας γης, της σημερινής Basilicata.
Μέσα από αυτή την έκθεση, ο επισκέπτης θα γνωρίσει τον πολιτισμό που συνάντησαν οι Έλληνες από την Πελοπόννησο και τη νησιωτική αρχαία Ελλάδα στα μεγάλα ταξίδια τους για εγκατάσταση στη γη της Ιταλίας και της Σικελίας, κυρίως στο τμήμα αυτό που ονομάστηκε αργότερα Μεγάλη Ελλάδα», δηλώνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Νικόλαος Σταμπολίδης, γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης.
Η έκθεση, την επιμέλεια της οποίας έχουν ο γενικός διευθυντής των κρατικών μουσείων της Ιταλίας Μάσιμο Οσάνα και η διευθύντρια των εθνικών μουσείων της Ματέρα Άννα Μαρία Μάουρο, επικεντρώνεται στον συγκεκριμένο χώρο της Basilicata αναδεικνύοντας τον πολιτισμό της περιοχής από το τέλος της Εποχής του Χαλκού (11ος αι. π.Χ.) έως και τον 6ο αι. π.Χ. Περιλαμβάνει 312 αντικείμενα που επιλέχθηκαν από μουσεία της περιοχής.
«Θα παρουσιαστούν υλικά κατάλοιπα που προέρχονται κυρίως από ταφές γυναικών και ανδρών, για να το πω ποιητικά “ από φαντάσματα και φάσματα, φιλιά και χείλη χωνεμένα, με τα παραπετάσματα του χρόνου διάπλατα ανοιχτά”. Πρόκειται για προσωπικά αντικείμενα που προσέφεραν στους τεθνεώντες, οι συγγενείς και οι φίλοι για το μεγάλο ταξίδι τους στον Άδη, συνοδευτικά αντικείμενα που φανερώνουν τις πίστεις και τις δοξασίες τους, τις σχέσεις και τα έθιμά τους, όταν αυτοί ήταν εν ζωή, έργα δηλαδή που αντανακλούν τον πρώιμο πολιτισμό της Basilicata. Επίσης, αντικείμενα που έφεραν αργότερα μαζί τους οι Έλληνες και τα οποία ωσμώθηκαν κι ενώθηκαν με τα προηγούμενα», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής.
Μεταξύ των τελευταίων είναι ένα αγγείο ανάμειξης (δίνος) του 7ου αι. π.Χ. με παράσταση του Βελλεροφόντη να σκοτώνει τη Χίμαιρα κι ένα περιδέραιο από κεχριμπάρι με περίαπτο που έχει σχήμα κεφαλής με δαιδαλική κόμμωση, αντικείμενα που μαρτυρούν τις επαφές του ντόπιου πληθυσμού και με τον ελληνικό πολιτισμό. «Βλέπουμε τη διείσδυση αυτή ήδη από τα ύστερα γεωμετρικά χρόνια. Ουσιαστικά, αυτό που κάνουμε, είναι να μην φέρουμε απλώς ωραία αντικείμενα, αλλά το σύνολο κάθε ταφής για να μπορέσουμε να διακρίνουμε τα χαρακτηριστικά του πολιτισμού που συναντούν οι Έλληνες, οι οποίοι έρχονται είτε από την Πελοπόννησο είτε από τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου», υπογραμμίζει ο γενικός διευθυντής του Μουσείου Ακρόπολης.
Tα εκθέματα φανερώνουν την επιλογή των ταφικών εθίμων. «Δηλαδή, της καύσης και αποτέφρωσης, όπως συμβαίνει στην τεράστια νεκρόπολη κοντά στην πόλη της Ματέρα, στην περιοχή του λόφου του Τίμμαρι ή της ταφής τόσο στην ενδοχώρα όσο και στις ακτές της περιοχής. Από τα πιο γνωστά συνοδευτικά αντικείμενα των νεκρών, είναι τα πρώιμα μεταλλικά τεχνουργήματα, όχι μόνο τα όπλα αλλά κυρίως η χάλκινη σκευή των ενδυμάτων και των κοσμημάτων των γυναικών. Αυτή η τελετουργική επίδειξη του πλούτου κατά τη διάρκεια των ταφικών τελετών αντανακλούσε το κύρος όχι μόνον των ίδιων των τεθνεώντων αλλά και τη δύναμη και τον πλούτο των “ οίκων” τους, τη στιγμή μάλιστα που αυτά ουσιαστικά αποσύρονταν από τη χρήση για πάντα. Ειδικά τα γυναικεία, χάλκινα κυρίως, κοσμήματα συγκρίνονται με ανάλογα από τη βόρεια Ελλάδα και τη Μακεδονία, από τις Αιγές (Βεργίνα) και παραπέμπουν σε μετακινήσεις πληθυσμών, όχι μόνον ομάδων, αλλά και σε σχέσεις, συγγενικές όπως λ.χ. επιγαμίας ή άλλες εμπορικές», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ν. Σταμπολίδης.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε δυο ενότητες. Η πρώτη καλύπτει χρονολογικά την Εποχή του Σιδήρου, από τον 11ο έως τον 8ο αι. π.Χ. και η δεύτερη εστιάζει στην Πρωτοαρχαϊκή και στην Αρχαϊκή Περίοδο. «Η παρουσία κεραμεικής του 8ου, 7ου και 6ου αι. π.Χ. είναι αξιοσημείωτη. Από αυτή τη φάση ξεχωρίζουν ομάδες αντικειμένων από διάφορες περιοχές της Basilicata, όπως λ.χ. από το Chiaromonte, περιοχή όπου φαίνεται να ‘συναντώνται’ διαφορετικά σύνολα ανθρώπων, τα τέσσερα έθνη που αναφέρονται από τον Στράβωνα και οι οικισμοί – πόλεις που αναπτύσσονται στην ευρύτερη περιοχή. Ακόμα και από την περιοχή του Alianello, όπως και αργότερα του Μεταποντίου, τα ευρήματα των ταφών παραπέμπουν σε περισσότερο περίπλοκες ερμηνείες. Όχι μόνο τα κεραμεικά ευρήματα εισηγμένης κεραμεικής ή οι απομιμήσεις τους από την Κόρινθο, τις Κυκλάδες (Πάρος, Νάξος), το Ανατολικό Αιγαίο (Ρόδος;) και τις ακτές της Μικράς Ασίας, π.χ. από τη Μίλητο, αλλά και μεταλλικά κοσμήματα, όπως φρυγικές πόρπες, και έπιπλα μεικτών τεχνικών. Η χρήση των πολύτιμων μετάλλων, όπως ο χαλκός, το ασήμι ή ο χρυσός, αλλά και άλλα πολύτιμα υλικά, όπως το κεχριμπάρι και το ελεφαντόδοντο, παραπέμπουν σε τεχνικές που είναι γνωστές από τον Όμηρο. Αντίστοιχα, η παρουσία κεραμεικών που σχετίζονται με την προετοιμασία και την πόση του οίνου ή ακόμα και κτερίσματα που παραπέμπουν σε γυναικείες δραστηριότητες όπως η υφαντική, σχετίζονται επίσης με ανάλογες ομηρικές περιγραφές», σημειώνει ο καθηγητής.
Πολλαπλές ερμηνείες υπάρχουν και για άλλα αντικείμενα. «Κεραμεικά και μεταλλικά πολυτελή αντικείμενα πολύπλοκων τεχνικών από την Incoronata και το Μεταπόντιο φαίνεται να οδηγούν σε εδραιωμένες σχέσεις όχι μόνο με εισαγωγές ελληνικές και ανατολικές, ανάλογες με αυτές που συναντούμε στην Ανατολική Μεσόγειο και την Κρήτη, αλλά και με την Ετρουρία, οι οποίες έχουν ερμηνευτεί ως ανταλλαγές αριστοκρατικών γενών μη αποκλειομένων των εμπορικών συναλλαγών. Ωστόσο, το γεγονός ότι τα αντικείμενα αυτά δεν είναι ευρήματα που προέρχονται από τον θρησκευτικό (π.χ. ιερά) ή δημόσιο χώρο αλλά αποτελούν δείγματα μιας επίδειξης χλιδής, παραπέμπουν σε έθιμα που συνηθίζονται σε ελληνικούς χώρους και σε περιοχές που αντιστοιχούν σε ελληνικούς οικισμούς της ιταλικής χερσονήσου», αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Ν. Σταμπολίδης.
Και καταλήγει: «Ο πλούτος των αντικειμένων της έκθεσης είναι δηλωτικός της σημασίας της, καθώς θα καταλαμβάνει όλο τον χώρο της αίθουσας των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου Ακρόπολης. Πρόκειται για μια ακόμα απόδειξη των δημιουργικών σχέσεων μεταξύ του Μουσείου Ακρόπολης και των μουσείων της Ιταλίας».